Έχω το προνόμιο — έστω και μόνο στο νου μου — να βλέπω κάθε μέρα την πανοραμική όψη του χωριού μου, όπως φαντάζομαι φαίνεται από κει ψηλά, απ’ το εκκλησάκι του Άη Γιάννη. Είναι η ματιά εκείνου που μεγάλωσε εδώ, που ξέρει τα μονοπάτια, τους ήχους και τις σιωπές αυτού του τόπου. Είναι θέα προνομιούχα, μα όχι σπάνια. Είναι αυτή που βλέπουμε εμείς οι Καριτσιώτες κάθε μέρα, είτε έχει λιακάδα είτε ρίχνει βροχή.
Μπροστά μου απλώνεται η σκληροτράχηλη γη του Πάρνωνα, η δική μας γη. Με τα πουρνάρια, τα κέδρα, τα βράχια — όλα γνώριμα από τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί βοσκούν τα γίδια, «τα σφαχτά μας» όπως τα λέγαμε. Η εικόνα αυτή μιλά για γενιές που διάβαζαν τη φύση με το ένστικτο. Η γη εδώ δεν χαρίζεται. Είναι άγρια, ανώμαλη, και σου ζητά υπομονή και σεβασμό. Εγώ ξέρω τι θα πει πέτρα και ξερορίζι. Τα περπάτησα όλα, από τόσα δα, ξυπόλυτο παιδάκι.
Καθώς κατεβάζω το βλέμμα, ο τόπος γλυκαίνει. Ο μικρός κάμπος ξεδιπλώνεται μπροστά μου, με τις ελιές, τα χωράφια, τις πλαγιές και τα βοσκοτόπια. Είναι η γη που δουλέψαμε, γιατί εμείς δεν αφήνουμε το χώμα να ξαποστάσει. Οι μουλαρόδρομοι και τα μονοπάτια ξεχωρίζουν καθαρά, σαν τις γραμμές στην παλάμη μου. Δρόμοι που οδηγούν σε στάνες, σε καλύβια, σε ζωές. Δεν είναι εξωτική αυτή η εικόνα. Είναι δικιά μου. Είναι η καθημερινότητά μου. Αυτό βλέπαμε κάθε μέρα, με χιόνι ή με ήλιο.
Κι εκεί, μακριά, λάμπει ο Λακωνικός κόλπος. Ασημένιος, φωτεινός, εκεί που φιλιέται ο ουρανός με τη θάλασσα. Κι ας είναι βουνίσιος ο τόπος μου, πάντα είχε το βλέμμα στραμμένο στο πέλαγος. Όταν το φως περνά μέσα απ’ τα σύννεφα και πέφτει πάνω στις ελιές, νιώθω σαν να λάμπει ο Θεός. Έτσι λέγαμε. Κι έτσι το πίστευα.
Βλέπω τους ορεινούς όγκους, τα πέτρινα υψώματα που σκαρφάλωνα παιδί. Εκεί που άλλοι βλέπουν απλώς βουνά, εγώ βλέπω τις ιστορίες μας. Την Ασφάκα, την Τσούκα, τον Ελατιά. Κάθε όνομα κι ένα βήμα. Ένα ίχνος. Μια ανάμνηση. Ο τόπος αυτός δεν είναι απλώς όμορφος. Είναι βαθιά δικός μου.
Ο ουρανός, γεμάτος σύννεφα, αφήνει φως να σκίζει τη σκοτεινιά και να πέφτει στα χωράφια. Κι εγώ λέω, όπως λέγανε οι παλιοί Καριτσιώτες: «Έτσ’ είν’ ο καιρός μας. Μουλαρικός, μα δίκαιος.»
Αυτή η εικόνα, είτε την αντικρίζω είτε την κρατώ στο νου μου, είναι κάτι παραπάνω από όμορφη. Είναι ρίζα. Είναι η βεβαιότητα πως η ψυχή μου ανήκει κάπου. Πως δεν χρειάζεται να ανακαλύψω αυτόν τον τόπο, γιατί με μεγάλωσε. Μου έμαθε να στέκομαι όρθιος. Να κοιτάζω μπροστά. Είναι προνόμιο να ’χεις τέτοιον τόπο.
Όταν στη φαντασία μου στέκομαι στου Άη Γιάννη και κοιτάζω κάτω, νιώθω πως κρατάω ολόκληρο το χωριό στην παλάμη μου. Αυτή είναι η γη μας. Όχι μόνο όμορφη, μα δική μας. Μεγαλώσαμε μαζί της. Ξέρει τις φωνές μας, τα τραγούδια μας, τις σιωπές μας. Εδώ βγήκαν οι πρώτες μου κραυγές. Εδώ έμαθα να περπατώ, να κουβαλώ, να δουλεύω, να ελπίζω.
«Αυτό βλέπω κάθε μέρα μου», λέω καμιά φορά σε κάποιον φίλο ξένο. Κι εκείνος δεν με πιστεύει. Μα ναι, κάθε μέρα, βροχή ή λιακάδα, αυτή είναι η θέα μου. Κι ο καιρός αλλάζει, μα η αγάπη μένει ίδια. Γιατί εγώ δεν βλέπω μόνο τοπίο. Βλέπω το παρελθόν μου. Βλέπω τον πατέρα μου να οργώνει στα Ανάσκελα. Τη μάνα μου πάνω στη σκάλα να μαζεύει ελιές στην Αντωναίικη Πλεύρα. Τη γιαγιά να διαλέγει αγριόχορτα στην Πάνου Λούτσα. Τον παππού να φτιάχνει μαγκούρες στο Καλύβι του Μπάλα. Και εμένα, οκτώ χρονών παιδάκι, να παίρνω σβάρνα το Βατσουραίικο Στεφάνι και να φυλάω τις γίδες στη Μισορράχη.
Και όταν είμαι μακριά, απλώς κλείνω τα μάτια. Τη βλέπω πάλι μπροστά μου. Τη μυρίζω. Τη νιώθω. Γιατί, όπως έλεγε κι ο πατέρας μου: «Η Καρίτσα δε σ’ αφήνει. Άμα τη ζήσεις, ρέει στο αίμα σου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου