Ανέκδοτα
Anecdotes
|
Επιμέλεια Δημήτρη Κατσάμπη
Collated by Dimitris Katsampis
| |
Θεϊκή Μοιρασιά και τα κοτρόνια στην Καρίτσα
|
Divine distribution and the rocks in Karitsa
| |
Όπως το αφηγηθήκανε συγχωριανοί στο Δημήτρη Ευάγγελου Κατσάμπη
|
As related by fellow villagers to Dimitris Evangelou Katsampis
| |
Εάν, όπως λένε, ο Θεός με το κόσκινο άπλωσε όλο το χώμα που είχε σ’ όλο τον κόσμο, κι αν επίλεξε, όπως επιμένουν, την Ελλάδα για τα βράχια και τις πέτρες που του είχανε απομείνει, τότε σίγουρα θέλησε στην Καρίτσα να χαρίσει τη μερίδα του λέοντος απ’ τις πέτρες της θεϊκής αυτής μοιρασιάς.
Αυτό ίσως να εξηγεί και την προτίμηση των ντόπιων, πολύ πριν οι μηνύσεις και τα δικαστήρια γίνουν μόδα, να λύνουνε τις διαφορές και τους καυγάδες με τον πατροπαράδοτο πετροπόλεμο.
|
If, as is said, God spread all the soil he had all over the world through a sieve, and if, as is contended, Greece was chosen for all the leftover rocks, then surely Karitsa was especially selected to get the lion’s share of those rocks divinely distributed.
This may explain the preference of locals, long before lawsuits and courts became fashionable, to settle differences and disputes through traditional rock throwing fights.
| |
Ο τράγος και η φωνή της φύσης
|
The billy goat and natural instinct
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Μήτσος Γεωργίου Μαλαβάζος (Ρουμάνος) στο Δημήτρη Ευάγγελου Κατσάμπη
|
As related by Mitsos Georgiou Malavazos (Roumanos) to Dimitris Evangelou Katsampis
| |
Η θέση της σημερινής Καρίτσας, η παράδοση λέει, οφείλεται σε ένα διψασμένο τράγο που δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ακολουθήσει τη φωνή της φύσης για να ξεδιψάσει. Αλλά πως και πότε;
Λένε ότι στα πολύ παλιά χρόνια οι Καριτσιώτες δεν ήτανε όλοι μαζεμένοι σε έναν οικισμό όπως σήμερα. Σόγια ή οικογενειακές ομάδες ζούσανε με τα πρόβατα, τα γίδια και τα βόδια τους διασκορπισμένοι σε καλύβια ή σε λότζες κι απ’ τις δυο πλευρές από το Λυκόρρεμα που διασχίζει τη γη τους. Ανατολικά λένε ήτανε οι Μαλαβαζαίοι, δυτικά οι Τσεμπελαίοι ενώ οι Κατσαμπαίοι πιθανώς να ήτανε ανακατεμένοι κι απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Αλλά κι αν η χαμηλή περιοχή είχε πιο ήπιο κλίμα από κείνο στις πλαγιές της Τσούκας και του Ελατιά, έλλειπε το νερό, το πιο απαραίτητο για την ίδια τη ζωή. Έτσι το μόνο που είχανε οι δόλιοι πρώτοι Καριτσιώτες ήτανε λίγα πηγαδάκια, κάμποσες στέρνες, πολλές λούτσες κι ακόμα πιο πολλά βάσανα.
Μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, όμως, ενώ βόσκαγε το κοπάδι του στις βουνοπλαγιές μεταξύ τη Ράχη Ασφάκα και το Μεσορράχι ένας τσοπάνης από τους Τσεμπελαίους έπαιζε τη φλογέρα του και τραγούδαγε για ψηλές ραχούλες, για στάνες και για δροσερές βρυσούλες. Τότε, εντελώς ξαφνικά, είδε τον καλύτερό του τράγο με βρεγμένη τη γενειάδα να πετάγεται ξαφνιασμένος από τα πυκνά βάτα. Κατενθουσιασμένος λοιπόν, ο Τσεμπελής, σαν τον θρύλο συμπατριώτη του μιας προηγούμενης χιλιετίας, έτρεχε κι αυτός δω κι εκεί φωνάζοντας “Εύρηκα! Εύρηκα!” διότι εκεί και τότε ανακαλύφτηκε η πρώτη πηγή με καθαρό, τρεχούμενο και πόσιμο νερό που τόσο γυρεύανε οι πρώτοι Καριτσιώτες. Σ’ αυτή ακριβώς τη θέση βρίσκεται η σημερινή κεντρική βρύση γύρο απ’ την οποία σιγά-σιγά χτίστηκε το χωριό. Χάρη, λοιπόν, στον διψασμένο τράγο, τη φωνή της φύσης και τη βρεγμένη γενειάδα ξεκίνησε και το χωριό Καρίτσα.
|
The site of present day Karitsa, according to tradition, is owed to a billy goat that was doing nothing more than following its natural instinct quenching its thirst. But how and when?
It is said that long long ago the folk of Karitsa were not all concentrated in a single compact village like today. Clans or individual family groups lived close to their sheep, goats and oxen in kalyvia or lotzes scattered on both sides of Lykorrema, a creek that crossed their land. East of the creek they say were the Malavazos lands; Tsempelis lands were on the western side; and, Katsampis people were found all over the place. But though the lowlands enjoyed a milder climate than the slopes of Tsouka and Elatias they were in desperate need of water, the most precious for life itself. All that the wretched early Karitsiotes had were a few wells, some sternes, many loutses and even more woes.
One beautiful spring day, though, while grazing his flock on the highlands between Rachi Asfaka and Mesorachi a shepherd from the Tsembelis clan was gaily playing his flute and singing songs about high mountain ridges, about flocks and about cool water springs. Then all of a sudden he saw his most prized billy goat startled and jumping out of a thicket of blackberry bushes with water dripping from its beard. A jubilant Tsembelis, just like a legendary compatriot of a previous millennium, ran around hither and thither shouting "Eureka! Eureka!" because there and then he had discovered the first source of fresh, clean running water so sought after by early Karitsiotes. This is the very spot of the present day main water spring around which the village was gradually built. So, it is thanks to a thirsty billy goat, to its natural instinct and to its wet and dripping beard that the village of Karitsa was founded.
| |
Ο παπάς και τα κουκιά
|
The priest and the beans
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Βαγγέλης Γιάννη Κατσάμπης (Βατσούρας) στο γιο του Γιάννη
|
As related by Vangelis Yianni Katsambis (Vatsouras) to his son Yianni.
| |
Κείνα τα παλιά και δύσκολα χρόνια αφού οι πρώτοι Καριτσιώτες χτίσανε κάμποσα πετρόχτιστα και πλακοσκέπαστα χαμόσπιτα γύρω από την κεντρική βρύση, λίγο πιο πάνω, κοντά σε ένα αγνάντι που κυριαρχούσε ένας μεγάλος κέδρος, φτιάξανε μαντρότοιχο να περιφράξουνε νεκροταφείο και παραδώθε, δίπλα σε ένα ρουμάνι, χτίσανε την πολιούχο Αγία Παρασκευή. Κάτι που βέβαια τα χρόνια κείνα δεν μπορούσαν ούτε καν να φανταστούν ήτανε σχολειό.
Έτσι όλο το χωριό, ακόμα και ο παπάς του, ήτανε αγράμματοι. Ο παπάς, όπως λένε, άφησε την κλίτσια, τα γίδια και τα πρόβατα στην Τσούκα για να φορέσει το πετραχήλι και να προσέχει το ποίμνιο στην Άγια Παρασκευή. Ο ευλογημένος, όμως, δεν ήξερε να διαβάσει, ούτε να γράψει, ούτε καλά-καλά και να μετρήσει. Γι αυτό έψελνε ό,τι ήξερε νεράκι, μπερδεμένα και ανακατεμένα. Όσο για το Ευαγγέλιο έλεγε αυτά που θυμότανε από μικρό παιδάκι. Έτσι κουτσά στραβά κάπως τα κατάφερνε αλλά μεγάλο βάσανο ήτανε οι γιορτές: πότε έπεφτε τ’ Αγιαννιού, πότε τα Χριστούγεννα και πότε το Πάσχα;
Μεγαλύτερη σκοτούρα ήταν βέβαια η Σαρακοστή, οι σαράντα οχτώ μέρες και νύχτες πριν το Πάσχα, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι το μεγάλο Σάββατο, που περνάγανε τόσο αργά γιατί ολόκληρο το χωριό νήστευε. Έτσι για να μετράει το πέρασμα της νηστείας ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα ο παπάς συνήθιζε να βάζει σαράντα οχτώ κουκιά στα μπενίσια του και κάθε πρωί να τρώει από ένα. Νόμιζε έτσι όταν έφτανε στο τελευταίο κουκί θα βρισκότανε στο Μεγάλο Σάββατο, θα έλεγε τα μεσάνυχτα το Χριστός Ανέστη και την επόμενη θα γιορτάζανε το Πάσχα.
Να όμως που μια μέρα, όπως μπάλωνε τα μπενίσια του, η παπαδιά βρήκε τα κουκιά. «Αα, του αρέσουν του ευλογημένου τα κουκιά, » είπε η έρημη και του έβαλε άλλη μια χούφτα για να τον ευχαριστήσει!
Έτσι, ενώ ο παπάς κάθε μέρα έπαιρνε το πρωινό κουκάκι του για να λογαριάζει την αντίστροφη μέτρηση προς το Πάσχα, οι δόλιοι Καριτσιώτες ξελιγώνονταν στην ατέλειωτη νηστεία, σαράντα οχτώ ολόκληρες μέρες και νύχτες, της Μεγάλης Σαρακοστής.
Ένα πρωί, προτού καλά καλά ξημερώσει, σηκώθηκε ο παπάς, πήρε το πρωινό κουκάκι του, καβάλησε το γαϊδουράκι του και τράβηξε για το διπλανό κεφαλοχώρι, το Γεράκι, να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές. Κατηφόρισε λοιπόν από τις Τρόκλες, μονοπάτι όλο πέτρες, σταμάτησε να ανάψει ένα κεράκι στο ξωκλήσι του Άϊ-Νικόλα, ακολούθησε το μουλαρόδρομο για το Γεράκι, πέρασε τον Άϊ-Γιάννη στο Βαρικό, όπου έκανε το σταυρό του, και σε λίγο όπως έμπαινε στο Γεράκι έκανε πάλε το σταυρό του μπροστά στον Άϊ-Θανάση. Εκεί κοντά, χάμου, είδε κάποια φθαρμένα κόκκινα τσόφλια αβγών, λίγο παραπέρα κάμποσα άλλα, κι αυτά κόκκινα, ενώ παραπάνω τα παντού σκορπισμένα κατακόκκινα τσόφλια τον κάνανε να καταλάβει ότι έπρεπε οπωσδήποτε, προτού τον πάρουν χαμπάρι, άρον άρον να ξαναγυρίσει στην Καρίτσα.
Κόντευε μεσημέρι όταν ο δόλιος έφτασε στο χωριό όπου οι χωριανοί παρά τις λιγούρες από τη νηστεία απολαμβάνανε τον υπέροχο ανοιξιάτικο ήλιο που η Καρίτσα χαίρετε αυτή την εποχή του χρόνου. Ντροπιασμένος λοιπόν ο καημένος, να καλέσει τους Καριτσιώτες σε συναγερμό στην Αγία Παρασκευή, χτύπησε την καμπάνα που ήταν κρεμασμένη στον μεγάλο κέδρο. Φτάνοντας στην εκκλησιά οι χωριανοί μείνανε με τα στόματα ανοιχτά. Μπροστά τους, στην Ωραία Πύλη, ντυμένος με τα άμφια τα γιορτινά κρατώντας μια μεγάλη αναμμένη λαμπάδα άλαλος στεκότανε ο παπάς, όποτε οι παραζαλισμένοι ενορίτες τον ρωτάνε, «Τι τρέχει παπούλι;»
«Τι να τρέχει!» τους απαντάει κι αρχίζει ακριβός το καταμεσήμερο σε έναν έναν να μοιράζει το Άγιο Φως ψέλνοντας:
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ,
Δεύτε λάβετε φως,
Πάσχα δω, Πάσχα κει,
Πάσχα και στην Άγια Καρίτσα!»
|
During the difficult olden times after the first Karitsiotes had built a few stone-made, slate-roofed hovels around the main spring, a bit further up close to a lookout dominated by a big cedar tree they built stonewalls to enclose the cemetery and a little nearer, next to a patch of scrubland, they built their main church Agia Paraskevi. Something, of course, they would dare not even think about was a school.
So all villagers, even the priest, were illiterate. The priest, they would say, left his shepherd’s crook along with his sheep and goats in Tsouka to take up the priestly stole and look after the flock at Agia Paraskevi. The blessed man, however, did not know how to read or to write or to even count. That is why he chanted whatever liturgies he knew by heart or even jumbled up. As for the Gospel, he preached whatever he recalled from his childhood days. But, what mattered most was that in one way or another he somehow managed, though the dates of significant religious feasts were always a headache. He just could not work out the dates for Ayianniou, for Christmas or even for Easter.
The biggest headache of all, needless to say, was the Great Lent, the forty-eight days and nights before Easter, from Kathara Deftera (Clean Monday) to Easter Saturday which passed ever so slowly because the whole village was fasting. So to count down the passage of the season of lent, on Kathara Deftera the priest used to put forty-eight beans in a pocket of his clericals and eat one every morning. He figured that when he was down to his last bean Easter Saturday would dawn; at midnight he would announce Christos Anesti (Christ is risen); and, the following day they would be celebrating Easter.
One day, however, as his wife was patching his clericals she noticed the beans in a pocket and thought to herself that since he liked them so much she would add another handful to please him.
So, whilst the priest would eat a bean every day to keep track of the countdown to Easter, the poor Karitsiotes endured the hunger pangs of never-ending fasting, forty-eight whole days and nights, of the Great Lent.
One morning, before the crack of dawn, the priest got out of bed, had his daily bean, mounted his donkey and headed for the neighbouring town, Geraki, to attend to some matters. He moved down through Trokles, a very rocky track, stopped at Agios Nikolas to light a candle, followed the mule track heading for Geraki, passed by Agios Yiannis at Variko where he made the sign of the cross and a little while later, as he was coming into Geraki, again crossed himself at Agios Thanasis. There close by, on the ground, he saw what looked like scattered old red egg shells, a little further on some more, once again red; while further still the red egg shells strewn all over the place made him realise that he had to return to Karitsa with all haste before he was noticed.
It was almost midday by the time he returned to the village where the locals, despite the hunger pangs of the never-ending fast, were enjoying the wonderful spring sun that Karitsa is blessed with at this time of the year. To call the villagers to Agia Paraskevi the embarrassed priest rang the bell hanging from the big cedar tree. When the locals came rushing into church, they were agog with curiosity. Facing them, in front of the alter, dressed in festive liturgical vestments, stood the stunned priest holding a large lit candle, at which point the bewildered parishioners asked, “What’s happening Father?”
“What could be happening,” he replied and at the stroke of midday began to share the Holy Light to all parishioners one by one whilst chanting:
(Translated only for meaning)
“Better late than never,
Come receive the Light,
Easter’s here, Easter’s there
Easter’s also in Saint Karitsa!”
| |
Μπέηδες και Κάτσε-Μπέηδες
|
Beys and Katse-Beydes
| |
Κατζιάμπης, Κατσιάμπης ή Κατσάμπης! Στην Αυστραλία Katsambis και Katsabis, ενώ στην Αμερική ακόμα και Katsampes. Φωνάξτε τους όπως προτιμάτε. Είναι πάντοτε οι ίδιοι. Είναι της Καρίτσας τόσο όσο η Τσούκα και ο Ελατιάς, το Λυκόρρεμα και το Κοτρόνι. Βρίσκονται από τότε που η Καρίτσα γίνηκε Καρίτσα.
Αλλά πώς πήρανε το όνομα αυτό; Απ’ ότι λένε οι κακές γλώσσες, περισσότερο για διασκέδαση παρά για ενημέρωση, τα πολύ παλιά χρόνια, τον καιρό όταν οι Οθωμανοί αφεντάδες, ή μπέηδες, περνάγανε ζωή χαρισάμενη εις βάρος των ντόπιων ραγιάδων, μια από τις φαμιλιές της Καρίτσας ήθελε να τους καλοπιάνει.
Όταν λοιπόν, ο μπέης, αν πράγματι υπήρχε τοπικός μπέης και μπεηλίκι, σουλάτσαρε μέσα στην Καρίτσα, η φαμιλιά αυτή τον προσκαλούσε να του προσφέρει γλυκό και καφέ και να του καλοστρώσει. «Κάτσε μπέη μου,» του λέγανε.
«Κάτσε μπέη μου!» μια, «κάτσε μπέη μου!» δυο, τρις, τέσσερις και βάλε. Παραγίνηκε το κακό, τόσο που οι χωριανοί πλέον αρχίσανε να τους φωνάζουνε «Κάτσε-Μπέηδες», σύνθετο πείραγμα που με τον καιρό σμίχτηκε και μεταλλάχτηκε στο Κατζιάμπηδες, το οποίο εξελίχτηκε στο Κατζιάμπης, μετά Κατσιάμπης και τελικά Κατσάμπης!
Έτσι λοιπόν, τουλάχιστον κατά φαντασία, οι πιο κακές από τις κακές γλώσσες εξηγάγανε το βάφτισμα των Κατσαμπαίων.
|
Katziambis, Katsiambis or Katsambis! In Australia and America even Katsabis and Katsampes. Call them what you will. They are the same as ever. They are of Karitsa as Tsouka and as Elatias, as Likorema and as To Kotroni. They have been around ever since Karitsa became Karitsa.
But how did they get that name? From what wicked tongues say, more to entertain than to inform, long ago at the time when the Ottoman overlords, or “byes”, lived a life of leisure at the expense of the local serfs, a particular family in Karitsa sought to ingratiate them.
So, when the bey, if indeed there was a local bey and beylic, strolled through Karitsa, that particular family would go out of its way to invite him, offer him cake and coffee and make him comfortable. "Katse bey mou! (Have a seat, my bey!)” they would say.
"Katse bey mou!" once, "katse bey mou!" twice, thrice and more. This was really overdoing things, so much so that the villagers began calling them “Katse-Beydes”, a hyphenated witticism that over time merged and changed to Katziambides, which evolved to Katziambis, then Katsiambis and in the end Katsambis!
And so, it is like this, fictitiously at least, that the most wicked of the wicked tongues accounted for the naming of the Katsambis clan.
| |
Παναγίτσες, Αλεπούδες, Γαϊδουροκέντηδες και άλλοι
|
Virgin Maries, Foxes, Donkey Prodders and others
| |
Παναγίτσες της Καρίτσας
|
Virgin Maries of Karitsa
| |
Στην Καρίτσα του παλιού καιρού οι παπαδοκρατούμενοι και θεοφοβούμενοι χωριανοί συχνά βλέπανε θεία οράματα ολούθε και παντού: στα βράχια, στις ρεματιές, στα στεφάνια και στα ρουμάνια. Μια φορά, λένε, είδανε τη μορφή της Παναγιάς σχηματισμένη σε μια χελώνα που σερνότανε μέσα στα στάρια στα χωράφια στα Ανάσκελα. Για να δείξουνε, λοιπόν, και πάλε την πίστη και την ευλάβειά τους, σταματήσανε το θέρισμα, αφήσανε τα δρεπάνια και ανάψανε κεράκια που τα βάλανε, όχι στο κοντινότερο προσκυνητάρι, αλλά στο καβούκι του έρημου ζούμπερου. Όταν, κατά συνέπεια, η σοδιά τους κάηκε, το μόνο που είχανε να πούνε οι πεινασμένοι αλλά πάντα πιστοί Καριτσιώτες ήτανε: «Η Παναγίτσα μας τα έδωκε, η Παναγίτσα και μας τα πήρε!» Γι αυτό λοιπόν και οι κοντοχωριανοί από τότε τους λένε στα αστεία «Παναγίτσες!»
|
In Karitsa of olden days the priest-controlled and god fearing villagers would often witness divine apparitions all over the area: on the cliffs, in the ravines, through the fields and amongst the scrub. Once, they say, they saw the outline of the Virgin Mary on the dome-shaped shell of a tortoise slowly crawling through the wheat fields of Anaskela. Hence, to once again show their devotion and faith, they stopped reaping, downed their sickles and lit candles to place not at the nearest roadside shrine but on the saddle of the poor creature. And so when, as a consequence, the crop was burned down, all that the hunger-stricken but devout Karitsiotes would say was: “The Virgin Mary provided the crop for us, the Virgin Mary took it away!” For that reason neighbouring villagers since then in good fun refer to them as Panagitses (Virgin Maries).
| |
Αλεπούδες του Αλεποχωριού
|
Foxes of Alepochori
| |
Μισή ώρα περπάτι από τα Ανάσκελα, στην άλλη πλευρά της λοφοσειράς του Καλόγερου, βρίσκεται το διπλανό χωριό Αλεποχώρι. Κείνα τα χρόνια το λέγανε Αλεπουχώρι και για ευκολονόητος λόγους τους κοντοχωριανούς αυτούς οι Καριτσιώτες τους είχαν κολλήσει το συλλογικό πειραχτικό «Αλεπούδες!»
|
Half an hour away from Anaskela, on the other side of the Kalogeros Hills, is the small village Alepochori. In those days they called it Alepouchori (meaning Foxville) and for obvious reasons Karitsiotes would collectively and good-humouredly refer to these neighbours as Alepoudes (Foxes).
| |
Γαϊδουροκέντηδες του Γερακιού
|
Donkey prodders of Geraki
| |
Οι γείτονες οι Γερακίτες, από το κεφαλοχώρι το Γεράκι, πάντα ήτανε δημιουργικοί εφευρετικοί άνθρωποι, τόσο εφευρετικοί που κοιτάγανε να βρούνε κάποιο τρόπο, μοναδικό και δικό τους, που φαντάζονταν θα έκανε τα γαϊδουράκια τους να πηγαίνουν πιο γρήγορα. Καρφώνανε λοιπόν σουβλιά στα τσαρούχια τους έτσι ώστε όταν τα καβαλάγανε συνέχεια τα τσιγκλάγανε να κινηθούν. «Χα! του κάνω και στου Ντελεκού το φτάνω», λέγανε. Να όμως που όλοι οι ευσεβείς πόθοι και οι ονειροφαντασίες τους δεν αλλάζανε το ανάλλαχτο του γερακίτικου γαϊδουριού, το πείσμα του. Γι αυτό λοιπόν ο,τι και να κάνανε οι ανυποχώρητοι Γερακίτες τις περισσότερες φορές δεν καταφέρνανε να συμμορφώσουν τα πεισματάρικα τα γαϊδουράκια τους. Επομένως, στο τέλος-τέλος το μόνο που φαίνετε να καταφέρανε είναι να κερδίσουν από τους συντοπίτες το διασκεδαστικότατο πείραγμα «Γαϊδουροκέντηδες».
|
Gerakites, the folk of neighbouring Geraki, the principal town in the area, have always been a creative and inventive lot, so inventive that they came up with a unique way they imagined would get their donkeys to gee up. They would nail prods to their tsarouchia (rustic shoes) so that when they rode their little beasts they could constantly poke them to move on. “One poke and off to the fields of Delekou we go,” they would say. All the fanciful and wishful thinking in the world however would not change the unchangeable stubborn nature of the donkeys of Geraki. Try as they might, the determined Gerakites just could not manage to train the obstinate beasts. Hence in the end all that they appear to have managed is to earn for themselves the most amusing of collective nicknames, namely Gaidourokendides (Donkey Prodders).
| |
Φασουλάδες του Βρονταμά
|
Fasoulades of Vrondamas
| |
«Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι!» λέγανε οι παλιοί συνδημότες των Καριτσιωτών, οι Βρονταμίτες από τον Βρονταμά, μια ώρα παρακάτω από το Γεράκι, οι οποίοι ανέκαθεν ήτανε φορτωμένοι με το πειραχτικό «Φασουλάδες». Τους πειράζανε έτσι γιατί τα χωράφια τους στη βρονταμίτικη μεριά του θρυλικού Ευρώτα βγάζανε τα καλύτερα φασόλια στην περιοχή, έτσι οι ντόπιοι τρώγανε πολλές φασουλάδες.
|
“Bean by bean, the sack gets full!" claimed the neighbouring villagers, Vrondamites from Vrondamas, an hour further on from Geraki, who forever have been tauntedFasoulades (Beans Soups) because their fields on the Vrondamas banks of the legendary Evrotas River produced the best beans in the area, and so fasoulada (bean soup) was very popular amongst them.
| |
Κολοκύθες του Νιοχωριού
|
Pumpkins of Niochori
| |
Απέναντι από τα Καριτσιώτικα Καναλάκια, εκεί που κατά την παράδοση πάνε οι χωριανοί εκδρομή για να γιορτάσουνε την Πρωτομαγιά, φωλιασμένο σε μια ρεματιά γιομάτη κορομηλιές και έλατα βρίσκεται το χωριουδάκι Νιοχώρι που το λένε και Βλησιδιά. Τους ντόπιους Νιοχωρίτες τους λένε «Κολοκύθες» γιατί στους κήπους τους βγάζουνε, άρα αναμφίβολα τους αρέσει να τρώνε, πολλά κολοκύθια και περί ορέξεως κολοκυθοκορφάδες, όπως λένε.
|
Opposite Karitsiotika Kanalakia, the natural springs where fellow villagers traditionally hold picnics to celebrate Mayday, the little village of Niochori, also known as Vlisidia, is nestled in a ravine full of damson trees and firs. The local Niochorites are called Kolokithes (Pumpkins) since in their gardens they grow and no doubt enjoy eating pumpkins; even pumpkin flower tops, they say.
| |
Αμίλητοι της Κουνουπιάς
|
Speechless Ones of Kounoupia
| |
Από την Καρίτσα κάπου έξι χιλιόμετρα, όπως πετάνε τα κοράκια, στην καταπράσινη Κουνουπιά ζούνε οι φιλήσυχοι Κουνουπιώτες με τα λόγια τα λίγα και τα ακριβά, γι αυτό και τους λένε «Αμίλητους»!
|
Some six kilometers as the crow flies from Karitsa among the greenness of Kounoupia the peace loving Kounoupiotes are people of very few words, so few that they have rightly earned the tag Amiliti (Speechless Ones).
| |
Ξαδέρφια του Άϊ-Δημήτρη
|
Cousins of Agios Dimitris
| |
Τους γείτονες Αϊ-Δημητριώτες τους λένε «Ξαδέρφια» γιατί αυτοί σε ξέρουνε δε σε ξέρουνε, συγγενής ή όχι, πάντα σε χαιρετάνε με το «Γεια σου ξάδερφε»!
|
The neighbouring villagers from Agios Dimitris are called “Cousins” because whether they know you or not, family relative or otherwise, they will always greet you with a “Yiasou Cousin”!
| |
Τρυποκέφαλοι του Γκιότσαλι και Άϊ-Δημήτρη
|
Holeheads of Giotsali and Agios Dimitris
| |
Τους Αϊ-Δημητριώτες τους λένε και «Τρυποκέφαλος», πειραχτικό που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους, τους Γκιοτσαλίτες, τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά από την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1821.
Οι Γκιοτσαλίτες ήταν τσοπάνηδες, σκληροτράχηλοι βουνίσιοι άνθρωποι, που μετά το 1821, αφού οι Τούρκοι το βάλανε στα πόδια, είδανε ότι ακίνδυνα πλέον μπορούσαν να κατεβούν σε χαμηλότερα βοσκοτόπια.
Όπως φαίνετε, εγκατέλειψαν όλοι μαζί τα πάτρια εδάφη στα κατσάβραχα για να κάνουν σπιτικά πιο χαμηλά γύρω σε ένα ερημοκλησάκι που το λέγανε Άϊ-Δημήτρη, από τούδε και το όνομα του καινούργιου χωριού που φτιάνανε. Το ότι η περιοχή αυτή για εκατοντάδες χρόνια θεωρούτανε δημόσιο βοσκοτόπι των καμπίσιων από τα διπλανά Νιάτα δε φάνηκε να κωλώνει τους καινούργιους βουνίσιους εισβολείς από το Γκιότσαλι.
Πράγματι στους αναπόφευκτους καυγάδες μεταξύ των καινούργιων κατακτητών και των παλιών παραδοσιακών ιδιοκτητών οι βουνίσιοι προσέφυγαν σε μια μορφή σύγκρουσης στην οποία ήτανε ιδιαίτερα ειδικευμένοι, χρησιμοποιώντας με καταστρεπτικές συνέπειες την αρχαία τέχνη του πετροπόλεμου να καταδιώξουν τους έρημους καμπίσιους.
Το γεγονός ότι κέρδισαν, τον πετροπόλεμο, άνοιξε γι αυτούς αυτό που άλλωστε θέλανε, νέα εδάφη για να καλλιεργούν και να χτίσουν το καινούργιο τους χωριό. Άνοιξαν ακόμα κάτι που ωστόσο δε θέλανε, πολλές τρύπες στα κεφάλια τους.
Γι αυτό, επάξια και εύστοχα, τους σκάρωσαν το πειραχτικό «Τρυποκέφαλους» που από τον καιρό εκείνο περνάει από γενεά σε γενεά στους απογόνους των Γκιοτσαλίτων, τους σημερινούς Αϊ-Δημητριώτες.
|
Folk from Agios Dimitris are also called “Holeheads”, a nickname inherited from their forefathers, the Giotsalites, in the early years after liberation from Turkey in 1821.
Giotsalites were goat and sheep herders, tough highlanders who after 1821 when the Turks were ousted, thought it safe to come down and settle in lowland pastures. So en masse, it appears they abandoned their homelands amongst the craggy outcrops to establish households in lower lands around a little country chapel by the name of Agios Dimitrios, from whence the name of their new emerging village. The fact that the area for centuries was considered common pasture for the lowlander herders from nearby Niata did not seem to deter the new highlander invaders from Giotsali.
Indeed, in the inevitable skirmishes between the new occupiers and the old traditional owners, the highlanders resorted to a form of assault that they were particularly skilled in, the ancient art of rock throwing, which they used to devastating effect in driving the poor lowlanders away.
The fact that they prevailed opened up for them what they wanted, fresh lands to cultivate and to build their new village. But, it also opened something that they did not want, many a hole in their heads.
Hence the very apt and richly deserved nickname, “Holeheads” that has been passed on for generations since to the descendents of the Giotsalites, the present day folk of Agios Dimitris.
| |
Μαγκανάδες του Κοσμά
|
Manganades of Kosmas
| |
Τέσσερις ώρες μακριά από την Καρίτσα, πέρα από την κορφή Μαδαρή και το οροπέδιο Μαζαράκι, 1150 μέτρα ψηλά σε ένα πέρασμα του Πάρνωνα ανάμεσα σε έλατα και καστανιές, οι Κοσμίτες από τον ιστορικό Κοσμά της Κυνουρίας πειραχτικά επονομάζονται Μαγκανάδες. Τους λένε έτσι γιατί ο Κοσμάς έβγαζε τους καλύτερους χτενάδες, σε ολόκληρη την Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Φτιάχνανε χειροποίητα, από καλάμι, χτένια του αργαλειού και ξύλινα χειροκίνητα βαμβακοεκκοκιστήρια που τα λέγανε μαγκάνια. Όταν λοιπόν οι περήφανοι αυτοί τεχνίτες γυρίζανε την Ελλάδα και τα Βαλκάνια να πουλήσουν την πραμάτειά τους φωνάζανε: «Χτένια, μαγκάνια, παλιά, καινούργια να φτιάξουμε!» Έτσι που λέτε τους κολλήσανε και το πειραχτικό, «Μαγκανάδες».
|
Four hours from Karitsa, beyond the peak of Madari and the plateau of Mazaraki and 1150 metres above sea level, in a mountain pass amongst fir and chestnut trees, Kosmites from historic Kosmas of Kynouria very often in fun are called Manganades (cotton gins). They are called that because Kosmas used to rear some of the finest and most skilled craftsmen, in all of Greece and the Balkans, of handmade weaving loom combs and of manually operated cotton gins which were locally known as mangania. What’s more when these proud craftsmen travelled throughout Greece and the Balkans selling their wares they’d shout out: “Chtenia (combs), Managania (gins), old and new – selling and repairing!” And that’s how it came to be that they were tagged Manganades.
| |
Το τσοπανόπουλο και το ξυπνητήρι του
|
The young shepherd and his alarm clock
| |
Ένα τσοπανόπουλο από την Καρίτσα δε χρειαζότανε να μετράει πρόβατα, ούτε άλλωστε και κατσίκια, για να κοιμηθεί. Το πρόβλημά του ήτανε αλλιώτικο. Αργά κάθε βράδυ αποσταμένο το δόλιο έπεφτε ψόφιο σε τέτοιο βαρύ ύπνο που συχνά έχανε τα πρόβατά του προτού ξημερώσει αφού αυτά πολλές φορές σκαρίζανε δίχως να το πάρει χαμπάρι. Έτσι τα πρόβατα είναι γεννημένα: ήσυχα να φεύγουνε, τυφλά να ακολουθούνε το ένα πίσω στο άλλο, αχνάρια να παίρνουνε-αχνάρια να αφήνουνε για να βρίσκουνε οπουδήποτε οτιδήποτε να μασάνε. Κάθε τόσο λοιπόν, όταν το τσοπανόπουλο ξύπναγε το πρωί, έβρισκε άδειο το μαντρί κι έτσι το κακόμοιρο κι αυτό μονοπάτια έπαιρνε-μονοπάτια άφηνε ψάχνοντας να βρει τα χαμένα πρόβατα. Η κατάσταση ήτανε ανυπόφορη και το φουκαριάρικο έσπαζε το κεφάλι του να κάνει κάτι. Τι μπορούσε να κάνει; Του κατέβηκε η ιδέα κάθε βράδυ προτού ξαπλώνει να δένει στο πόδι του με τριχιά την πιο ήμερη προβατίνα, έτσι όταν κι αυτή το πρωί πήγαινε να σκαρίσει, τυφλά να ακολουθήσει τα άλλα πρόβατα, θα τράβαγε κι αυτόν μαζί της. Να το ξυπνητήρι του νιου. Να κι άλλη μια σοφία δανεισμένη από τους αρχαίους παππούδες του που λέγανε, «Η ανάγκη είναι η μητέρα κάθε εφεύρεσης!»
|
A young shepherd from Karitsa did not need to count sheep, nor goats for that matter, in order to fall asleep. His problem was quite different. Late each night the poor fellow would be dead tired and fall asleep like a log. Many a time he would lose his sheep before daybreak, as they would break free without him realizing. That’s just what sheep are born to do; quietly slip off, blindly follow one another uphill and down dale, and graze anywhere and everywhere they find something to chew. Time after time the young shepherd would get up in the morning to find the sheep pen empty. The poor fellow would then also wander uphill and down dale tracking wayward sheep. Such a situation was intolerable and to put an end to it he wracked his brain to come up with something. What could he do? He reasoned that if each night before dozing off he tied the tamest of the ewes to his leg then in the morning when it too tried to set off, blindly following the other sheep, it would drag him along as well. And that is how the young shepherd came up with an alarm clock of his own; yet another bit of wisdom borrowed from his ancient forefathers who had proclaimed, “Necessity the mother of invention!”
| |
Ο Κωσταντηρουμάνος και το Αγκωνάρι
|
Costantiroumanos and the rock
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Γιάννης Δημητρίου Κατσάμπης (Μαρκαίος) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Yiannis Dimitri Katsambis (Markeos)
to Stelios Diamanti Hagias
| |
Ο Κωσταντηρουμάνος (επίσημα γραμμένος ως Κωνσταντίνος Ιωάννη Μαλαβάζος), που έζησε από το 1864 μέχρι το 1955, ήταν πλασμένος κάπως διαφορετικά από τους άλλους της εποχής του. Τον διακρίνανε η τεράστια σωματική του διάπλαση, το μεγάλο κεφάλι, ο παχύς λαιμός, οι πλατιοί ώμοι, τα φοβερά μπράτσα, τα πολύ μεγάλα χέρια και δάκτυλα, ενώ τα πόδια του ήταν τόσο χοντρά που δεν έβρισκε παπούτσια να αγοράσει. Γι αυτό φόραγε και τσαρούχια. Πράγματι με το χοντρό κεφάλι, τον πολύ μυώδη λαιμό και τους πλατιούς ώμους έμοιαζε τόσο μονοκόμματος που η νύφη του, η Στυλιανή, τον έλεγε «μονόκοφο»!
Αυτό που του άρεσε περισσότερο ήταν η ξένοιαστη ζωή κει ψηλά στη Τσούκα όπου απόλαγε τα γίδια να βοσκάνε ενώ αυτός το έριχνε στον ύπνο.
Μια καλή μέρα λοιπόν ο Κωσταντηρουμάνος κατέβαινε από την Τσούκα με το τυρί κρεμασμένο στον ώμο. Στην Κοπρισιά, όπου υπάρχει πηγάδι με πολύ νερό, βρήκε μια παρέα από χωριανούς σε προσωπική εργασία. Όλοι μαζί παλεύανε να σπρώξουν ένα αγκωνάρι, δίπλα στο πηγάδι να ακουμπάνε τους κουβάδες, τα παγούρια και άλλα δοχεία. Ο Κωσταντηρουμάνος καλοκοίταξε την κατάσταση και, με το τυρί ακόμα κρεμασμένο στον ώμο, είπε στη παρέα, «Καθίστε κει ρε.» Το τι είδαν κατόπιν οι συγχωριανοί είναι πραγματικά απίστευτο, τόσο απίστευτο που με τον καιρό γίνηκε ανέκδοτο που θέλουν να το λένε και να το ξαναλένε. Τόσο από τέχνη, όσο απ’ ατσαλένιες χερούκλες και τανάλιες δάχτυλα, ο αλύγιστος τσοπάνης εύκολα σήκωσε το αγκωνάρι στα γόνατά του απ’ όπου με ηράκλεια πόδια και μπράτσα κατάφερε να το πάει κει που το θέλανε, δίπλα στο πηγάδι. Στο μεταξύ όλοι της παρέας στην πάντα μείνανε κατάπληκτοι απ’ την απίστευτη δύναμη του συγχωριανού Κωσταντηρουμάνου.
|
Costantiroumanos (officially recorded as Constantinos Ioanni Malavazos), who lived from 1864 to 1955, was moulded quite differently from others of his time. He stood out with a massive body, large head, thick neck, broad shoulders, rugged forearms, very big hands and fingers, powerful legs, and feet so large he could not find shoes to fit so all his life he wore tsarouchia (crudely made footwear from hide). Indeed with a large head, muscly neck and broad shoulders he seemed to meld so much into one mass that his sister in law, Styliani, referred to him as monokofos!
Most of all he enjoyed the carefree life on the highest slopes of Tsouka where he would let his goats graze freely while he took a nap.
One fine day Costantiroumanos was returning to the village from Tsouka carrying a load of cheese on his shoulder. At Koprisia where there is a well with a lot of water, he came across a gang of workers on required community service. They were all struggling to push a rock, about the size of a table, next to the well for resting buckets and other containers. Moving in, Costantiroumanos, the load of cheese still slung over his shoulder, sized up the situation and motioned his fellow villagers to “move aside!” What they then saw was truly unbelievable, so unbelievable that over time it has become a favourite anecdote. As much by skill as by sheer strength of powerful fingers and hands the undaunted shepherd easily lifted the slab onto his knees, and from there, relying on Herculean legs and forearms, he single-handedly managed to place the slab where they wanted it, next to the well. Meanwhile the amazed workers could only marvel at the incredible strength of their fellow villager.
| |
Ο Κωσταντηρουμάνος και οι λιτριβιαραίοι
|
Costantiroumanos and the oil press workers
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Yianni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Hagias
| |
Κάποτε ο Κωσταντηρουμάνος δέχτηκε στοίχημα να αναμετρήσει τη δύναμή του με αυτή, όλων μαζί, μιας παρέας από τέσσερις γεροδεμένους λιτριβιαραίους. Στόχος ήτανε στο ελαιοτριβείο του χωριού κάθε πλευρά να σπρώξει κόντρα στους αντιπάλους της τον άξονα της μανέλας που τράβαγαν τα ζα να γυρίζει το λιθάρι που άλεθε τις ελιές. Ο Κωσταντηρουμάνος πανεύκολα κατάφερε να κατανικήσει την παρέα των τεσσάρων λιτριβιαραίων όχι μόνο έναν αντίστροφο γύρο αλλά δυο. Αυτό, φυσικά, κατόπιν του έδωσε και το δικαίωμα να κοροϊδεύει την ψευτοπαλικαριά των τεσσάρων, τους οποίους αποκάλεσε ζαγάρια. Οι αντίπαλοί του, όμως, δεν ξέρανε ότι όταν έσπρωχνε τον άξονα γύρω-γύρω του κόπηκαν τα λουριά από τα τσαρούχια, κάτι που επέτρεψε οι πατούσες του να έχουν καλύτερο κράτημα και να μη γλιστράνε στο δάπεδο.
|
Costantiroumanos once accepted a dare to pit his might against the combined strength of a gang of four solidly built oil press workers. The object was, in the village olive press, for each side to push in opposite directions the beam that was usually pulled by work animals to turn the grinding stone that crushed the olives. Costantiroumanos easily overpowered the gang of four workers not once but twice around. This, of course, then won him bragging rights to mock the bravado of the four whom he derisively called zagaria or lapdogs. His opponents were not to know that whilst pushing the beam round and round he broke the leather straps of his tsarouchia, which allowed his feet to gain greater traction and not to slide on the floor of the olive press
| |
Ο Κωσταντηρουμάνος και τα λεκόκια
|
Costantiroumanos and the lekokia
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Yianni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Hagias
| |
Όταν μαζεύανε τις ελιές, στην Καρίτσα δουλεύανε δυο ελαιοτριβεία. Το πάνω, δίπλα στην πλατεία, το λέγανε απλά Το Λιτριβειό και το άλλο πιο χαμηλά Κάτω Λιτριβειό. Στο Κάτω Λιτριβειό λοιπόν είχε πάει ο Κωσταντηρουμάνος να πάρει λεκόκια για τις κότες του. Εκεί ο μάστορας, έτσι λέγανε τον πρώτο λιτριβιάρη, θέλησε να κάνει στοίχημα με έναν άλλο χωριανό. Εάν ο Κωσταντηρουμάνος κατάφερνε να κουβαλήσει 500 μέτρα ανηφόρα στο σπίτι του πέντε σακιά λεκόκια «τρακάδα» στην πλάτη του αυτοί θα του δίνανε και ένα τουλούμι γιομάτο λάδι. Τουλούμια λέγανε τους δερμάτινους σάκους από κατσίκι ή πρόβατο όπου βάζανε τυρί, κρασί ή λάδι. Ένα τουλούμι με λάδι ζύγιζε 50 με 70 οκάδες. Ο Κωσταντηρουμάνος πρόθυμα δέχτηκε, φορτώθηκε τα πέντε σακιά λεκόκια και ξεκίνησε αργά αλλά σταθερά την ανηφόρα, κατά πόδι και ο μάστορας με το τουλούμι λάδι. Όταν φτάσανε στο Μπαλαχαίικο, κάμποσο πιο ψηλά, ο μάστορας σταμάτησε, πέταξε το τουλούμι πάνω στα σακιά και ξαναπήρε την κατηφόρα. Άνετος, ακόμα και με αυτό το παραπανίσιο φορτίο, ο Κωσταντηρουμάνος συνέχισε την ανηφόρα και απλά ρώτησε αν είχανε τίποτε άλλο να πάει πάνω; Η νίκη ήταν δικιά του. Γελούσαν και τα μουστάκια του.
|
During olive harvest, Karitsa had two olive presses operating. One next to the village square was known simply as To Litrivio and the other further down as Kato Litrivio. It was at the Kato Litrivio that Costantiroumanos went to ask for lekokia or olive waste chook feed. There the mastoras, as the leading worker was called, wanted to wager a bet with another fellow villager. If Costantiroumanos could carry to his house, five hundred metres uphill, five sacks of lekokia stacked on his back they would give him a touloumi full of olive oil. Touloumi were simple sacs made from goat or lambskin to carry cheese, wine or olive oil. A full touloumi of olive oil would weigh 50 to 70 okas or 60 to 80 kilos. Costantiroumanos gladly accepted the challenge, got loaded the five sacks of lekokia and slowly but surely began the climb, closely followed by the mastoras with the touloumi. When the two reached the Balahas house, some way up, the mastoras gave up, stacked the touloumi full of oil on top of the five sacks and was making his way back. At ease, even with this extra load, Constantiroumnaos kept going and asked if there was anything else they would like him to carry? Victory was his. Winners are grinners!
| |
Ο Κωσταντηρουμάνος και το σφαιρόβολο
|
Costantiroumanos and the shot put
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Yianni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Hagias
| |
Το 1896, την χρονιά της αναγέννησης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, ο Κωσταντηρουμάνος έφυγε για την Αμερική όπου έμεινε κάμποσα χρόνια. Ο κλασικός αθλητισμός βέβαια είναι δημοφιλής εκεί και υπάρχουν πολλά γήπεδα στίβου στις γειτονιές. Μια μέρα λοιπόν ο νεοφερμένος μετανάστης παρακολουθούσε αθλητές να προπονούνται σε κάποιο γήπεδο όταν κατά λάθος ένα σφαιρόβολο κύλησε κοντά του. Η σφαιροβολία προέρχεται από το αρχαιοελληνικό αγώνισμα της λιθοβολίας και το τσοπανόπουλο είχε μάθει από τη νάκα πώς να πετάει κοτρόνια είτε αυτά ήταν μεγάλα ή μικρά. Αρπάζει ο Κωσταντηρουμάνος λοιπόν το «μεταλλικό κοτρόνι» και του δίνει τέτοιο ξεσφεντόνισμα που το έκανε να εξαφανίζετε ψηλά, πάνω από τα κεφάλια των κατάπληκτων αθλητών. Τα Αμερικανάκια βέβαια μείνανε άναυδα να κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό. Τι κρίμα που δεν ήταν στην Αθήνα να αγωνιστεί για την πατρίδα του στους Ολυμπιακούς Αγώνες!
|
In 1896, the year of the revival of the modern Olympics in Athens, Costantiroumanos left for the United States where he remained for a number of years. Track and field of course is very popular there and neighbourhood sports fields abound. One day the newly arrived migrant was watching a training session when a shot put rolled towards him. The shot put is an event that can be traced back to ancient Greek stone throwing, and this shepherd boy had learnt from the cradle how to throw rocks, be they large or small. So, Costantiroumanos grabbed hold of the “metal rock” and gave it such a hurl that it disappeared over the heads of the gobsmacked athletes. The young Americans needless to say were left stunned, watching with mouths agog. What a pity he was not in Athens to represent his country in the Olympics!
| |
Ο Κωσταντηρουμάνος και ο Κεραυνός
|
Costantiroumanos and the Lightning Strike
| |
Όπως το αφηγηθήκανε συγχωριανοί στο Δημήτρη Βαγγέλη Κατσάμπη
|
As related by fellow villagers to Dimitri Vangeli Katsambis
| |
Στην Αμερική ο Κωσταντηρουμάνος γρήγορα βαρέθηκε τη ζωή της πόλης και τη δουλειά στα εργοστάσια. Κοίταξε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα, να ξαναγυρίσει ξενοτσόπανος στη φύση και να φυλάει κοπάδια. Να όμως που κει, σε μια φάρμα στην Ουαϊόμινγκ, κοντά στα Βραχώδη Όρη και το φημισμένο Εθνικό Πάρκο Γιελοστόουν, ήρθε αντιμέτωπος με τον πιο θανάσιμο και πιο ισχυρό από όλους τους αντιπάλους του.
Μια καταραμένη μέρα, φαίνετε έτσι το θέλησε η μοίρα, το ξενιτεμένο τσοπανόπουλο από την Καρίτσα στα καλά καθούμενα τέθηκε αντιμέτωπο με μια πανίσχυρη δύναμη της φύσης. Ο ουρανός ήτανε πλακωμένος από μαύρα απειλητικά σύννεφα. Η ατμόσφαιρα ήτανε γκρίζα και σκοτεινή. Το μπουμπουνητό βρόνταγε από τη μια άκρη στην άλλη κι οι αστραπές φωτίζανε τον ουρανό. Ξαφνικά, δεν άργησε να γίνει το κακό, σε εκατοστά του δευτερόλεπτου, αστροπελέκι τον σημάδεψε, τον άφησε αναίσθητο, γδυτό με μαυρισμένο σώμα και πρόσωπο και κατακαμένα ρούχα και παπούτσια.
Το γρηγορότερο τον τρέξανε στο νοσοκομείο, φτάνοντας σε κρίσιμη κατάσταση και οι γιατροί να φοβούνται το χειρότερο. Να όμως που σα θαύμα, και προς μεγάλη έκπληξη όλων, μετά από πολλές ώρες ο Κωσταντηρουμάνος σιγά-σιγά συνήρθε. Πάλεψε, όπως ποτέ άλλοτε, και κατάφερε να επιζήσει. Τη γλίτωσε! Πραγματικό θαύμα σύμφωνα με δηλώσεις Αμερικανών επιστημόνων που δημοσιευτήκανε στις εφημερίδες τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Ελλάδας.
Αλλά η περιπέτεια αυτή με τις δυνάμεις της φύσης του αφήκε κάτι να τη θυμάται, κάθε βήμα από τότε και πέρα να το παίρνει κουτσαίνοντας. Τον έκανε να καταλάβει ακόμα ότι η Αμερική, τα πλούτη και οι απέραντες εκτάσεις της δεν του ταιριάζανε. Άρον-άρον λοιπόν μάζεψε ο, τι είχε και δεν είχε, πήρε τη βαλίτσα του και ξαναγύρισε στην Καρίτσα να φυλάει το δικό του κοπάδι στην αγαπημένη και πιο γνώριμη γι αυτόν Τσούκα.
|
In the United States Costantiroumanos quickly tired of city life and working in factories. He sought what he knew best, a return to nature and looking after flocks. But sadly there, in a Wyoming farm, by the Rocky Mountains and the famous Yellowstone National Park, he came face to face with the most deadly and ferocious of all his foes.
One wretched day, it seems fate willed it that way, the shepherd boy from Karitsa be pitted against a ferocious force of nature. The sky was covered with black threatening clouds, the atmosphere was grey and dingy, thunder reverberated across the landscape and lightning lit the sky. Suddenly, in hundredths of a second, a bolt of lightning struck leaving him unconscious, his face and body singed and blackened and clothes torn off.
He was quickly rushed to hospital, arriving in a critical condition and doctors fearing the worst. Miraculously, however, and to everyone’s great surprise after many hours Costantiroumanos regained consciousness. He had fought as never before and staved off the inevitable. He had cheated death! A veritable miracle according to statements by American doctors published in newspapers in the United States as well as in Greece.
But this encounter with the forces of nature left him with a permanent reminder, to walk with a limp for the rest of his life. It let him understand, as well, that perhaps America, its wealth and its immense open spaces were not for him. So, he quickly packed his few belongings and returned to Karitsa to look after his own flock in his beloved and familiar Tsouka
| |
Ο Κωσταντηρουμάνος και η ιπταμένη μαγκούρα
|
Costantiroumanos and the flying mangoura
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Διαμαντής Στυλιανού Χαγιάς (Δασάρχης) στον γιο του Στέλιο
|
As related by Diamantis Hagias (Dasarchis) to his son Stelios
| |
Τα χρόνια τα παλιά η Καρίτσα είχε πεντέξι μουριές. Μπελάς ήταν ότι είχε πάνω από δέκα φορές περισσότερα πιτσιρίκια, που όλα θέλανε τα καλοκαίρια με την πολύ ζέστη να σκαρφαλώνουν στις μουριές να τρώνε τα γλυκά τα μούρα. Πιο βάσανο ακόμα ήταν τα αφεντικά τα οργισμένα που παίρνανε δραστικά μέτρα να κυνηγάνε τα άτιμα τα παλιόπαιδα. Τα μαλώνανε, τους πετάγανε ραβδιά και πέτρες, ακόμα και δίκαννα βγάζανε να τα κυνηγάνε.
Τα μεσημέρια το καλοκαίρι στην Καρίτσα, είναι γιομάτα σιωπή, ζέστη και άπνοια με μόνο άκουσμα αυτό των τζιτζικιών πάνω στα σφεντάμια, ενώ οι χωριανοί απολαμβάνουν τον παραδοσιακό μεσημεριανό ύπνο. Αυτή ήταν κι η ιδανική ευκαιρία να το σκάνε τα πιτσιρίκια, είτε από τα παράθυρα είτε από τα μπαλκόνια, και να το βάζουν στα πόδια κατευθείαν για τις μουριές. Η πιο επικίνδυνη ήταν η γέρικη μουριά του θρυλικού Κωσταντηρουμάνου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο γέροντας, ήδη εβδομηντάρης, λαγοκοιμότανε φρουρός κάτω από τη μουριά του, κι αυτό κράταγε μακριά τα πιτσιρίκια, αν όχι τα πουλιά.
Κάποια μέρα όμως, δυο πιτσιρικάδες ξυπόλυτοι, με μπαλωμένα παντελονάκια, βρεθήκανε σε μια εξαιρετικά δελεαστική περίπτωση. Ήταν ντάλα μεσημέρι και η πολυτιμότατη μουριά δεν φυλαγότανε. Έτσι τα φιλαράκια, Διαμαντήδες και οι δυο, βάλανε στο νου τους αυτό που τα χωριατόπουλα τολμάγανε εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ότι για τα γλυκά τα μούρα άξιζε να ριψοκινδυνεύσουν.
Σε μηδέν χρόνο λοιπόν, ο μικρότερος Διαμαντής, δεκάχρονος γιος του Δράτσα, χαιρότανε τα μεγάλα ώριμα μούρα σκαρφαλωμένος στο πιο ψηλό κλωνάρι κρυμμένος πίσω από τα πυκνά φύλα, ενώ ο μεγαλύτερος Διαμαντής, 11χρονος γιος του Ρουμάνου, περίμενε κάτω στον ίσκιο να πέσει κανένα και γι αυτόν. Δεν το ξέρανε όμως ότι ο γερο-Κωσταντηρουμάνος δεν ήταν τόσο μακριά. Κατέβαινε από τις ψηλές βουνοκρφές αφού είχε ποτίσει τα γίδια του στην Τσούκα. Σκοπό είχε, μετά από το φαγητό το μεσημέρι, να ξαπλώσει στην αυλή κάτω από τη μουριά του και κατόπι, αργά το απόγευμα, να ανεβεί ξανά για να μαζέψει τα γίδια.
Όταν όμως είδε τους παραβάτες, αν και τόσο δα πιτσιρικάκια, πάνω στην αγαπητή του τη μουριά, η μανία του δεν περιγράφεται. Ο γέρος πήρε φόρα να πετάξει προς τα άτυχα μικρά τη μαγκούρα του με όλη του τη δύναμή, όπως οι αρχαίοι προκάτοχοι του ίδιου τόπου θα πέταγαν το ακόντιο.
Η ιπταμένη πλέον μαγκούρα σφύριζε κι έσχιζε τόσο πολύ τον αέρα, που στα μάτια των δύο μικρών προκάλεσε κυριολεκτική ανεμοζάλη, προτού μπλεχτεί στα γιομάτα από μούρα κλωνάρια και γίνει αιτία θύελλας από μούρα να βομβαρδίζουν τον πιτσιρικά από κάτω. Κρίμα όμως που δεν είχε καιρό να τα χαρεί αφού ο φίλος του από πάνω έπεσε κι αυτός όπως-όπως κατά γης πρώτου κι οι δυο λακίσουν όσο αλάργα μπορούσαν από τον γερο-Κωσταντηρουμάνο και την ιπταμένη του μαγκούρα!
|
In the olden days there were about half a dozen mulberry trees in Karitsa. Trouble was, there were more than ten times as many kids, all keen during the long hot summers to climb and enjoy such sweet fruit. Even more troublesome were the irate owners who went to extraordinary lengths to shoo off the little rascals. Threats, sticks, stones, and even firearms would be used to drive them off.
Summer afternoons in Karitsa are very hot, deadly still, and silent. All that can be heard are the cicadas on the maples while the village folk enjoy their customary naps. So, this was the perfect time for kids to bolt through windows or over balconies straight for the mulberry trees. The most challenging operation was the old mulberry tree owned by the legendary Constandiroumanos. In the mid thirties, the old man, by now in his seventies, had resorted to taking his naps under the ample shade of his mulberry tree. This was more than enough to keep the kids, if not the birds, away. One day, however, two youngsters without shoes and in short patched pants found themselves in a most inviting situation. In the middle of the afternoon, the prized mulberry tree was not guarded and the two, both answering to the name Diamantis, reckoned, just as village kids had done for centuries, the sweet mulberries were well worth risking their necks for.
And so, in no time, the littler Diamantis, ten year old son of Dratsas, was enjoying the big ripened berries perched on the highest branch, hidden behind the thick leaves, while the bigger Diamantis, eleven year old son of Roumanos, was waiting in the shade below eager for any morsels that may fall his way! Unbeknown to them however, old man Constandiroumanos was not far off. He was making his way down the mountain after watering his goatherd in the high peaks. He was hoping, after the midday meal, to enjoy a nap under his mulberry tree and then head back in the late afternoon to gather the goatherd.
But, on seeing trespassers, even little ones, on his prized tree, his fury was beyond description. The old man wound up his mangoura (shepherd staff) and threw it with all his might at the hapless youngsters in the same way that ancient predecessors of this very same place would have hurled a javelin.
The flying mangoura, spinning and whistling through the air, in the eyes of the two young boys, triggered a veritable mini whirlwind before tangling among the branches of the fruit laden tree and further setting off a storm of mulberries pelting the boy below. Pity he did not have time to enjoy them as his mate above quickly scampered down and they both scurried well away from old man Constandiroumanos and his flying mangoura!
| |
Ο Ρουμάνος κι ο γιος του κυνηγημένου Καριτσιώτη
|
Roumanos and the son of the banished Karitsiotis
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Διαμαντής Στυλιανού Χαγιάς (Δασάρχης) στον γιο του Στέλιο
|
As related by Diamantis Hagias (Dasarchis) to his son Stelios
| |
Στο δεύτερο μισό του προπερασμένου αιώνα, ο Ρούμπος, επίσημα γνωστός ως Γιάννης Παναγιώτη Χαγιάς, και η φαμελιά του κυριολεκτικά κυνηγηθήκανε και γινήκανε ανεπιθύμητοι στην Καρίτσα γιατί τον είχανε πιάσει στα πράσα να κλέβει κάτι, ίσως βόδια ή κατσίκια. Έτσι ο κακομοίρης ο Ρούμπος μαζί με τη Ρούμπενα και τα Ρουμπάκια πήρανε τα βουνά να κάνουνε καινούργιο σπιτικό κάπου αλλού μακριά από την Καρίτσα.
Στα μετέπειτα χρόνια, κανένας από τους Ρουμπαίους δεν ξαναγύρισε ποτέ πάλι στo πάτριο χωριό. Τρεις γιοι εγκατασταθήκανε σε κοντινά χωριά: ο Νικόλας στο Γεράκι, ο Παναγιώτης στον Άγιο Αντρέα κι ο Δημήτρης, ο βενιαμίν της φαμελιάς, στους Αγριάνους, σε μια απότομη βουνοπλαγιά ψηλά στον Πάρνωνα μεταξύ Ζαραφώνας και Χρύσαφας, περισσότερο από οχτώ ώρες περπάτι από την Καρίτσα,.
Σύμφωνα με την καριτσιώτικη παράδοση ένα από τα Ρουμπάκια, ο Δημήτρης, ήτανε καλός φίλος του Ρουμάνου, επίσημα γνωστού ως Μιχάλη Ιωάννη Μαλαβάζου, ξακουστού θρύλου της Καρίτσας, αδερφού του εξίσου φημισμένου Κωσταντηρουμάνου, παρασημοφορεμένου ήρωα που πάλεψε τους Τούρκους και τους Βούλγαρους στον πόλεμο του 1912-13, όπως και περιστασιακού κατσικοκλέφτη και βοδοκλέφτη. Οι Ρουμαναίοι της Καρίτσας, ψηλοί και γεροδεμένοι άντρακλες, ήταν πασίγνωστοι σ’ όλη την περιοχή για την έμφυτη σωματική τους δύναμη, κάτι που θέλανε, αφορμή και μη, να το δείχνουν.
Μια φορά, λένε, ο Ρουμάνος ξεποδαριάστηκε, περπάτι όλη μέρα να πάει να δει τον καλό του φίλο στους Αγριάνους. Στο χωριό εκείνο, μερικοί ντόπιοι δεν φέρνονταν τόσο καλά στον καημένο το Δημήτρη ο οποίος ομολόγησε τα βάσανά του στον συγχωριανό του από την Καρίτσα.
«Ετούτοι δω οι γείτονές μου δε μ’ αφήνουνε ήσυχο. Τι να κάμω; Να εγκληματήσω;» τον ρωτάει.
Και δείχνοντας με το δάχτυλο, τον πιο ενοχλητικό από τους γείτονες, του ψιθυρίζει: «Αυτός ο διάολος μούχει κολλήσει και θα με βάλει φυλακή. Δε μ’ αφήνει να σταθώ!»
«Και κάτι άλλο,» συνεχίζει, «μου κυνηγάει τα κατσίκια, στέλνει τον αγροφύλακα και λέει ότι θα με πάει στο δικαστήριο. Τι να κάμω δεν ξέρω!»
«Νάτος! Κείνος είναι,» του λέει εμπιστευτικά, δείχνοντας πάλι τον βασανιστή του.
Για να καθησυχάσει τον βιεναμίν της διωγμένης από την Καρίτσα φαμελιάς ο Ρουμάνος απαντάει, «Άστον και θα τον συγυρίσω.»
Έτσι αργότερα, για να ξεκαθαρίσει την υπόθεση, ο Ρουμάνος πάει στο χωράφι του βασανιστή γείτονα να τον συγυρίσει άντρας προς άντρα. Με καμία προφύλαξη λοιπόν αρπάζει τον φουκαρά από το γιακά και το λαιμό, σαν πάνινη κούκλα, για να τον κάνει καλά να καταλάβει μια και μοναδική ορμήνια: «Έτσι και μιλήσεις πάλι στον χωριανό μου θα κρεμάσω το τομάρι σου σε κείνο δαύτο το κλαρί!»
Περιττό να λεχτεί, το πρόβλημα λύθηκε και πάλι μια για πάντα χάρη στο κοπάνημα τόσο από τα μπράτσα όσο και από τα λόγια του καλού συγχωριανού απ’ την Καρίτσα.
|
In the second half of the 1800s, Roumbos, officially known as Yiannis Panagioti Hagias, along with his entire family was literally banished and made unwelcome in Karitsa because he had been nabbed red-handed stealing something, perhaps goats or oxen. So, the poor devil with his wife, Roubena, and four or five Roubos kids took to the mountains to set up a new household some place else, away from Karitsa.
In the years to come, none of the family was ever to return to their ancestral village. Three sons settled in nearby villages: Nikolas in Geraki, Panagiotis in Agios Andreas and the youngest Dimitris married in Agrianous, high on the steep slopes of Parnonas between Zaraphona and Chrisafa, some eight hours by foot from Karitsa,
Karitsa folklore has it that one of the Roumbous brothers, Dimitris, was a good friend of Roumanos, officially known as Michalis Ioanni Malavazos, the legendary Karitsioti, brother of equally famed Costantiroumanos, decorated hero who had fought the Turks and Bulgarians in the war of 1912-13, as well as occasional goat and oxen thief. The Roumanos folk of Karitsa, tall and physically imposing, were renowned in the area for their immense innate strength which they liked, invited or not, to flaunt.
On one occasion, it is said, Roumanos walked all day to pay his good mate a visit at Agrianous where the unfortunate Dimitris was been badly treated by the locals, something he complained about to his compatriot from Karitsa.
“The neighbours around here won’t leave me alone. What am I to do, commit a crime?” he asked.
And, pointing out the most troublesome one of his neighbours, he murmured, “This fiend picks on me and will make me go to jail. He just won’t let go!”
“What’s more,” he continued, “they chase my goats away, they call for the rural warden and they threaten court action. I don’t know what to do!”
Again pointing out his tormentor Dimitris confided to Roumanos, “There he is, he’s the one!”
To soothe the youngest of the banished-from-Karitsa family, Roumanos replied, “Don’t worry, I’ll sort him out!”
So later, to settle the issue, Roumanos went to the tilling fields of the troublesome neighbour to sort him out man to man. There, without care or caution, he grabbed the poor sod like a rag doll by the neck and collar and gave him a piece of well thought out advice, “If you so much as utter a word to my mate again I’ll have your hide hanging on that tree over there!”
Needless to say, the problem yet again was settled once and for all, thanks to the clout as much as to the well chosen words of the good compatriot from Karitsa.
| |
Ο Ρουμάνος και η Ελοσίτισσα
|
Roumanos and the girl from Elos
| |
Όπως το αφηγηθήκανε συγχωριανοί στο Δημήτρη Βαγγέλη Κατσάμπη
|
As related by fellow villagers to Dimitri Vangeli Katsambis
| |
Τον καιρό εκείνο όταν κάποιος χωριανός ή κοντοχωριανός ήθελε να κλέψει γυναίκα πήγαινε στον Ρουμάνο, επίσης γνωστό ως μπάρμπα-Μιχάλη ή και Μιχάλακα. Μια φορά κάποιος από το χωριό Κουνουπιά γύρευε γυναίκα κι ο μπάρμπα-Μιχάλης το βαλε για τα Ελοχώρια στον κάμπο όπου μπούκαρε σε ένα φτωχικό και μπροστά στης φαμελιάς τα μάτια τσάκωσε την πιο όμορφη από τις κόρες, τη φόρτωσε στην πλάτη και έφυγε για την Κουνουπιά. Στο δρόμο, όταν περνάγανε της Καρίτσας τα βουνά, πέρα από τον Άϊ-Γιάννη, τον Ελατιά και τα Κουτσουβέροια, η μικρούλα κατουρήθηκε από το φόβο, κι ο μπάρμπα-Μιχάλης από τα γέλια! αφού όπως ο ίδιος μετά ομολόγαγε:
- Έβαλα το χέρι στον ώμο κι είδα ήμουν μούσκεμα!
Παραπέρα η μικρή Ελοσίτισσα, για πρώτη φορά ανάμεσα σε τέτοια δασωμένα από έλατα άγρια βουνά, ρωτάει:
- Όλα αυτά τα λιόδεντρα μπάρμπα-Μιχάλη τίνους είναι;
- Δικά μου είναι ούλα
- Μα σε λένε φτωχούλη
- Φτωχός είναι ο διάβολος, όχι εγώ!
Συνέχισε ο μπάρμπα-Μιχάλης δίχως να χάνει βήμα, με τη μικρή ακόμα στην πλάτη, στο δρόμο για το μελλοντικό της σύζυγο στην Κουνουπιά.
|
In those days when a villager or nearby-villager wanted to catch a wife he would go to Roumanos, also known as barba-Michalis and even Michalakas. Once when someone from the village of Kounoupia was looking for a wife barba-Michalis got going for the villages in the plains where he burst into a poor man’s hovel and before the family’s very eyes grabbed the most beautiful of the daughters, hoisted her upon his shoulders and fled off for Kounoupia. On the way, over the mountains of Karitsa, past Agios Yiannis, Elatias and Koutsouveria, they both wet themselves; the young girl in fright, and barba-Michalis in laughter! As he later would say:
- I put my hand on my shoulder and saw I was wet.
Further on the young girl from the plains, for the first time amidst such thickly wooded rugged fir mountains, asks:
- All these olive trees, barba-Michalis, whose are they?
- They’re all mine
- But they say you’re a pauper
-The devil is a pauper, not I!
Continued barba-Michalis without missing a step, the girl still on his shoulders, on the way to her future husband in Kounoupia.
| |
Ο Λουκάς και η τιμή των κατσικοκλέφτων
|
Loukas and honour amongst goat thieves
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Διαμαντής Στυλιανού Χαγιάς (Δασάρχης) στον γιο του Στέλιο
|
As related by Diamantis Hagias (Dasarchis) to his son Stelios
| |
Ο Ρουμάνος (Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος) και ο Καλύβας (Δημήτρης Αναστάση Τούντας), πασίγνωστοι κατσικοκλέφτες στην Καρίτσα και στα γύρω χωριά, μαζί με κάποιο φίλο Αϊ-Δημητριώτη (Αντώνη Χρήστου Αναγνωστόπουλο) ήταν μπλεγμένοι πάλι με τα ίδια! Στα χωράφια κάτω από την Καρίτσα, είχανε αρπάξει ένα τραγί από το μαντρί ενός άτυχου χωριανού. Στη συνέχεια το σφάξανε και το ψήνανε σε σούβλα πάνω από τα πουρνάρια και τα χαμόκλαδα στο αγαπητό τους λημέρι, στα Χαντάκια δίπλα στην Παλιά Στράτα.
Η μοσχοβολιά στο αεράκι από το τραγί στη σούβλα ξετρέλανε τον Λουκά (Αναστάση Παντελή Μαλαβάζο) που απέναντι όργωνε τα πατρικά του χωράφια στο Λουκαίικο Τσουγκάνι. Έτσι, όπως ένα καλό κυνηγόσκυλο, ο Λουκάς ακολούθησε τη λαχταριστή μυρωδιά και έστησε καρτέρι κοντά στους τρεις κατακουρασμένους δράστες που μαζεμένοι γύρω στη φωτιά ονειρεύονταν το φαγοπότι που τους περίμενε. Να όμως που ο διαβολεμένος ο Λουκάς είχε την υπομονή και την επιμονή να περιμένει περισσότερο. Περίμενε-περίμενε ώσπου οι τρεις αποκοιμήθηκαν και τότε όρμηξε στο έτοιμο ψητό, το οποίο ήταν πάρα πολύ να το φάει μονομιάς, έτσι το στρίμωξε στο τράστο του να το απολαύσει με την ησυχία του όποτε και όπου του έρθει η όρεξη τις ερχόμενες μέρες.
Όταν οι τρεις σηκώθηκαν από το βαθύ τους ύπνο γινήκανε πυρ και μανία που κάποιος είχε τολμήσει να βάλει χέρι σε κάτι δικό τους! Γνωρίζανε όμως πολύ καλά ότι υπήρχε μόνο ένα άλλο «παλιοτόμαρο» σχεδόν ικανό να τους πλησιάσει, κι αυτός ήταν ο Λουκάς. Έτσι το βάλανε κατευθείαν για τα Λουκαίικα Καλύβια όπου όπως το περιμένανε βρήκαν το Λουκά ορεξάτο να ξεκοκαλίζει το νόστιμο ψητό. Κι αυτός, φιλόξενος όπως πάντα, πρόθυμα κάλεσε τους τρεις μουσαφίρηδες να κοπιάσουν, όλοι μαζί, ένας για όλους και όλοι για έναν, τελικά να χαρούν το γερό τσιμπούσι. Ποιος λοιπόν λέει ότι δεν υπήρχε τιμή μεταξύ στους κατσικοκλέφτες!
|
Roumanos (Michalis Yianni Malavazos) and Kalivas (Dimitris Anastasi Tountas), notorious goat thieves in Karitsa and neighbouring villages, along with a friend from Agios Dimitris (Andonis Christou Anagnostopoulos) were at it again! They had appropriated a billy goat from the holding pen of an unfortunate villager in the lowlands below Karitsa and then proceeded to slaughter it and roast it on a spit over pournaria and all sorts of brushwood at one of their favourite stomping grounds, Handakia by Palia Strata.
The delicious smell of goat roasting on a spit wafting through the air was irresistible for Loukas (Anastasis Pandeli Malavazos) tilling the family fields nearby at the Loukeiko Tsougani. So, like a good hunting dog, Loukas traced the mouth-watering whiff and sneaked up close to the three weary culprits huddled around the fire licking their lips awaiting the feast to come. Cunning Loukas was patient but dogged. He waited and waited for the three to fall asleep and then pounce on the ready meal, which being far too much to devour in one go he stuffed into his sack to enjoy at his leisure when and wherever he liked in the coming days.
Once the three had awoken from their deep slumber, they were fuming that anyone dare appropriate something of theirs! Yet they knew very well there was only one other scoundrel that could nearly match them and that would be Loukas. So, off they set for the Loukeika Kalyvia where unsurprisingly they found Loukas happily gorging into the delicious roast, and hospitable as ever, he more than gladly invited the three guests to join in, all in one and one for all, and enjoy a grand feast after all! Who says there wasn’t honour amongst goat thieves?
| |
Ο Γεροβατσούρας και το σπαθί του συμπέθερου
|
Old Man Vatsouras and the sword of the simbetheros
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Αργύρης Γιάννη Κατσάμπης (Βατσούρας) στον ανιψιό του Δημήτρη Βαγγέλη Κατσάμπη
|
As related by Argyris Yianni Katsambis (Vatsouras) to his nephew Dimtri Vangeli Katsambis
| |
Ένα δοξασμένο οικογενειακό ανέκδοτο που οι Βατσουραίοι χαίρονται να το λένε και να το ξαναλένε έχει να κάνει με καυγά του προπάππου τους, του Γεροβατσούρα (Θανάση Γιάννη Κατσάμπη), με το φόβο και τον τρόμο του χωριού, τον τοκογλύφο Καλετούρκο (Χρήστο Αναγνώστη Τσεμπελή), που ο φυγόδικος θείος τους, ο Τσιμπουριάς (Γιώργης Πήλιουρας, αδερφός της γιαγιάς τους Γιωργίτσας, από τον Κοσμά του Πάρνωνα, απόσταση τέσσερις ώρες περπάτι από την Καρίτσα ) ανάλαβε να λύσει μια για πάντα. Ο Τσιμπουριάς μαζί με το σύντροφο του, τον Τρυποτό, ήταν περιβόητοι ληστοσυμμορίτες στο Νότιο Πάρνωνα στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η οικογενειακή παράδοση των Βατσουραίων έχει ότι ο ήσυχος και φρόνιμος αλλά σπάταλος προπάππους τους, ο Γεροβατσούρας, κάποτε είχε πάρει 50 δραχμές δανικά από τον Καλετούρκο, χρέος που τακτοποίησε κανονικά και με τόκο όταν πούλησε ένα από τα βόδια του. Παρόλο που ο Καλετούρκος πρόθυμα δέχτηκε τα χρήματα, αφού δεν υπήρχε μάρτυρας δεν ήταν τόσο πρόθυμος, όπως έπρεπε, να υπογράψει τα σχετικά χαρτιά στον συμβολαιογράφο στο διπλανό Γεράκι για να επικυρωθεί η πλήρη εξόφληση του λογαριασμού. Όχι μόνο αυτό αλλά φοβέριζε κάθε λογής επακόλουθων εάν ο Γεροβατσούρας δεν ξεπλήρωνε για άλλη μια φορά το ποσό.
Ο τραμπουκισμός αυτός από τον Καλετούρκο βέβαια άφησε το Γεροβατσούρα ταπεινωμένο, φοβισμένο και τρομοκρατημένο. Αυτή ήτανε και η απελπιστική κατάσταση που βρήκε ο φυγόδικος αδερφός της Γιωργίτσας, νύφης του Γεροβατσούρα, όταν πέρασε από την Καρίτσα να δει την αδερφή του, η οποία του είπε για τον μπελά στο κεφάλι του πεθερού της. Εκεί και τότε ο Τσιμπουριάς στο άψε-σβήσε αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στα χέρια του για να ξεμπλέξει το γεροσυμπέθερο. Μονομιάς λοιπόν το έβαλε για το καφενείο του Καλετούρκο όπου η επιβλητική μορφή του στο κατώφλι της πόρτας σύντομα γίνηκε εφιάλτης όταν μπήκε μέσα, πέταξε την πιστόλα του στο τραπέζι κα παράγγειλε, «Μισή οκά κρασί κι ένα ποτήρι!» Όταν που λέτε ο Καλετούρκος γέμιζε με κοκκινέλι το ποτήρι του Τσιμπουριά, τότε κι ο ανεπιθύμητος πελάτης διάλεξε να γιομίσει με τρόμο τη ψυχή του καφετζή αναφέροντας «τα λεγόμενα δανικά του Γεροβατσούρα».
Μετά από μακρά, πολύ μακρά σιωπή, η κουβέντα που επακολούθησε μεταξύ των δύο ήτανε τόσο βασανιστική και λιγόλογη όσο εξαιρετικά αποτελεσματική αφού στις ιδιαίτερα έντονες αυτές στιγμές ο Τσιμπουριάς με αργές προκλητικές κινήσεις έβγαζε και έβαζε το σπαθί του από το θηκάρι.
«Είχε πάρει δανικά ο συμπέθερος μου από σένα;» ερώτησε κοφτά ο Τσιμπουριάς.
«Ναι,» απάντησε φοβισμένα ο Καλετούρκος. Βιάστηκε ακόμα να προσθέσει, «αλλά ο λογαριασμός έχει ξοφληθεί».Πρόλαβε δε και να καθησυχάσει τον Τσιμπουριά. Του υποσχέθηκε, «Την αυριανή κιόλας θα πάω στον συμβολαιογράφο στο Γεράκι να κάμω τα χαρτιά!»
Τότε ο Τσιμπουριάς έβαλε το σπαθί στο θηκάρι, την πιστόλα στην τσέπη, απόλαυσε ο,τι είχε απομείνει από το κρασί του και φεύγοντας σαν τελευταία προειδοποίηση είπε, «Πρόσεξε γιατί θα ξανάρθω!»
Έτσι ο Γεροβατσούρας ξεμπερδεύτηκε από τον μπελά, το φόβο και τον τρόμο του Καλετούρκου, χάρη, όπως ήθελε να λέει, στο νταηλίκι και το σπαθί του συμπέθερου!
|
A celebrated family anecdote of the Vatsouras clan that they like to tell and retell time and again involved a quarrel between their great grandfather Gerovatsouras (Thanasis Yianni Katsambis) and feared Karitsa identity and moneylender Kaletourkos (Christos Anagnosti Tsebelis) that their outlawed uncle Tsimbourias (Georgios Piliouras, their grandmother Georgitsa’s brother from Kosmas of Parnonas, a distance of four hours by foot from Karitsa), took upon himself to fix once and for all. Tsimbourias, together with his partner in crime Tripotos, had gained great notoriety along Southern Parnonas as outlaws in the early 1900s.
Family lore of the Vatsouras clan has it that their meek and mild but spendthrift great grandfather, Gerovatsouras, once borrowed 50 drachmae from Kaletourkos which he duly paid back with interest after selling an ox. Though Kaletourkos gladly accepted the money, in the absence of a witness he was not as willing, as was proper practice, to sign the paper work at the notary office in nearby Geraki to validate settlement. Not only that, he also threatened all sorts of dire consequences if Gerovatsouras did not repay the amount once again!
This bullying from Kaletourkos of course left Gerovatsouras slighted, vulnerable and very afraid. Such was the desperate state of affairs that the fugitive brother of Georgitsa, Gerovatsoura’s daughter-in-law, walked into when he was passing through and dropped in to see his sister who told him all about the woes of her father in law. There and then, without delay, Tsimbourias decided to take things into his own hands and to sort things out for old man simbetheros. At once he set off for Kaletourko’s kafeneio where his imposing figure striding through the door soon became a nightmare when he came in, threw his gun on a table and ordered, "Half a carafe of wine and a single glass!" And, while Kaletourkos was filling Tsimbouria’s glass with wine the unwelcome visitor chose to fill the heart of his host with fear by bringing up "the so-called debts of Gerovatsouras."
After a long, very long silence the ensuing utterances between the two were as brutally brief as remarkably effective seeing as in such particularly charged conditions Tsimbourias wantonly, tauntingly, slowly and provocatively sheathed and unsheathed his sword.
"Had my siimbethero borrowed from you?" Tsimbourias asked curtly.
"Yes," replied Kaletourkos timidly, quick to add, "but the account has been settled," and to reassure Tsimbourias by promising, "Tomorrow I’ll go to the notary office in Geraki to do the paperwork."
It was then that Tsimbourias secured the sword in its sheath, put the gun its holster, enjoyed what was left of the wine and left with a final warning, "Beware because I’ll be back!"
So Old Man Vatsouras was freed from the troubles and bullying of Kaletourkos, thanks, as he liked to say, to the bravado as well as the sword of his simbethero.
| |
Ο Φαντάρος και ο Δεσπότης
|
Fandaros and the Bishop
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Δημήτρης Γρηγορίου Χαγιάς (Μπάλας) στον Δημήτρη Βαγγέλη Κατσάμπη
|
As related by Dimitris Grigoriou Hagias to Dimitris Vangeli Katsambis
| |
Κάθε τόσο ο Φαντάρος (Χρήστος Γεωργίου Κοντός), για να βγάλει λίγο χαρτζιλίκι, έκανε τον αγωγιάτη. Μια φορά έτυχε να πηγαίνει καβάλα τον δεσπότη ακολουθώντας τον μουλαρόδρομο, περίπου δυο ώρες πορεία, από την Καρίτσα στο διπλανό Αλεποχώρι. Στο δρόμο όμως το πεισματάρικο μουλάρι σταμάτησε απότομα, κάρφωσε τα δυο του πόδια κάτω και δεν προχώραγε με κανένα τρόπο, όποτε ο απελπισμένος Φαντάρος έχασε την αυτοσυγκράτηση που τηρούσε τόση ώρα χάρη στον σεβασμιότατο και φωνάζει:
«Ρε άει σιχτίρ... σατανάς σ΄ έχει καβαλήκει!»
«Τι είπες βρε ευλογημένε;» τον ρωτάει ο κατακόκκινος από ντροπή δεσπότης.
«Συγχώρεσέ με δέσποτα,» τον ικέτευσε ο Φαντάρος, «μου ξέφυγε!»
|
From time to time Fandaros (Christos Georgiou Kondos), to earn some spending money, would take people by mule from one village to another. Once, he was taking the local bishop along the mule trackfrom from Karitsa to neighbouring Alepochori, a journey of about two hours. On the way, all of a sudden, the stubborn mule stopped, nailed its forelegs to the ground and would not budge. It was then that the desperate Fandaros lost the self control he was trying hard to keep in the presence of his eminence and screamed:
“Damn… the devil must’ve mounted you!”
“What did you say, blessed one?” asked the embarrassed bishop.
“Forgive me bishop,” pleaded Fandaros, “for it was but a slip of the tongue!”
| |
Ο Φαντάρος και ο Παπάς
|
Fandaros and the Priest
| |
Όπως φαίνεται όμως το περιστατικό του Φαντάρου με τον δεσπότη δεν ήταν κάτι που του «ξέφυγε». Στην πραγματικότητα ποτέ δεν τα είχε καλά με τους παπάδες, μέχρι και τα βαθιά γεράματά του.
Ακόμα και στα τελευταία του, όταν οι δικοί του φέρανε τον παπά να τον μεταλάβει, αυτός με τις τελευταίες δυνάμεις που του είχαν μείνει πρόλαβε να ψελλίσει με τρεμάμενη φωνή τα πασίγνωστα τελευταία του λόγια: «Βρε σατανά, σιαπέρα από δω!»
|
It looks as if the incident involving Fandaros and the Bishop may not have been a careless slip after all. In reality to his dying days he was not friendly to men of the cloth.
Even on his deathbed, when his family called for the priest to give him communion, he managed to muster whatever strength he had in him and mumble with faltering voice his famous last words: “You Satan you, get away from here!”
| |
Η κατάρα του παπά
|
The priest’s curse
| |
Ο παπα-Χρόνης ήτανε τόσο θεοφοβούμενος ιερέας όσο και γυναικοκρατούμενος σύζυγος. Η γκρίνια και η μουρμούρα της παπαδιάς Καλλιόπης, λένε, ήταν ατέλειωτη. Μια φορά ο κακομοίρης δεν άντεχε πλέον και για να γλιτώσει από την οργή της έφυγε να πάει να ζήσει στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου κοντά στο Λενίδι, αλλά ο ηγούμενος εκεί τον έπεισε να ξαναγυρίσει στη γυναίκα του και στην ενορία της Καρίτσας. Τίποτε όμως δεν άλλαξε κι όταν η γκρίνια και η μουρμούρα της Καλλιόπης γινότανε αφόρητη την καταριότανε: «Φωτιά να σε κάψει!» της φώναζε. Τι σύμπτωση, όμως, έτσι να το φέρει η κατάρα, εφτά χρόνια μετά το θάνατο του παπά, η παπαδιά να χάσει τη ζωή της από την αναθεματισμένη τη φωτιά!
|
Papa-Chronis was as much a god-fearing cleric as a dominated husband. It is said the nagging and grizzling by his wife Kalliopi was never ending. On one occasion the poor fellow could not take it any more and to escape her rage fled to live in the monastery of Agios Nikolas near Lenidi, but the prior there convinced him to return to his wife and to his parish in Karitsa. On his return nothing changed and when the nagging and grizzling would become unbearable he would curse: "Fotia na se kapsi" (May you burn in fire). And, as twist of fate would have it, seven years after the death of the priest, his wife lost her life in an ill-fated blazing inferno!
| |
Γερογιαννές εναντίον του Κολιτσίδη
|
Geroyiannes versus Kolitsidis
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Yianni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Hagias
| |
Τα παλιά χρόνια σφαχτά και ζα που μπαίνανε να βοσκήσουν σε αμπέλια, σε ελιές και σε σπαρμένα χωράφια συχνά προκαλούσαν διαφωνίες και καυγάδες μεταξύ των χωριανών. Μια χρονιά ο Γερογιαννές (Γιάννης Παναγιώτη Κατσάμπης) είχε γίνει πυρ και μανία με τον Κολιτσίδη (Νικόλαο Γιάννη Τσολομίτη) που ξαπόλαγε τα γιδοπρόβατά του με το έτσι θέλω στα σπαρμένα του χωράφια. Η χειροτέρευση στις σχέσεις των δυο χωριανών συλλαμβάνεται στο εξής έξυπνο και αστείο στιχάκι που κάπως κυκλοφόρησε προφορικά στο χωριό.
Πάνω στο Διάσελο στη Ράχη
Κάθετε ο Γιαννές και γράφει
Και υπογραφές μαζεύει
Και στο Δήμαρχο τις στέλνει
Θέλει να διώξει τον Τσολομίτη
Που δεν έχει κόρδα σπίτι
Παλιότερη απόδοση αντικαθιστά τον Τσολομίτη με Κοσμίτη. Οι Τσολομηταίοι προέρχονται από το γειτονικό χωριό Κοσμά της Κυνουρίας.
|
In bygone times livestock encroaching and grazing in vineyards, olive groves and sown fields often triggered disputes and squabbles among village folk. One particular year Geroyiannes (Yiannis Panagioti Katsambis) was incensed with Kolitsidis (Nikolas Yianni Tsolomitis} who apparently quite wantonly would allow his goatherd to graze in his sown tilling fields. The deteriorating relationship between the two villagers is captured in the following witty verse that has been passed on by word of mouth.
(Translated only for meaning)
Up at Diaselo and Rachi
Giannes sits and writes
Signatures he does collect
And to the dimarcho he sends
To chase off Tsolomitis
who has nor roof or home!
An older version of the above replaces Tsolomitis with Kosmitis, meaning one who originates in the neighbouring village Kosmas, from where the Tsolomitis clan began.
| |
Σκυλοκαβγάς Μπάλα και Νταβέλη
|
Balas and Davelis Dogfight
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Αντώνης Κωνσταντίνου Κατσάμπης (Νταβέλης) στον Δημήτρη Βαγγέλη Κατσάμπη
|
As related by Andonis Constantinou Katsambis (Davelis) to Dimitri Vangeli Katsambis
| |
Ο Μπάλας (Δημήτριος Γρηγορίου Χαγιάς) κι ο Νταβέλης (Κωνσταντίνος Γεωργίου Κατσάμπης) ήταν τόσο καλοί φίλοι που ο πρώτος θέλησε να παραχωρήσει στον δεύτερο την ιδιαίτερη τιμή, αμφίβολη ή αλλιώς, ονομάζοντας τον σκύλο του «Νταβέλη». Έτσι για να ξεκαθαρίσει το λογαριασμό τέτοιου σκυλοκαβγά ο Νταβέλης σε εύθετο χρόνο ανταπέδωσε την καλή χειρονομία ονομάζοντας κι αυτός ένα νεογέννητο κουταβάκι «Μπάλα»!
|
Balas (Dimitrios Grigoriou Hagias) and Davelis (Constantinos Georgiou Katsambis) were such good friends that the former decided to bestow the latter the special honour, dubious or otherwise, of naming his dog "Davelis". So to settle the score in such a dogfight Davelis in due course returned the kind favour, naming a new pup "Balas"!
| |
Ο Μπάλας και οι ξυπόλυτοι άγιοι
|
Balas and the barefoot saints
| |
Όπως το αφηγήθηκε η κόρη του Παναγιώτα συζ. Βαγγέλη Κατσάμπη στο γιο της Δημήτρη
|
As related by his daughter Panagiota Vangeli Katsambis to her son Dimitri
| |
Ο Μπάλας βλαστήμαγε πολύ, όπως άλλωστε την εποχή του βλαστημάγανε πολλοί χωριανοί. Αυτός όμως, αντίθετα από τους περισσότερους, δεν πάταγε στην Βαγγελίστρα, ούτε στον Άγιο Κωνσταντίνο, ή στον α-Γιάννη ή σε οποιαδήποτε άλλη εκκλησιά γιατί όπως ήθελε να λέει, «Κείθε μέσα, όλοι τους, οι άγιοι, είναι ξυπόλητοι. Τι να πάω; Να μου πάρουν τα παπούτσια!»
|
Balas, like many villagers of his time, used a lot of foul language. Unlike most, however, he would not worship at the church of Vangelistra, or at Agios Konstandinos or Agios Yiannis or any other church for that matter, because as he would like to say, “The saints in there are all shoeless. I do not fancy them taking mine!”
| |
Ο Μουρχούτας και η Διαμαντούλα
|
Mourhoutas and Diamandoula
| |
Όπως αφηγήθηκε ο Βαγγέλης Γιάννη Κατσάμπης (πρώτη κλεψιά) και η Αλεξάνδρα συζ. Δημητρίου Αναστασίου Κατσάμπη (δεύτερη κλεψιά) στον Δημήτρη Βαγγέλη Κατσάμπη και τον Γιάννη Βασιλείου Γαβριήλ αντίστοιχα.
|
As told by Vangelis Yiannis Katsambis (first abduction) and Alexandra Dimitriou Katsambis (second abduction) to Dimitri Vangeli Katsambis and Yiannis Vasiliou Gavriil respectively.
| |
Αυτή ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών. Αυτός κόντευε να τριανταρήσει. Αυτή λεπτοκαμωμένη και ντροπαλή, αυτός γεροδεμένος και σίγουρος. Αυτή σεμνή, αυτός μέγας και τρανός στην μικρή Καρίτσα. Ο Μουρχούτας (Λεωνίδας Γεωργίου Μαλαβάζος) ωστόσο ήτανε αθεράπευτα ξεμυαλισμένος με τη μικρούλα Διαμαντούλα (Διαμάντω Δημητρίου Μαλαβάζου) με την οποία, παρά το ίδιο επώνυμο, δεν είχε καμία απολύτως συγγένεια. Κρίμα γι αυτόν, όμως, τα αισθήματα του δεν ήτανε αμοιβαία. Ούτε η Διαμαντούλα ούτε η οικογένειά της θέλησαν να διασκεδάσουν τις αλλεπάλληλες προτάσεις γάμου από τους ανεπιθύμητους προξενητές που ο Μουρχούτας έστελνε κάθε λίγο και λιγάκι. Αλλά αυτός ήτανε αποφασισμένος με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα να την κάνει γυναίκα του.
Έτσι, στο δεύτερο εξάμηνο του 1930 ο Μουρχούτας έκάνε δύο διαβήματα να κλέψει τη Διαμαντούλα. Κι αφού το αίμα νερό δε γίνεται μαζί του είχε τους κουμπουροφόρους αδερφούς του, τον Τσαγκούρη (Παναγιώτη) και τον Ρέτζο (Αναστάση) όπως και τον μισθοφόρο Ταμπούρλο (Τσολομίτη) από τον διπλανό Κοσμά. Για ενίσχυση είχε ακόμα τρις από τις αδερφές του, όλες μεταμφιεσμένες, τη Λαμπρινή και τη Μαρουλίτσα που ήτανε ντυμένες αντρικά και την Ελένη την καημένη που ήταν με σεντόνι τυλιγμένη!
Η πρώτη κλεψιά γίνηκε σε μια ενέδρα στο Διάσελο γύρω στο Δεκαπενταύγουστο όταν ο Αποστολής Χρήστου Χαγιάς συνόδευε μια παρέα από Καριτσιωτοπούλες, ανάμεσα σε αυτές και τη Διαμαντούλα, που ξαναγυρίζανε από το μοναστήρι της Έλωνας. Μερικές ήταν καβάλα σε μουλάρια και γαϊδούρια ενώ άλλες είχανε κάνει τάμα, συνηθισμένο στους ντόπιους, το Δεκαπενταύγουστο να περπατήσουν ξυπόλητες στην Έλωνα, απόσταση οχτώ με εννιά ώρες περπάτι.
Το καρτέρι που είχε στήσει εκεί ψηλά ο Μουρχούτας και το συγκλονιστικό περιστατικό που ακολούθησε συλλαμβάνεται με διασκεδαστικό αλλά και συναισθηματικό τρόπο στους εξής στοίχους του χωριανού ποιητή που ήθελε να τελειώνει κάθε δημιούργημά του με την επιγραφή «Ο ποιητής, Κάπα Πι και Ροζακλής.»
Το μάθατε τι έγινε, στο Διάσελο, στη Χούνη;
Τη Διαμαντούλα κλέψανε απάνω απ’ το γαϊδούρι
Ο Λεωνίδας ο καημένος από έρωτα ζαλισμένος
Αποφάσισε να κλέψει μια μικρούλα που τη λέγαν Διαμαντούλα
Οι αδερφοί του Λεωνίδα: Παναγιώτης κι Αναστάσης
Πήραν δε και για βοηθό του Ταμπούρλου τον γιο
Πήγαν κι έκαμαν καρτέρι, κι οι τέσσεροι αρματωμένοι
Με κουμπούρια, με μαχαίρια, και περίμεναν την παρέα
Για να κλέψουνε την μικρούλα που τη λέγαν Διαμαντούλα
Κι ο Αποστόλης ο καημένος από τέτοια μαθημένος
Σηκώνει τη μαγκούρα για να γλιτώσει τη Διαμαντούλα
Του καρφώσανε το γκρα, “Ψυχικό σας ρε παιδιά!”
Δεν είναι γνωστό πόσο καιρό η ταραγμένη Διαμαντούλα έμεινε στα χέρια του Μουρχούτα. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι αυτή κάπως κατάφερε να του φύγει και ότι η οικογένειά της γρήγορα την πήγε σε ένα μπάρμπα της στην Σπάρτη να την φυλάει να μην την κλέψει πάλε ο Μουρχούτας.
Στο μεταξύ καυγάς ξέσπασε ανάμεσα στον Ταμπούρλο και το Μουρχούτα γιατί δεν του έδινε τα λεφτά που του είχε υποσχεθεί. Αλλά τα σπασμένα τα πλήρωσε ο αδερφός του ο Ρέτζος αφού ο Ταμπούρλος λένε τον έσπασε στο ξύλο για τον αξόφλητο λογαριασμό!
Την Διαμαντούλα αργότερα τη φέρανε στο Γεράκι και τη φυλάγανε στο σπίτι άλλου μπάρμπα της, του Αργύρη Μαλαβάζου. Ο Μουρχούτας φοβέριζε τον Αργύρη ότι αν δεν του ξέβγαζε τη Διαμαντούλα για να την πάρει θα του έκανε κακό. Ο Αργύρης φοβήθηκε τις απειλές, άλλοι λένε δωροδοκήθηκε, και είπε στο Μουρχούτα ότι θα αφήσει το παράθυρο ανοιχτό και να πάει να την πάρει τη νύχτα.
Πήγε λοιπόν ο Μουρχούτας και την πήρε μαζί με άλλους που τον βοήθησαν. Την έκοψε στην πλάτη του και μετά την έβαλε στο μουλάρι μπροστά στην ποδιά του, και την πήγε στα Καριτσιώτικα όρια στην περιοχή Ψηλό Κοτρόνι. Εκεί άφησε και το μουλάρι. Η Διαμαντούλα, που από ότι φαίνεται ήταν πλέον απελπισμένη, πονηρά σκεπτόμενη, τον ρώτησε, «Εδώ θα κάτσουμε; Θέλω να σε παντρευτώ, δεν πάμε στη Μονεμβάσια να στεφανωθούμε, να μας δούνε και οι Καριτσιώτες στεφανωμένους;»
Στο δρόμο προς τη Μονεμβάσια ο Μουρχούτας έκρυψε το όπλο που είχε μαζί του στην κουφάλα μιας ελιάς.
Την υπόθεση της δεύτερης κλεψιάς την εξιστορεί και πάλε ο στιχουργός του χωριού, ο Κάπα Πι και Ροζακλής.
Ακούσατε κύριοι που κάτι θα σας πω, τι έγινε στην Καρίτσα ψηλά από το χωριό.
Του Κρέκου ο Λεωνίδας έκλεψε ένα μικρό, τη Διαμάντω της Θεώνης 17 χρονών.
Ένα αυτοκινητάκι εκαπαρώσανε, στη Μονεμβάσια πάνε να στεφανώσουνε.
Και στο ξενοδοχείο πάνε ν’ αναπαυθούν, να πέσουνε λιγάκι για ν’ αποκοιμηθούν.
Και ο Λεωνίδας πέφτει και αποκοιμήθηκε, και η Διαμάντω πιάνει και κάνει μια γραφή.
Και ο ξενοδόχος τρέχει και φέρνει την Αρχή, το Λεωνίδα πιάσανε το κλέφτη το ληστή.
Καημένε Λεωνίδα δεν το ‘κανες καλά, σου πήραν τη Διαμάντω τη δεύτερη φορά.
Καημένε Λεωνίδα με το ρολόι σου, εντρόπιασες καημένε όλο το σόι σου.
Καημένε Λεωνίδα με τη γρεβάντα σου, σου πήραν τη Διαμάντω μπροστά απ’ τα μάτια σου.
Και όταν την επεράσαν από τη Γκαγκανιά, λέει του σοφεράκι σταμάτα δυο λεπτά.
Να πάρω το μπιστόλι σε τούτη την ελιά, που το ‘χουνε κρυμμένο του Κρέκου τα παιδιά.
“Μαρτύρατα Διαμάντω και ‘γω δε θα χαθώ, εσύ θα μείνεις έτσι και ‘γω θα παντρευτώ!»
Ο Μουρχούτας πράγματι δε χάθηκε όπως θα ήθελε η Διαμαντούλα. Παρόλο που χρειάστηκε να πουλήσει κάπου χίλια γίδια για τα δικαστήρια και το πρόστιμο, βρήκε κι αυτός το ταίρι της ζωής του, την Αννιώ, αδερφή του Αποστόλη που του είχανε «καρφώσει το γκρα» στο Διάσελο. Ακόμα, παρά το ποινικό του μητρώο, διορίστηκε αγροφύλακας της Καρίτσας και αργότερα πρόεδρος της κοινότητας του χωριού.
Αλλά και η Διαμαντούλα δεν έμεινε ανύπαντρη όπως θα ήθελε ο Μουρχούτας. Μετά από χρόνια παντρεύτηκε τον Τούμπανο (Δημήτρη Αγγελέτο) από το Γεράκι όπου ζούσαν για κάμποσο καιρό προτού μετακομίσουν οριστικά στη Αθήνα.
Έτσι στο τέλος, παρά τις παλιές τους δοκιμασίες και βάσανα, αυτοί ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα.
|
She was only seventeen and he was nudging 30. She was petite and shy. He was broad-shouldered and self-important. She was humble and insignificant. He was a big shot in a very small village. But Mourhoutas (Leonidas Georgiou Malavazos) was incurably infatuated by little Diamandoula (Diamando Dimitriou Malavazos), with whom, despite having the same surname, he was otherwise totally unrelated. Regrettably, for him, the feelings were not mutual. Neither Diamandoula nor her family entertained the persistent marriage proposals from unwelcome matchmakers sent by Morhoutas. Still, he was determined by hook or by crook to make her his wife.
So, in the second half of 1930, Mourhoutas made two attempts to abduct Diamandoula at gunpoint. And since blood is thicker than water, he also had with him his gun slinging brothers, Tsagouris (Panagiotis) and Redzos (Anastasis), as well as a mercenary Tambourlos (Tsolomitis) from the neighbouring village Kosmas. He was even assisted by three of his sisters; Lambrini and Maroulitsa were disguised as men while poor Eleni had herself all wrapped up in a sheet.
The first abduction took place in an ambush at the narrow mountain pass Diaselo during the Dekapendavgousto celebration of the Virgin Mary Feast when Apostolis Christou Hagias was escorting a group of Karitsa girls, including Diamandoula, back to the village from the monastery of Elona. Some were riding mules or donkeys whilst others travelled on foot after fulfilling a vow, common among locals, to trek barefoot along the mountain goat tracks all the way to the monastery of Elona; about eight to nine hours by foot.
The drama of the mountain ambush by Mourhoutas and the outrageous incidents that followed are captured in humorous yet poignant detail in the following verses composed by the village poet who would end each of his creations with the tag, "O Piitis, Kapa Pi ke Rozaklis"; meaning the Poet Kapa Pi, and Rozaklis. Kapa and Pi, of course, represent the first two initials of his name.
(Translated only for meaning)
Did you hear, what happened at the pass in the gorge?
They stole Diamandoula from the back of the donkey
Poor Leonidas by love bedazzled
Decided to steal a little one known as Diamandoula
The brothers of Leonidas – Panagiotis and Anastasis
Took as a helper the son of Tambourlos
They set the ambush, all four armed
With guns and daggers waiting for the group
To steal the little one known as Diamandoula
Poor Apostolis, one used to such goings on
Raised his walking stick to rescue Diamandoula
Alas, with a gun at his head, “Mercy boys, mercy!” he pleaded.
It is not certain how long Mourhoutas kept terrified Diamandoula captive but it is known that she somehow escaped and was quickly whisked away by her family to be looked after by an uncle in Sparti.
Meanwhile a quarrel broke out between Tambourlos and Mourhoutas because he was not paid as promised, though the one who really copped it was his brother Redzos, who, it is said, suffered an awful hiding in the hands of Tambourlos.
Diamandoula was later brought to Geraki to be protected at the home of another uncle, Argyris Malavazos. Mourhoutas then threatened Argyris that if he did not let him take Diamandoula he would cause him harm. Argyris apparently buckled by the threats, some say he was bribed, and let Mourhoutas know that he would leave Diamandoula’s window open for him to abduct her during the night.
So, Mourhoutas, along with other helpers, abducted Diamandoula whom he first carried over his shoulder and then on his lap as they fled by mule to Psilo Kotroni on the outskirts of Karitsa where they abandoned the animal. There, in a last ditch and desperate ploy, Diamandoula asked him, “Is this where we are going to stay? I’d like to marry you, why don’t we go to Monemvasia to get married and return to Karitsa as husband and wife?”
The story of the second abduction is recounted, once again in verse, by Kapa Pi ke Rozaklis.
(Translated only for meaning)
Listen gentlemen to what I have to tell,
about the goings on in the highlands of Karitsa
Kreko’s Leonidas stole a little girl, Diamando, Theoni’s seventeen-year-old daughter o
They hired a car and sped to Monemvasia to get married
They settled in an inn to have a rest, have a lie down, have a nap
Leonidas dozed off and Diamando scribbled a note
The innkeeper rushed for the authorities, to arrest Leonidas, the kidnapper, the hostage taker
Poor Leonidas, you didn’t do things right; they snatched back Diamando a second time.
Poor Leonidas with your watch, you brought shame to all the clan
Poor Leonidas with your tie, they snatched Diamnado before your eyes
And when she was passing Gagania she asked the driver to stop for a couple of minutes
To take the pistol hidden by the sons of Krekos in the hollow of the olive tree
“Do tell everything Diamando for I will not be ruined, you’ll be a spinster and I’ll be married!”
Mourhoutas was definitely not ruined, as Diamandoula had wanted. Despite having to sell some thousand goats to take care of fines and legal costs, he soon found his soul mate for life, Anio, the sister of Apostolis who was threatened at gunpoint at Diaselo. Still, despite his criminal record, years later he was appointed agrofilakas (rural warden) of Karitsa and later village president.
Diamandoula too did not end up unmarried, as Mourhoutas had wanted. Some years later she married Toumbanos (Dimitris Angeletos) of Geraki where they lived for some time before settling permanently in Athens.
So in the end, despite their trials and tribulations, they both lived happily ever after!
| |
Ο Βουρβουριώτης και το χέρι της πεθεράς
|
Vourvouriotis and the hand of the mother-in-law
| |
Όπως καταγράφτηκε από τον Αντώνη Κατσάμπη (Νταβέλη), σύζυγο της εγγόνας της πεθεράς.
|
As written by Andonis Katsambis (Davelis), husband of the mother-in-law’s granddaughter
| |
Ο Βουρβουριώτης (Σπύρος Γεωργίου Λάμπρος) κοντακιανός, μελαχρινός και όμορφος και η ωραία Τσεμπελίτσα (Κατερίνα Αντώνη Τσεμπελή) ήταν ίσια. Είχανε γεννηθεί στις αρχές τις δεκαετίας του 1880 κι όταν ήτανε περίπου εικοσιπεντάρηδες ο Βουρβουριώτης ζήτησε το χέρι της να την παντρευτεί, αλλά κατά κακή του τύχη τον αγνόησε η φαμελιά της προτιμώντας τον κοινωνικά πιο πάνω γιόκα του παπά. Η Τσεμπελίτσα και το παπαδοπαίδι δε χάσανε καιρό και απέκτησαν πολύ μεγάλη οικογένεια με εννιά παιδιά, ενώ ο απογοητευμένος Βουρβουριώτης έφυγε να πάει στην Αμερική όπου έμεινε σχεδόν είκοσι χρόνια. Ξαναγύρισε στην Καρίτσα λίγο πολύ ματσωμένος, μεσόκοπος με κοιλίτσα αλλά ακόμα χολωμένος από την απόρριψη της Τσεμπελίτσας εδώ και τριάντα χρόνια. Με το θάρρος όμως ενός μπρούκλη βρήκε την καρδιά να πάει στην προχωρημένη πλέον στην ηλικία Τσεμπελίτσα που ήταν γνωστή σαν Γριαχρόναινα. Της ήτανε σταράτος και ντόμπρος: «Πριν περίπου 32 χρόνια,» της είπε, «η επιθυμία μου ήταν να σε κάνω γυναίκα μου. Δεν ήταν τυχερό, τώρα θέλω να σε κάνω πεθερά. Θέλω να μου δώσεις την πρώτη σου την κόρη!» Πιστέψτε το ή όχι, η Γριαχρόναινα αμέσως αγκάλιασε τον παλιό της επίδοξο μνηστήρα και δέχτηκε να του δώσει την πρώτη της, την λεβεντοκόρη, 27 χρόνια μικρότερή του. Φαίνεται ότι όπως πάντα το χρήμα και οι πεθερές είναι συνδυασμός ακαταμάχητος. Φαίνετε ακόμα ότι παρά τα χρονάκια του ο μεσόκοπος αποδείχτηκε φλογερός και καρπερός αφού με την κατά πολύ μικρότερή του σύζυγο μέσα σε πέντε χρόνια απέκτησαν πέντε παιδιά, τα πρώτα δυο δίδυμα!
|
Vourvouriotis (Spiros Georgiou Lambros) short, dark and handsome and the stunning Tsembelitsa (Katerina Antoni Tsembelis) were the same age. They were born in the early 1880s and in their mid-twenties Vourvouriotis asked for her hand in marriage but regrettably for him he was passed over by her family in favour of the socially more established son of the village priest. Tsembelitsa and the son of the priest did not waste any time in raising a very large family of nine children, while the out of favour Vourvouriotis left broken-hearted for America where he stayed for almost twenty years. He returned to Karitsa a relatively wealthy man, middle-aged but still embittered by Tsembelitsa’s rejection thirty years earlier. Nonetheless emboldened by the prestige of returning loaded he built up enough courage to go to the mature aged Tsembelitsa who by now was known as Griachronena. He was forthright and candid: “Thirty-two or so years ago,” he said, “my wish was to make you my wife. It was not to be, so now my wish is to make you my mother-in-law. I want you to give me your first daughter!” Believe it or not, Griachronena readily and happily embraced her former suitor to marry her first daughter, 27 years his junior. Seems, as always, money and mothers-in-law are such an irresistible combination. Seems also that despite his years the old man proved passionate and very fertile since within five years he and his much younger wife had five children, the first two twins!
| |
Ο Παναγιωτάκης και ο πεσμένος κέδρος
|
Panagiotakis and the fallen cedar tree
| |
Όπως το αφηγηθήκανε συγχωριανοί στο Δημήτρη Βαγγέλη Κατσάμπη
|
As related by fellow villagers to Dimitri Vangeli Katsambis
| |
Φρικιαστικές λάμψεις και κροταλίσματα αντιλαλούσαν στις βουνοπλαγές της Καρίτσας τη νύχτα του γάμου του μεσήλικου Πόφολου (Γιάννη Χρήστου Κατσάμπη) και της όμορφης και πολύ μικρότερης Χαρουλίτσας (Γιαννούλας Γιώργη Τούντα) στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ενώ ξεφάντωμα είχε φουντώσει στο σπίτι του γαμπρού, στην άκρη-άκρη του χωριού, ξαφνικά, αντί για τους συνηθισμένους εορταστικούς πυροβολισμούς, το μικρό χωριό ταράχτηκε από άγριες καταιγίδες, ανέμους που φυσάγανε από όλες τις κατευθύνσεις, μπουμπουνητά, κεραυνούς, ίσως ακόμη και σεισμό, φαινόμενα ολικής καταστροφής, στέλνοντας όλους κάπου να βρουν απάγκιο. Τα ξημερώματα οι χωριανοί είδαν ότι η μανιασμένη επίθεση, στο σκοτάδι της νύχτας, είχε σχίσει στα δυο τον παμπάλαιο κέδρο όπου από εκατοντάδες χρόνια πριν κρεμότανε η μοναδική καμπάνα του διπλανού νεκροταφείου που σήμαινε λυπητερά το υστερνό ταξίδι κάθε Καριτσιώτη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ότι ο μισός κορμός από τον κάποτε περήφανο κέδρο, βρισκότανε πεσμένος καταγής κλείνοντας την πύλη του νεκροταφείου. Νιώθοντας την αστεία πλευρά των πραγμάτων, για να ελαφρύνει το δυσοίωνο αυτό περιστατικό, αλλά περισσότερο να διασκεδάσει τους εκεί παρευρισκομένους ο Παναγιωτάκης (Παναγιώτης Γιώργη Τούντας), προτού τραβήξει για τα χωράφια να μπολιάσει κάποιες αγριελιές, πέταξε τη σπόντα και την προφητεία: «Έκλεισε το νεκροταφείο, Καριτσιώτης άλλος δεν πεθαίνει!» Όπως όμως η στροφή της μοίρας τα έφερε, το ριζικό του Παναγιωτάκη ήταν να μη δει τις αγριλιές του να βλαστήσουν και σαν ελιές να ευδοκιμήσουν. Μόλις τρεις περίπου εβδομάδες αργότερα, απ΄ όλους τους χωριανούς γίνηκε ο πρώτος να παραβιάσει την προφητεία, να ξεκινήσει στο υστερνό ταξίδι της ζωής του και να περάσει στην άλλη μεριά του πεσμένου κέδρου!
|
Strange, ominous flashes and rumbling reverberated across the mountain slopes of Karitsa on the wedding night of middle-aged Pofolos (Yiannis Christou Katsambis) and the stunning and much younger Haroulitsa (Yiannoula Georgiou Tountas) in the late 1930s. Revelry was in full swing at the house of the groom on the outskirts of the village when all of a sudden, instead of the customary celebratory gunshots, the tiny village was rocked by ferocious storms, blistering winds from all directions, thunder and lightning, or even an earthquake; seemingly the full catastrophe, sending one and all scurrying for cover. At daybreak villagers discovered, the violent onslaught, in the darkness of the night, had split in half the grand old cedar tree, which for centuries had supported the sole cemetery bell tolling the final journey of all Karitsiotes. Not only that, but the once proud cedar lay prostrate across the cemetery gates, blocking entrance to the graveyard. Sensing the funny side of things and making light of such ominous happenings but mainly just to amuse bystanders Panagiotakis (Panagiotis Georgiou Tountas), before heading off to the fields to graft olives on oleasters, turned his mind to foretelling the future and quipped: “The cemetery has closed for business; no-one in Karitsa is to die any time soon!” As twist of fate would have it, however, Panagiotakis was destined not to see his wild oleasters bud into thriving olive trees. Scarcely three weeks later, he, of all villagers, was to be the first to defy the prophecy, embark on life’s final journey and cross to the other side of the fallen cedar tree!
| |
Καλωσορίσατε και στο δικό μου κόσμο
|
Welcome to my world
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Yianni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Hagias
| |
Το 1940, ο Νικόλας Κωνσταντίνου Προφύρης και ο Γιάννης Δημητρίου Μαλαβάζος (ή Μπέης), δύο από τους πιο ευκατάστατους Καριτσιώτες, συζητούσανε στην πλατεία του χωριού τις πιθανές ελλείψεις τροφίμων που επρόκειτο να προκύψουνε εξαιτίας της γερμανοϊταλικής κατοχής της χώρας. Ο Κωνσταντής Βασιλείου Τσεμπελής (ή Λόρδος), ένας από τους φτωχότερους χωριανούς, γι αυτό αλώστε του είχανε κολλήσει και το κοροϊδευτικό “Λόρδος”, εμπνευσμένος από την δικιά του πραγματικότητα πέταξε το έξυπνο πείραγμα: “Κακό για σας, εγώ είμαι μαθημένος!”
|
In 1940, Nikolas Constantinou Profiris and Yiannis Dimitriou Malavazos (Beys), two of the more well off Karitsiotes, were in the village square discussing possible food shortages arising from the looming German-Italian occupation of Greece. Costandis Vasiliou Tsebelis (Lordos), one of the poorest villagers, hence the derisive nickname ‘Lordos’, inspired by his own reality cleverly quipped: “Kako gia sas, ego eime mathimenos” (Too bad for you, I’m used to it!)
| |
Ο Ψεύτης και το αλάτι της αλήθειας
|
The Liar and the salt of the truth
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Διαμαντής Στυλιανού Χαγιάς (Δασάρχης) στον γιο του Στέλιο
|
As related by Diamantis Hagias (Dasarchis) to his son Stelios
| |
Στις αρχές της δεκαετίας του σαράντα όταν ο νεαρός Διαμαντής Χαγιάς με άλλους χωριανούς δούλευε στις Τραμπάλες, χωράφια του Κωνσταντίνου Αντωνίου, καλύτερα γνωστού ως Ψεύτη, ο χτηματίας θέλησε να ορμηνέψει τους εργάτες του. «Να είστε καλοί άνθρωποι και να μη λέτε ψέματα!» τους είπε.
Τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά ενός χωριανού, όνομα στη διαστρέβλωση της αλήθειας, ειδικά ενώπιον σε δικαστές, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, τουλάχιστον από τον άφοβο νεαρό Διαμαντή ο οποίος έχοντας στο νου το «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις,» κάνει το ένα και μοναδικό ρώτημα να μάθει, «Γιατί τότε μπάρμπα-Κώστα εσένα σε λένε Ψεύτη;»
Πιστεύετε ή όχι ο Ψεύτης απαντά: «Τα ψέματά μου είναι το αλάτι της αλήθειας μου!» Με άλλα λόγια όπως το αλάτι δίνει νοστιμάδα και γεύση στο φαγητό, έτσι και τα ψέματα, προπαντός τα δικά του, αλλάζουν και κάνουνε πιο όμορφη την αλήθεια!
|
In the early forties when young Diamantis Hagias along with other villagers was working at Oi Trambales, the tilling fields of Constantinos Antoniou, better known as Pseftis (trans. Liar), the landowner advised his workers to “Be good people and do not lie!”
The double standards from a man renowned for bending the truth, especially in front of magistrates, did not escape anyone, least of all brash young Diamantis, who, thinking that perhaps actions speak louder than words, asked the one and only question that could possibly be asked, “Why then, barba-Costas, do they call you Pseftis?”
Believe it or not Pseftis reasoned, “My lies are the salt of my truth!” In other words just like salt adds taste and flavour to our food, lies, more so his own, embellish and adorn the truth!
| |
Η νυφούλα από την Καρίτσα και η πεθερά από το Γεράκι
|
The little bride from Karitsa and the mother-in-law from Geraki
| |
Όπως το αφηγηθήκανε συγχωριανοί στο Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by fellow villagers to Stelios Diamantis Hagias
| |
Η Μαριγώ, εγγόνα του Κωσταντηρουμάνου, σε αντίθεση με το θηρίο τον παππού της ήταν κοντούλα και αδυνατούλα. Όμως όταν παντρεύτηκε το Σωτήρη Αθανασίου Κόντο από το Γεράκι η προίκα της αποτελούσε και 300 χρυσές λίρες. Να όμως που η πεθερά της θέλησε να παραπονεθεί για το ανάστημά της. «Πού σε βρήκαμε για την τύχη μας;» την ρώτησε.
Αλλά η έξυπνη νυφούλα από την Καρίτσα με τρόπο αποστομωτικό απάντησε:
«Ήμουνα κρυμμένη πίσω από τις λίρες!»
«Μη με βλέπετε μικρή,
«Ζαρωμένη και λοβή
«Είμαι νέα, δυνατή
«Κι όποιος θέλει ας το πει!»
Φαίνεται η πεθερά από το Γεράκι, αν δεν το ήξερε γρηγορότερα, το έμαθε μια για πάντα ότι ο δυναμίτης, προπαντός από την μεριά της Καρίτσας, έρχεται σε πολύ μικρά συμπαγή πακέτα!
|
Marigo, a granddaughter of Costantiroumanos, was petite and slight in contrast to the mountain of a man in her grandfather. But on marrying Sotiris Athanasiou Kontos of Geraki her wedding dowry included three hundred gold sovereigns. Yet her mother-in-law would want to bemoan Marigo’s slight stature: “Where did we find you?” she asked.
Only to be outmanoeuvred by the clever wit of the little bride from Karitsa:
“I was hiding behind the sovereigns!
“Don’t see me as being short
“Shrivelled and small
“I am young and strong
“And anyone can say so!”
Seems the mother-in-law from Geraki, if she did not already know it, very soon discovered once and for all that dynamite, particularly of the Karitsa variety, comes in very small compact packages indeed.
| |
Ο μπάρμπα-Βαγγέλης και η ξυπόλυτη κοπελιά
|
Barba-Vangelis and the barefoot girl
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο ίδιος στην εγγονή του Μαρία Δημητρίου Κατσάμπη
|
As related by himself to his granddaughter Maria Dimitri Katsambis
| |
Ο μπάρμπα-Βαγγέλης ο Βατσούρας (Ευάγγελος Ιωάννη Κατσάμπης), ένας από τους πιο φτωχούς χωριανούς, για να τα βγάλει πέρα, εκτός από τις δουλειές στα χωράφια και στις ελιές έκανε και τον πλανόδιο μανάβη. Δυο τρεις φορές την εβδομάδα πηγαινοερχότανε από την Καρίτσα του βουνού στα Ελοχώρια του κάμπου με τα δυο του τα μουλάρια, την «Τσινιάρα » και την «Ψάρα», για να φέρει αυτά που δεν βγάζανε στο χωριό και που λαχταρούσανε οι νοικοκυρές: τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα πορτοκάλια, τις ντομάτες, τις πιπεριές και τις μελιτζάνες.
Μια φορά μια δεκαεξάχρονη ξυπόλυτη κοπελιά στη Σκάλα, το μεγαλύτερο από τα Ελοχώρια, τόλμησε ψηλά από ένα μπαλκόνι να τον κοροϊδέψει όταν είδε το σαμάρι της Ψάρας ξεσκισμένο, σαραβαλιασμένο και στα κακά του χάλια.
«Που αγόρασες το σαμάρι μπάρμπα;» του φώναξε με περιφρόνηση από το μπαλκόνι η νεαρή γυμνόποδη.
«Από κει που πείρες και συ τα παπούτσια σου καλή μου», ανταπέδωσε ο ατάραχος μπάρμπα-Βαγγέλης να την αποστομώσει!
|
Barba-Vangelis Vatsouras (Evangelos Ioannis Katsambis), one of the poorest villagers, in order to make ends meet, on top of toiling in the fields and the olives he would also work as a travelling greengrocer. With his mules, Tsiniara and Psara, two and three times a week he would do the round trip between Karitsa on the mountains and Elochoria on the plains and bring back what was not produced in the village and housewives really wanted: watermelons, rock melons, oranges, tomatoes, capsicums and egg plants.
Once a 16-year-old barefoot girl looking down from a balcony in Skala, the largest village among the Elochoria, dared to make fun of him when she noticed the saddle on Psara to be falling apart and in a sad state of disrepair.
“Where did you buy the saddle?” the barefoot girl called out contemptuously from above.
“The same place you bought your shoes my dear,” replied the unflappable Barba-Vangelis, putting her back in her place!
| |
Ο Γιαμάς και το νέκταρ των θεών
|
Yiamas and the nectar of the gods
| |
Όπως το αφηγήθηκε ο Βαγγέλης Γιάννη Κατσάμπης (Βατσούρας) στο γιο του Δημήτρη
|
As related by Vangelis Yianni Katsambis (Vatsouras) to his son Dimitri
| |
Ο Γιαμάς (Γιάννης Αναστασίου Μαλαβάζος) ήταν τέτοιος γερός κρασοκανάτας που το κόκκινο νέκταρ των θεών συχνά τον έπνεε να συνθέτει και να απαγγέλνει στιχάκια όπως το παρακάτω που μιλάει για μια χρονιά όταν τα αμπέλια στα γειτονικά Πελετά υπέστησαν μεγάλες ζημιές από τον πάγο:
Καήκανε τα Πελετά
Και πια κρασί δεν κάνουν
Κι όσοι μπεκρήδες το μάθαν
Έπεσαν να πεθάνουν
|
Yiamas (Yiannis Anastasiou Malavazos) liked his wine so much that the red nectar of the gods often inspired him to compose and recite verses like the following one that tells about a year when the vineyards of neighbouring Pelata suffered extensive frost damage.
(Translated only for meaning)
Peleta were burned
No longer do they make wine
All the drinkers who learned such
Fell to die
| |
Ο Μήτσος Ρουμάνος και η καινούργια δημοσιά
|
Mitsos Roumanos and the new road
| |
Την ηρεμία και την ησυχία στο χωριό ήρθανε να ταράξουν το καλοκαίρι του ’61 όχι τα τροκάνια από τα γίδια και τα πρόβατα στις πλαγιές της Τσούκας, ούτε οι τζίτζικες στα σφοντάμια στην Πέρα Γειτονιά. Η εδώ και εκατοντάδες χρόνια καλοκαιρινή σιγαλιά των Καριτσιωτών τραντάχθηκε σχεδόν μονομιάς, από ένα κομπρεσέρ, μια μπουλντόζα και πολλά φουρνέλα προκειμένου επιτέλους να ανοιχτεί το τελευταίο κομμάτι της δημοσιάς που θα σύνδεε το χωριό με τον έξω κόσμο.
Αν και οι περισσότεροι χωριανοί καλωσορίζανε και θαυμάζανε το μεγάλο κιτρινωπό μηχάνημα με το τεράστιο μπροστινό μαχαίρι και τις αλυσιδένιες ρόδες που προχώραγε ασταμάτητα, χάραζε το έδαφος και παραμέριζε στην πάντα κάθε εμπόδιο που έβρισκε στην πορεία του, μερικοί θέλανε να αντισταθούνε στην αναπόφευκτη αυτή πορεία της ιστορίας, είτε γιατί στον έναν η δημοσιά έκοβε το χωράφι, είτε γιατί στον άλλον γκρέμιζε την μυγδαλιά είτε γιατί σε κάποιον άλλον έφτανε σύρριζα στο σπίτι. Για να ανατρέψουνε το αμετάτρεπτο κάμποσοι κάνανε προσευχές στον Θεό, άλλοι κάνανε φοβέρες με άγρια λόγια, κάποιοι άλλοι κάνανε μηνύσεις στον πρόεδρο, ορισμένοι πετροβολούσαν τα περίεργα μηχανήματα και ένας δυο θέλανε τους υπεύθυνους να πιστεύουν ότι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουνε και την ίδια τη ζωή τους προκειμένου να υποστηρίξουν πάτρια λαχίδια.
Ο Μήτσος ο Ρουμάνος (Δημήτριος Γεωργίου Μαλαβάζος) και η αδερφή του η Γιαταγάναινα (Κατερίνα συζ. Νικολάου Τσολομίτη) κάνανε κάθε λογής απειλές για αντίποινα ενάντια στον πρόεδρο και τον μπουλντοζιέρη προτού η μπουλντόζα μπει στο λαχιδάκι που είχε την αγαπημένη τους άγρια αμυγδαλιά δίπλα στο πατρικό τους σπίτι. Τη στιγμή που η μπουλντόζα μπήκε και προχωρούσε σιγά αλά σίγουρα προς το έρημο δεντράκι ο αδερφός και η αδερφή πέσανε μπροστά στο ενδεχόμενα θανατηφόρο μαχαίρι δήθεν μαζί να προβούν στην υπέρτατη θυσία. Παραπέρα, μαζεμένοι οι χωριανοί παρακολουθούσαν το περιστατικό από ένα υψωματάκι, το λεγόμενο Μέλεγο. Μερικοί φοβούνταν το χειρότερο, καθώς ο αδιάλειπτος σιδερένιος γίγαντας κυλούσε όλο και πιο κοντά στα ξαπλωμένα στο έδαφος αδέρφια.
Την κρίσιμη στιγμή, όμως, που η υπόθεση έφτανε στην αποκορύφωσή της, οι δυο πρωταγωνιστές φαίνεται δε θέλησαν να κοιμηθούν όπως ακριβώς είχαν στρώσει. Νοιώθοντας, λοιπόν, το έδαφος να φεύγει κάτω από το σώμα τους, σκιαχτήκανε και ξεπηδήσανε σαν αλαφιασμένοι λαγοί από το γιατάκι τους, τρέχοντας σε πιο ασφαλές μέρος ανάμεσα στο πλήθος των χωριανών στο Μέλεγο.
Παρόλο όμως που ο μπάρμπα-Μήτσος έχασε το μισό λαχιδάκι και την αγαπημένη άγρια μυγδαλιά, η νευρικότητα ενώπιον των χωριανών αλλά και τα πλεονεκτήματα της καινούργιας δημοσιάς φαίνεται να τον άλλαξαν. Αργότερα όταν τα φουρνέλα είχαν πλέον παύσει και η μπουλντόζα και το κομπρεσέρ είχαν φύγει από το χωριό, ο ανένδοτος παλιός αντίπαλος χτύπαγε χαρωπά παλαμάκια αφού η δημοσιά και όλα τα καλά της περνάγανε μπροστά στην πόρτα του! Περασμένα ξεχασμένα. Τέλος καλό, όλα καλά για τον μπάρμπα-Μήτσο στο τέρμα της ολοκαίνουργης δημοσιάς της Καρίτσας!
|
The peace and quiet of the village came to be ruined in the summer of ’61 not by the bells of the goats and sheep on the slopes of Tsouka or by the sounds of the cicadas on the maples of the far side. The centuries old summer stillness was shattered almost in an instant by a compressor, a bulldozer and many explosives during the construction of the last stretch of road linking the village to the outside world.
Whilst most villagers welcomed and looked on in awe at the big yellow machine, with its large front blade and tracked chain wheels rolling relentlessly on, carving the terrain and pushing to the side everything in its path, a few tried to resist the unstoppable march of history; either because the road encroached on someone’s tilling field, or it knocked down someone else’s wild almond tree or came too close to another’s family home. So to undo the undoable some prayed to God, some shouted threats and angry words, others sued the village president, certain individuals resorted to throwing stones at the strange machinery and a couple wanted the authorities to believe they were prepared to put their own lives on the line to defend ancestral lands.
Mitsos Roumanos (Dimitrios Georgiou Malavazos) and his sister Yiataganena (Katerina wife of Nikolaos Tsolomitis) warned all manner of reprisals against the president and the bulldozer operator just before the bulldozer was about to carve its way through a small plot and their favourite almond tree beside their family home. At the very moment the bulldozer encroached onto the plot and rolled slowly but surely towards the poor little tree both brother and sister fell in front of the potentially lethal blade ostensibly ready to make the ultimate sacrifice. Onlookers, gathered on higher ground at Melego, feared the worst as the unremitting steel giant rolled closer and closer to the prostate siblings.
At the critical moment, however, when the issue was building up to a climax, it seems the two had second thoughts about laying on the bed they had made for themselves. And, as they began to feel the ground shifting underneath, they took fright like startled hares scurrying from their forms to safer ground amongst the onlookers at Melego.
But despite losing half his plot and his favourite wild almond tree, the stage fright suffered in the presence of the villagers as well as the benefits of the new road seem to have changed barba-Mitsos. Sometime later, when the explosives had stopped and the compressor and bulldozer had left the village, the uncompromising former opponent gleefully clapped the new road and all its benefits right in front of his gate. For barba-Mitsos it was a case of let bygones be bygones and everything is well that ends well on the very last stop of the brand new road to Karitsa!
| |
Καριτσιώτικη Κρεμάλα
|
Karitsa Hanging
| |
Παλιό ρητό όπως το έλεγε ο Βαγγέλης Γιάννη Κατσάμπης (Βατσούρας) στο γιο του Δημήτρη
|
Old saying as was told by Vangelis Yianni Katsambis (Vatsouras) to his son Dimitri
| |
Στην Κρεμαστή θα κρεμαστώ
Και στο Μαρί θα γειάνω
Και στις Καρίτσας τα στενά
Θα πέσω να πεθάνω
|
(Translated only for meaning)
In Kremasti I’ll hang
In Mari I’ll convalesce
And in Karitsa’s passes
I’ll fall to die
|
Ο καιρός στο χωριό μας
Ανέκδοτα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου