Ο καιρός στο χωριό μας

Καρίτσα σε ποίηση Β Βλαχάκου

Η ΚΑΡΙΤΣΑ

( στη φαντασία και στο χρόνο )

Μέσα από ρεματιές και ανηφόρες
 ο δρόμος φιδοσέρνεται στενός
να πιάσει τις ελιές τις καρποφόρες
στα έλατα, που αρχίζει ο ουρανός!

 ¨Το ψηλό¨, μετεωρίτης, το ¨ Κοτρώνι¨
σημαία ’πο πλανήτη η άγρια μυγδαλιά
θαύμα στην πέτρα πώς ζει και κατορθώνει
να βγάζει άνθη και φύλλα από παλιά!

Φρουρός ο Αη Νικόλας με ρομφαία
ο Αγιαννάκης στη ράχη άγρυπνος σκοπός
αετοφωλιά το χωριό πανέμορφο στη θέα
ο αετός από ψηλά κοιτάει σκυθρωπός!

Στην Ασφάκα τα σκυλιά δεν αλυχτάνε
η πόρτα του σχολείου έμεινε κλειστή
νωπές οι μνήμες στο κατώφλι αποχτάνε
τη δύναμη, η λήθη για να αποκλειστεί..

Τις αναμνήσεις με νύχια και με δόντια
κρατάνε να μη σβήσουν και χαθούν
στη μοναξιά γριούλες και γερόντια
κάνουν προσπάθεια στα πόδια να σταθούν

να δουν τη μέρα που θα έρθουν απ’ τα ξένα
δισέγγονα, εγγόνια και παιδιά
¨το αίμα τους¨ γενιές από την ίδια γέννα
που ’χε σπαράξει στο φευγιό τους η καρδιά..!

Αν και ¨ μικρό  χωριό, μεγάλη αντάρα¨
η πέρα και η δώθε γειτονιά
πούλαγαν τα άπλυτά τους με τη ντάρα
και ψάρευαν τα μυστικά με πετονιά!

Μαλαβαζαίοι, Τουνταίοι, Κατσαμπαίοι
κι Αντωναίοι, φαμίλιες ξακουστές
αν κάποιοι έκαναν στο διάβα τους το μπέη
ανθρώπινες διαφορές, ξεχωριστές..!

Φιλόξενοι σε ξένους κι επισκέπτες
οι πόρτες και οι καρδιές τους ανοιχτές
αν και μερικοί παλιά κατσικοκλέφτες
έγραψαν ιστορίες πανέμορφες του χτες..!              

Ερήμωσε η πλατεία με τα χρόνια
στη Βαγγελίστρα τα στασίδια αδειανά
είθε να φροντίσει η Θεία Πρόνοια
μη μείνουνε για πάντοτε κενά..!

Έσβησαν τα παιχνίδια με το σπόγγο
οι παιδικές στο δρόμο σίγησαν φωνές
δοκανάκια πια δε στήνουνε στο λόγγο
ενδόμυχες των παιδιών οι προσμονές..!

Μοιρολογούν στα ρέματα τ’ αηδόνια
οι ταβερνούλες με τα βλέφαρα κλειστά
αποδημητικά, οι μετανάστες, χελιδόνια
τα καλοκαίρια δροσερά, λαχταριστά ..!

Οι πέρδικες σωπάσανε στην Τσούκα
λιγόστεψαν τα γίδια κ’ οι βοσκοί
τα πήρε ο βοριάς με τη ματσούκα
δεν παίζουν τα τροκάνια μουσική..!

Δε χλιμιντρίζει τώρα πια πουλάρι
τα γέρικα γαϊδούρια σταλίζουν σκυθρωπά
είδος προς εξαφάνιση πάει και το μουλάρι
στο μονοπάτι της ζωής περικοπά..!

Οάσεις τα κηπάκια μες τη λαύρα
δίνουν στο τοπίο ’να χρώμα δροσερό
τεμπέλικη στον τοίχο λιάζεται η σαύρα
η στάμνα δεν πάει στη βρύση για νερό!

Ξεμάχιασε από τη δίψα η βαρέλα
πενθούν οι δυο πηγές του Μαλεβού 
 ξανάσαναν οι νιες από το.. ¨πηγαινέλα¨
μα χάσανε οι νιοι αλί! το ραντεβού..!

Η αναπαλαίωση φοράει τα καινούρια
φροντίζει το χωριό ν’ ανθρωπευτεί
μπαίνει στο χορό χαρούμενη με φούρια
στο πανηγύρι τ’ Αη Γιαννιού του Νηστευτή!

Ξανάνιωσαν τα σπίτια, τα καλύβια
στρώθηκαν τα δρομάκια τα στενά
μια ζωγραφιά με έγχρωμα μολύβια
αρώματα αγνά και χρώματα στεγνά!

Η πανσέληνος και ο ήλιος το νταντεύει
στον ίσκιο κρεμασμένος ο σανός
από τον εξώστη στο βάθος αγναντεύει
τη θάλασσα που φιλάει ο ουρανός!

Όσο με λύσσα κι αν φυσά το ξεροβόρι
σαν δαίμονας και ανήμερο θεριό
όλες τις εποχές, κρατιέται με το ζόρι
κάτω απ’ τον Ελατιά ολόρθο το χωριό!

Στον άγιο Κωνσταντίνο όσοι.. πάνε
κάνουνε ρούγα οι ψυχές μες τη σιωπή
¨ ένα ¨ το σώμα με το χώμα π’ αγαπάνε
«.. τοις κείνων ρήμασι..» αιώνιοι σκοποί!

Βασίλης Γ. Βλαχάκος

Ο Βασίλης Βλαχάκος, βραβευμένος Λάκωνας ποιητής και λογοτέχνης, ήταν δάσκαλος στο σχολείο της Καρίτσας στις αρχές της δεκαετίας του '70 και κρατάει τις καλύτερες αναμνήσεις από την εποχή εκείνη. Θυμάται είχε περίπου 40 παιδιά στο σχολείο. Οι χωριανοί τον αγκάλιασαν με ζεστασιά και ο νεαρός τότε δάσκαλος, παρόλο που όταν πρωτοπήγε ομολογεί αισθάνθηκε «εξόριστος», γρήγορα κατόπιν τους ένιωσε δικούς του ανθρώπους! «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους και για το χωριό, όφειλα να γράψω κάτι. Τους το χρωστούσα!» ο ίδιος σημειώνει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: