Ο Κώστας Γιαννακούρας ήταν δάσκαλος στο Μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Καρίτσας
1971-72-73,1974-75-76
Πριν λίγες ημέρες διάβαζα ότι, όταν ο πατέρας του Νίκου Καζαντζάκη πήγε τον Νίκο στο σχολείο για πρώτη φορά, είπε στο δάσκαλο. «Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου. Μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος, κι έδειξε τη βίτσα».
Όταν πήγαινα στο δημοτικό, θυμάμαι κι εγώ το δάσκαλο να κάθεται με μια ψιλή βέργα στην πόρτα του σχολείου και να μας ελέγχει για ψείρες στο κεφάλι και ακάθαρτα πόδια. Μετά η βέργα ήταν και για το μάθημα. Μερικές φορές η μια βέργα την ημέρα δεν έφτανε !!!!!!! Ήταν ένας δάσκαλος με 45 παιδιά σε δύσκολες εποχές.
Κάποια ημέρα γίναμε πολύ χαρούμενοι γιατί μάθαμε ότι στα διπλανά χωριά, οι δάσκαλοι, είχαν πιο χοντρές βέργες !!!!!
Μετά από χρόνια ήρθε η ώρα κι έγινα και εγώ δάσκαλος.
Δε χρειαζόταν να κάθομαι στην πόρτα με την βέργα, αν και πολλοί λίγοι το έκαναν ακόμη.
Πρωτοδιορίστηκα στο χωριό Καρύτσα Λακωνίας, όπου δεν υπήρχε συγκοινωνία, ούτε νερό στα σπίτια, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Τα παιδιά όμως κάθε ημέρα έρχονταν καθαρά και διαβασμένα.
Ήρθε η άνοιξη του 1973 και ένα πρωϊ εμφανίζεται ο Επιθεωρητής, για επιθεώρηση, μαζί με το Λάμπρο Βουρβουριώτη, τότε Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Γερακίου.
Ήρθε ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση !!!!!! Επιθεώρησε δάσκαλο και μαθητές για 4 ώρες περίπου κι έμεινε ευχαριστημένος.
- Εδώ φτιάχνουν ωραίους μεζέδες, έχω ακούσει. Τι λες θα βρούμε κάτι να φάμε; Μεσημέρι είναι τώρα !!!!! λέει ο Επιθεωρητής.
- Βεβαίως και θα βρούμε, του είπα και τον οδήγησα στη «δώθε γειτονιά, στο Μέλεγο» που ήταν το μαγαζί του μπάρμπα Γιάννη.
Είχα δοκιμάσει το προηγούμενο βράδυ, γίδα στο φούρνο, λουκούμι !!!!!! Σκέφτηκα ότι κάτι θα είχε μείνει.
Καθήσαμε, παραγγείλαμε, ήρθε ο μεζές και είδα τον Επιθεωρητή να γλείφει και τα δάκτυλά του.!!!!
Όση ώρα τρώγαμε, συνέχεια έμπαιναν στο μαγαζί χωριανοί. Σπάνια περίπτωση για μεσημέρι. Μάλλον το έμαθαν από τα παιδιά και ήρθαν να δουν τον Επιθεωρητή. Όταν τελειώσαμε το φαγητό μας, είπε λίγα λόγια για την παιδεία και ξαφνικά τους ρωτάει:
- Δε μου είπατε, είστε ευχαριστημένοι από το δάσκαλο;
- Είμαστε, είμαστε, είναι καλός !!!!!! ακούστηκαν μερικές φωνές. Πρόλαβα να δω κάποια γελαστά πρόσωπα.
Δεν πρόλαβα να δω περισσότερους γιατί ακούστηκε μια δυνατή φωνή από το βάθος του μαγαζιού.
- Δεν είμαστε καθόλου ευχαριστημένοι κύριε Επιθεωρητή είναι ο χειρότερος δάσκαλος !!!!!!! Μην ακούτε αυτούς εκεί μπροστά, γιατί είναι φίλοι του !!!!!!
Ο Επιθεωρητής μου ρίχνει αμέσως μια άγρια ματιά, που κατάλαβα ότι το φαγητό που έφαγα άρχισε να ανεβαίνει προς τα επάνω.
Εύστροφος όμως ο Επιθεωρητής γυρίζει και του λέει:
- Απ’ ό,τι βλέπω έχεις άσπρα μαλλιά και σίγουρα δεν έχεις παιδιά στο σχολείο.
- Μπορεί να μην έχω παιδιά, κ. Επιθεωρητή μου, αλλά έχω εγγόνια. Είναι τώρα δύο χρόνια που ρωτάω τον εγγονό μου όταν έρχεται από το σχολείο:
- Πόσες βεργιές έφαγες παιδί μου από το δάσκαλο σήμερα;
και συνέχεια η απάντησή του είναι, καμμία.
- Δύο χρόνια τώρα καμμία βεργιά. Δε γίνεται, δε βαράει.!!!!!! Πώς θα μάθει το παιδί αυτό γράμματα;
Εγώ όταν πήγαινα σχολείο γύριζα το μεσημέρι στο σπίτι με μαυρισμένα πόδια και χέρια.
Γι αυτό έμαθα γράμματα και διαβάζω εφημερίδα και ξέρω να βάζω υπογραφή. Όχι σαν μερικά «τσούκια» εδώ μέσα που αντί για υπογραφή βάζουν σταυρό!!!!
Ο Επιθεωρητής έριξε γύρω μια ματιά στους παρευρισκόμενους και τους ρωτάει:
- Εσείς τι λέτε; Να χτυπάει ο δάσκαλος;
Κανένας δεν μίλησε !!!!!
Τότε γυρίζει σε εμένα και μου λέει:
- Αφού θέλουν να βαράς, βάρα .!!!!!!!!! Μόνο πρόσεξε μη σπάσεις κανένα κεφάλι και πας «μέσα».
Χαιρέτησε, ο Επιθεωρητής, κι έφυγε