Σε ένα πρόσφατο ταξίδι μας από
την Αδελαΐδα στη Μελβούρνη, εγώ και ο αγαπημένος μου ανιψιός Βαγγέλης, με τη
συνοδεία του ανιψιού μας από τη Μελβούρνη, Αναργύρου Κατσάμπη, είχαμε την
ευκαιρία να βαδίσουμε στα χνάρια της ιστορίας. Ιστορίας τόσο προσωπικής όσο και
συλλογικής.
Σε
μια πόλη που φιλοξενεί τη μεγαλύτερη ελληνική παροικία εκτός Ελλάδας, σταθήκαμε
ενώπιον μνημειακών τόπων που ξύπνησαν μνήμες βαθιά χαραγμένες στις καρδιές μας.
Στην
Σπάρτα Πλέις, μέσα στην πολύβουη καθημερινότητα του Μπράνσγουικ, σταθήκαμε
μπροστά στον Λεωνίδα. Φρουρό ακίνητο, διαχρονικό, με βλέμμα στραμμένο στο
άπειρο. Το άγαλμά του δεν είναι απλώς μνημείο. Είναι φάρος που δείχνει στους
Λάκωνες της Αυστραλίας τον δρόμο πίσω στις ρίζες τους.
Η
αδελφοποίηση του Μπράνσγουικ με τη Σπάρτη δεν είναι μια απλή διοικητική πράξη. Είναι
πράξη ψυχής, μια γέφυρα καρδιάς ανάμεσα στις δυο μας πατρίδες.
Μόλις τέσσερα λεπτά με τα πόδια από τον Λεωνίδα, στο Άλμπερτ Στρητ, στέκει η αίθουσα της Παλλακωνικής Αδελφότητας. Ένα αρχοντικό κτήριο, ανακαινισμένο με τον κόπο και την αγάπη των πρώτων μεταναστών. Εκεί χτυπά ακόμη ο παλμός της Λακωνίας. Δυνατός, πεισματάρης, περήφανος. Οι τοίχοι κρατούν ακόμη τις φωνές της ξενιτιάς, τα τραγούδια της παρέας, τους ήχους του χορού και του λαούτου
Από εκεί κατευθυνθήκαμε σε τόπους ιερούς. Όχι για τον επίσημο χάρτη της Μελβούρνης, αλλά για τον οικογενειακό και συναισθηματικό μας χάρτη. Τόπους που σημάδεψαν τις πρώτες μας εμπειρίες στην Αυστραλία το 1961 και το 1962.
Στάση τρίτη: Το Φιτζρόι Όβαλ και Αυστραλιανό Φούτυ
Πρώτα
στο Φιτζρόι Όβαλ, στη γωνία της Φρίμαν Στρητ και της Μπράνσγουικ Στρητ στο Νορθ
Φιτζρόι. Εκεί παρακολουθήσαμε το πρώτο μας παιχνίδι από το άγνωστο τότε
Αυστραλιανό Φούτυ. Ένα παιχνίδι που με τον καιρό αγαπήσαμε, γιατί μας ένωσε με
τη νέα μας πατρίδα.
Στη
συνέχεια, στο Νάμπερ 2 Κέρτεν Πλέις. Το πρώτο σπίτι που αγόρασαν ο θείος
Αργύρης και η θεία Καλλιόπη. Το πρώτο μας κατάλυμα στην Αυστραλία. Ένα καταφύγιο
στην ξενιτιά.
Στάση πέμπτη: Πρώτο μας σχολείο
Έπειτα,
στο Λη Στρητ Στέιτ Σκουλ. Εκεί όπου για πρώτη φορά προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε
μια νέα γλώσσα. Ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα. Έναν νέο κόσμο. Θυμόμαστε ακόμη
το δέος. Την αμηχανία, τη σιωπή και την ελπίδα.
Στάση έκτη: Πρώτο σπίτι του πατέρα
Η
διαδρομή μας κορυφώθηκε στο Νάμπερ 19 Νάπιερ Στρητ. Το πρώτο σπίτι που
φιλοξένησε τον πατέρα μας όταν έφτασε το 1958. Εκεί ξεκίνησε το δικό του
αυστραλιανό όνειρο. Κι εκεί, η σιωπή μίλησε. Ένιωθες τον πατέρα να στέκεται
ακόμη στη γωνία του δρόμου με μια βαλίτσα στο χέρι και ελπίδα στην καρδιά.
Εκείνη
τη μέρα, στη Μελβούρνη, δεν περπατήσαμε απλώς. Προσκυνήσαμε. Κάθε βήμα ήταν
επιστροφή. Κάθε γωνία, μια συγκίνηση. Κάθε τοίχος, μια σελίδα από το δικό μας
βιβλίο ζωής. Φύγαμε με την ψυχή πιο γεμάτη. Γιατί σ’ αυτή τη στροφή του κόσμου,
βρήκαμε τη Σπάρτη μας ζωντανή. Όπως της αξίζει.
Ο Βαγγέλης Κατσάμπης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αδελαΐδα. Είναι
εγγονός μεταναστών από τη Λακωνία, με καταγωγή από το ορεινό χωριό Καρίτσα. Με
βαθιά αγάπη για την ελληνική του κληρονομιά, ταξιδεύει συχνά σε τόπους όπου η
μνήμη της πατρίδας παραμένει ζωντανή, αναζητώντας πάντα το νήμα που ενώνει τις
γενιές.
Ο γράφων γεννήθηκε στην Καρίτσα του Πάρνωνα και μετανάστευσε
στην Αυστραλία το 1961, σε ηλικία εννέα ετών. Η Λακωνία, με τους ανθρώπους, την
ιστορία και τα τοπία της, παραμένει βαθιά ριζωμένη στην καρδιά του και αποτελεί
πηγή έμπνευσης και καθοδήγησης για τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Μπροστά στον αιώνιο φρουρό της Σπάρτης, στη Σπάρτα Πλέις του Μπράνσγουικ. Ο Λεωνίδας δεν είναι μόνο άγαλμα. Είναι μνήμη, σύμβολο και υπόμνηση της καταγωγής μας.
Μπροστά από την Αίθουσα της Παλλακωνικής Αδελφότητας — το σπίτι των Λακώνων στη Μελβούρνη. Εκεί όπου χτυπά ακόμη δυνατά η καρδιά της Λακωνίας στην Αυστραλία.
Στο γήπεδο Φιτζρόι Όβαλ όπου παρακολουθήσαμε το πρώτο μας παιχνίδι αυστραλιανού φούτυ. Ένα παιχνίδι άγνωστο, που με τον καιρό έγινε κομμάτι της νέας μας ταυτότητας.
Μπροστά στο πρώτο μας σπίτι στην Αυστραλία. Εκεί όπου ο θείος Αργύρης και η θεία Κλειώπη μάς άνοιξαν την αγκαλιά τους. Μια ζεστή γωνιά μέσα στη μεγάλη άγνωστη πόλη.
Μπροστά στο σπίτι όπου έφτασε ο πατέρας μας το 1958. Εκεί όπου άρχισε να φυτεύει ρίζες σε νέα γη. Μια σιωπηλή γωνιά της Μελβούρνης γεμάτη προσδοκία, μόχθο και ελπίδα.