Δημήτρης
Ευαγγέλου Κατσάμπης
από τα λόγια του
αείμνηστου πατέρα γύρω από τη φωτιά
Πριν χρόνια πολλά, εκεί πάνω στις πετροτραχιές της Καρίτσας, στην αγκαλιά του Πάρνωνα, ζούσε ένας φτωχός γεωργοτσοπάνης. Η ζωή του ήτανε δεμένη με τη γη· όπου πατούσε, άφηνε σημάδι πάνω στις πέτρες και στα πουρνάρια, λες κι αυτά θυμόντουσαν το πέρασμά του.
Ήταν προπάππος απ’ το δικό μας σόι των Κατσαμπαίων. Χωραφάς στ’ Ανασκέλα, σκυμμένος ολημερίς, πάλευε με τη γη και με τον ήλιο. Ο ιδρώτας του έσταζε σαν ευκή για το ψωμί της φαμελιάς του.
Σαν έγερνε ο ήλιος πίσω απ’ τις ράχες, μάζευε τα σύνεργα και τραβούσε την ανηφόρα για το χωριό. Μα δεν περπάταγε όπως οι άλλοι. Όχι. Κάθε τόσο κοντοστεκόταν, έβρισκε μια πέτρα στ’ ανάμεσα στα πουρνάρια, κι έπαιρνε ανάσα.
Κι εκεί, έβγαζε το φλασκί απ’ τη ζώνη, το σήκωνε ψηλά κι άφηνε το νερό να τρέχει με γουργουρητό, σαν ρυάκι που ξυπνάει στις χαράδρες. Οι στάλες άστραφταν στον ήλιο πριν πέσουν στο διψασμένο του στόμα. Κι ο ήχος —βου… βου… βου, τσου… τσου… τσου… κι ύστερα ρου… ρου… ρου… — αντηχούσε σα να ’χε βάλει κι ο Πάρνωνας φωνή να τραγουδάει μαζί του.
Οι χωριανοί που τον βλέπανε, διασκέδαζαν και φώναζαν:
«Να! Ο Βατσούρας που ’ρχεται!»
Στην αρχή, παιδιά μου, ήταν πείραγμα, παρατσούκλι. Μα σιγά-σιγά κόλλησε απάνω του, όπως κολλάνε τα πουρνάρια στις ξεροπέτρες.
Κι ύστερα, σαν αντρώθηκαν τα παιδιά του κι ήρθανε εγγόνια και δισέγγονα, το όνομα δεν χάθηκε. Το δικό μας παρακλάδι των Κατσαμπαίων κράτησε για πάντα το παρατσούκλι Βατσούρας. Όχι σαν βάρος· μα σαν καμάρι. Σαν θύμηση ενός προπάππου που έκανε μια γουλιά νερό… παρακαταθήκη των προγόνων.
Dimitris Evangelou Katsambis
As told by his late father, around the fireside
“Come closer to the fire, kids, let’s get warm, and I’ll tell you a story,” we remember our father, Vangelis Katsambis — better known as Vatsouras — saying whenever the snow fell outside and we gathered around the hearth.
Many years ago, up there among Karitsa’s stony
slopes, in the embrace of
He was a great-grandfather from our own Katsambis
line. A tiller in Anaskela, bent over all day, wrestling with the soil and the
sun. His sweat fell like a blessing for the bread on his family’s table.
When the sun leaned behind the ridges, he
would gather his tools and trudge up the hill toward the village. But he did
not walk like others. No. Every so often, he would pause, find a stone among the
bushes, and catch his breath.
And there, he would lift the flask from his
belt, hold it high, and let the water run with a gurgle, like a stream
awakening in the ravines. The drops sparkled in the sunlight before quenching
his thirsty mouth. And the sound — vuu… vuu…
vuu, tschuu… tschuu… tschuu… and then roo… roo… roo… — echoed as though
Mount Parnonas itself had joined in song.
The villagers who saw him would chuckle and
call out:
“Look! Here comes Vatsouras!”
At first, it was teasing, just a nickname.
But slowly it stuck, like brambles clinging to the dry stones.
And then, as his children grew, and
grandchildren and great-grandchildren came along, the name never faded. Our
branch of the Katsambis family carried the nickname Vatsouras forever. Not as a
burden, but as a pride. A memory of a great-grandfather who turned a sip of
water into a family legacy.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου