Ο καιρός στο χωριό μας

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Παναγιώτα Κατσάμπη: Γυναίκα της Γης, Μάνα της Ξενιτιάς

Ένα ξεθωριασμένο χαρτί, τέσσερις σελίδες μετανάστευσης, κι ένα πορτρέτο γυναικείο — αυτά βρήκαμε ανάμεσα στους φακέλους των Εθνικών Αρχείων της Αυστραλίας. Κι έτσι ξετυλίχτηκε μπροστά μας, πάνω από εξήντα χρόνια μετά, η σιωπηλή, δυνατή πορεία της Παναγιώτας Κατσάμπη. Μιας γυναίκας της γης και της ξενιτιάς, που άφησε πίσω της την πέτρα της Καρίτσας για να ριζώσει σε χώμα ξένο, κρατώντας στο ένα χέρι τα παιδιά της και στο άλλο τις ελπίδες τους. Αυτή η ιστορία γράφτηκε όχι από λόγια, μα από βήματα, ιδρώτα και καρτερία. Την καταγράφουμε σήμερα, με σεβασμό, σαν ελάχιστο χρέος στη μνήμη όλων όσων έφτιαξαν πατρίδες δεύτερες χωρίς να ξεχάσουν ποτέ την πρώτη.

Στο απαλό φως ενός ανοιξιάτικου πρωινού, στις 5 του Νοέμβρη 1961, η Παναγιώτα η Κατσάμπη, πενηντάρα πια, κατέβηκε απ’ το πλοίο Πατρίς στη Μελβούρνη. Τα χέρια της, σκληραγωγημένα απ’ το καμάτι και τις δουλειές της γης, κρατούσαν γερά τις ελπίδες για μια καλύτερη ζωή, και τ’ χέρια των τριών παιδιών της: της Γεωργίας, 12 χρονών, του Γιάννη, 11, και του Δημήτρη, 9. Πίσω τους έμεναν τα χωράφια και οι πέτρες της Καρίτσας, η γη που την είχε μάθει να ζει με τον ιδρώτα, την παράδοση και την καρτερία.

Στη Μελβούρνη, τους περίμενε ο άντρας της, ο Βαγγέλης, που είχε έρθει τρεισήμισι χρόνια πριν με το πλοίο Αουρέλια, στις 10 Απρίλη του ’58. Όπως τόσοι άντρες της γενιάς του, ήρθε μπροστά να δουλέψει σκληρά, να μαζέψει λεφτά και να πάρει μερικά χωράφια πίσω στον τόπο τους, να φτιάξει καλύτερα τη ζωή της φαμίλιας του στην Καρίτσα. Ταυτόχρονα ήθελε να δει με τα μάτια του αν αυτός ο καινούργιος τόπος θα τους χάριζε πράγματι μια ευκαιρία, να καταλάβει αν η Αυστραλία ήταν το μέρος που θα ‘βαζε ρίζες η φαμίλια του.

Η Παναγιώτα, παρότι δεν ήξερε γράμματα, είχε σοφία απ’ τη ζωή, απ’ τις εποχές και τον μόχθο. Ήταν και νοικοκυρά και γυναίκα της γης. Σηκωνόταν πρωί πρωί, πρόσεχε τα ζωντανά, μάζευε τις ελιές και μεγάλωνε τα παιδιά μέσα στη φασαρία και το τραγούδι του χωριού. Τώρα, μακριά απ’ τις βουνοπλαγιές και το πουρνάρι της πατρίδας, ήθελε να δουλέψει σε εργοστάσιο, να γίνει κομμάτι εκείνου του ήσυχου στρατού γυναικών που με τα δικά τους χέρια θα βοηθούσαν να χτιστεί η ευημερία της μεταπολεμικής Αυστραλίας.

Είχαν γραφτεί για το σπίτι στο 19 Νάπιερ Στρητ στο Φιτζρόι, όπου πρωτοζούσε ο Βαγγέλης, μα το πρώτο τους σπιτικό ήταν ένα ταπεινό σπιτάκι στο 2 Curtain Place, στο Βόρειο Φιτζρόι, μια αρχή απλή, σ’ έναν κόσμο που μιλούσε άλλη γλώσσα, που πήγαινε πιο γρήγορα και άνοιγε δρόμους άγνωστους.

Η Παναγιώτα ήρθε με το πρόγραμμα της αυστραλιανής υποβοηθούμενης μετανάστευσης, με μόνιμη βίζα, μα οι νόμοι εκείνης της εποχής την έλεγαν «ξένη» και της είχαν κολλήσει το σφράγισμα «CARDED». Μα οι ελπίδες της δεν ήταν ξένες σε κανέναν. Ήρθε όχι μόνο για την ίδια, μα για τα παιδιά της, να ζήσουνε χωρίς ανάγκες και το «μέσον» σε κάθε βήμα της ζωής τους.

Ήταν μικροκαμωμένη, λίγο παραπάνω απ’ το ενάμιση μέτρο, με μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια, μα μέσα της έκρυβε δύναμη και περηφάνια που αντέχανε ακόμα και τους ωκεανούς. Έφερε μαζί της όχι μόνο την φαμίλια και την πίστη, αλλά και την αθέατη κληρονομιά χιλιάδων γυναικών από τα χωριά της Ελλάδας, που με την καθημερινή τους δουλειά, αθόρυβα και χωρίς φασαρία, έβαζαν θεμέλια σε ξένους δρόμους και τόπους.

Η ιστορία της Παναγιώτας της Κατσάμπη είναι ίδια με χιλιάδες άλλες, μα και ξεχωριστή, μια ιστορία αγάπης, χωρισμού, καρτερίας και ξανασμίγματος, κι μια υπενθύμιση πως πίσω από κάθε χαμένο χαρτί ή ξεθωριασμένη φωτογραφία κρύβεται η ψυχή κάποιου που τόλμησε να ξαναρχίσει απ’ την αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: