Γράφει ο Αθ. Στρίκος
Ένας αητός περήφανος κι ένας αητός λεβέντης
δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει
Δημοτικό
Και:
Αητέ που κάθεσαι ψηλά στ’ όρος το χιονισμένο
τρώεις το δρόσος του χιονιού πίνεις νερό κατάκρυο
λαγό κι αν πιάσεις γεύεσαι περδίκι και δειπνάς το.
Φιλείς και κόρην όμορφη.
Ριζίτικο
Και:
Αητέντς επαραπέτανεν ψηλά σα επουράνια.
Είχεν τσαγκία κόκκινα και το τσαρκούλ’ ν ατ μαύρον.
Ποντιακό
Αποδίδω:
Ένας αητός επέταγε ψηλά στα επουράνια.
Είχε πατούσες κόκκινες και το λοφίο μαύρο.
Αυτόν τον τίτλο επέλεξε ο συγγραφέας, ποιητής, ζωγράφος Βασίλης Βλαχάκος, πρώτος Πρόεδρος της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας για την πρόσφατη πνευματική του ευκαρπία. "Οι αετοί της Καρίτσας", τίτλος στον οποίο πυκνώνεται όλο το νόημα του βιβλίου και ταυτίζεται με το περιεχόμενό του. Άλλωστε ο αετός από τη βαθειά αρχαιότητα ως σήμερα θεωρείται ως το τελειότατον των πτηνών. Να: Ο Πρίαμος πριν κινήσει για τον Αχιλλέα να του ζητήσει το σώμα του παιδιού του, παρακαλεί τον Δία να του στείλει "οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον". Και ο Δίας τού ’στειλε αμέσως έναν αετό. "Τελειότατον πετεεινῶν".
Ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό επανέρχεται στο χωριό που πρωτοδιορίστηκε δάσκαλος -καιγόταν αληθινά για τα παιδιά του σχολείου- και κάνει ένα προσκύνημα. (Ίδιο προσκύνημα ήταν και η συμμετοχή των ανθρώπων της Καρίτσας, απ’ όπου γης, κατά την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου την 10 Αυγούστ. 2019, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου. Εύγε στα κορίτσια της Καρίτσας. Κι εκείνο που μέτραγε περισσότερο ήταν η ψυχική συμμετοχή των ανθρώπων. Τό ’βλεπες στα μάτια τους. Ιεροτελεστία. Στιγμές εξόχως συγκινητικές. Δίψα για αληθινή πολιτιστική εκδήλωση, για νόημα ζωής αξιοβίωτης. Ποτέ δεν υπήρξε τόσο έντονη ψυχική συμμετοχή του κοινού σε παρουσίαση βιβλίου, που εκφραζόταν με μάτια, χέρια, κορμί και χείλη.)
Δυσανασχέτησε ο συγγραφέας όταν πριν μισό και πλέον αιώνα διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό, όπου τότε περίσσευαν η φτώχεια, ο ιδρώτας και το δάκρυ. Από την άλλη όμως περίσσευαν και η θυμοσοφία, η αρχοντιά της ψυχής, το γέλιο και προπαντός οι φτερούγες που όλα τά ’φερνε η στέρηση. "Η πενία μας, λέει ο Θεοδωρακόπουλος, συντρόφισσά μας και δασκάλα μας". Κι αυτή δημιουργούσε μια ανεπανάληπτη συνοχή και συνάφεια πνευματική και ψυχική, με αψεγάδιαστη λειτουργικότητα δίχως λειψάδες. Με μια λέξη δημιουργούσε την ομορφιά που υπάρχει παντού, αγνή και ανόθευτη, φτάνει νά ’χει κανείς μάτια να την ιδεί και αυτιά να την αφουγκραστεί. Κι έγιναν ζωή απ’ τη ζωή του και ποίηση στο αίμα του.
Συμβολικός βέβαια ο τίτλος από τα δύο κύρια πρόσωπα του έργου που ξεχώριζαν για την υπερφυσική τους δύναμη σε χέρια, πόδια και μυαλό. Που είχαν δηλαδή διπλά και τριπλά φτερά και καταγοήτευσαν τον συγγραφέα.
Βιωματικό το βιβλίο και γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Μετά τον πρόλογο του σοφού διδασκάλου και συγγραφέα Δημήτρη Κατσαφάνα, που πρέπει να διαβαστεί με προσοχή (η ίδια η λέξη καλεί έτσι να το διαβάσουμε αφού προσοχή σημαίνει προς + έχω τον νουν) που είναι πραγματικά ο καθρέφτης του βιβλίου, το ίδιο το έργο εξελίσσεται γραμμικά, αξονικά αλλά και ακτινωτά, με τεχνική απλή, λιτή, ανεπιτήδευτη, κατανοητή. Γραμμένο με αθωότητα, καλοσύνη, τρυφεράδα και αυθορμητισμό, σαν τη φύση και σαν τη ζώσα πραγματικότητα. Αυτά που αποτελούσαν και την οικουμένη των δύο κεντρικών του ηρώων και όλων των προσώπων που κινούνται στο βιβλίο.
ʺΤα πουρνάρια, τα σκίνα, οι ασπάλακες, οι ασφάκες, τα ρείκια, οι αγριελιές, οι κουμαριές, τ’ αγριολούλουδα, τα γιδοπρόβατα με τα τροκάνια τους, τα γκεσέμια που κρατάνε κόντρα μπάσο με τις τροκάνες τους, όπως τσιμπολογάνε ροϊδάμι και παίρνοντας φόρα χτυπούν τα κεφάλια τους βγάζοντας ένα ξερόν ήχον, όπως τα ξυλαράκια του τύμπανου όταν ο τυμπανιστής τα χτυπάει στον αέρα, οι κήποι του χωριού με τις κολοκυθιές κορφάδες που έχουν βγάλει τα κεφαλάκια τους οι κουτσομπόλες για να βλέπουν ποιος περνάει στο δρόμο, με τα λουλούδια τους ανοιχτά σαν αυτιά για να ακούνε τί λένε οι διαβάτεςʺ, τα βουνα, οι λόγγοι, τα ισιώματα, τα καταράχια, οι πηγές με τα κρύα νερά, τα πουλιά του Θεού που τραγουδάνε στο πανηγύρι της ημέρας, οι βρύσες, τα ταβερνάκια, το σχολείο, η εκκλησιά, όλα μα όλα στα χέρια και το μυαλό του άξιου της τέχνης γίνονται φορείς συναισθημάτων που ξεσηκώνουν τον αναγνώστη.
Και εκεί πια που το βιβλίο κορυφώνεται είναι στους δύο κεντρικούς ήρωες, τον Μιχάλη και τον Κωσταντή Μαλαβάζο, τους Ρουμάνους όπως ήταν τα παρατσούκλια τους (ωραία λέξη το παρατσούκλι από το παρά + εκ + καλώ), όχι βέβαια γιατί είχαν σχέση με τη Ρουμανία, αλλά γιατί ζούσαν συνεχώς στα ρουμάνια, τα αδιαπέραστα δάση και τις λαγκαδιές, συντροφιά με τα αγρίμια, τα δέντρα και τους αέρηδες.
Και πουθενά υπερβολή σε τούτο το βιβλίο. Μα κι αν υπάρχει κάπου κάποια ή την θεωρεί ο αναγνώστης τέτοια, αυτή είναι φαινομενική, αφού ο συγγραφέας κατορθώνει με μαεστρία να την εντάσσει στον κόσμο της φυσικότητος. Και όλα πια λειτουργούν ως τεκμήριο της ψυχικής συγκίνησης, που ένιωσε όταν πρωτοαντίκρυσε τον πρώτον ήρωά του τον Μιχάλη, που τον γνώρισε προσωπικά. Και ήταν τόσο συνταρακτική η συνάντηση με τον γίγαντα εκείνον ώστε μέσα του έγινε σεισμός και χαλασμός, όπως σε ’κείνη του Παύλου με τον Ιησού στο δρόμο προς τη Δαμασκό, σε άλλο επίπεδο φυσικά εδώ. Μετά από εκείνη κι όσες ακολούθησαν έγιναν στην ψυχή του συγγραφέα πόθος, λαχτάρα και καημός να το κάνει βιβλίο. Τραγούδι που θα το λέει στα χρόνια που θα ’ρθούν. Γιατί ο ανθρωπος εκείνος δεν ήταν απλώς κάτι διαφορετικό από τους άλλους αλλά κάτι εξαιρετικό.
Πάνοπλος παρουσιάζεται στο βιβλίο, όχι μόνο γιατί κρατούσε το γκρα και τη μαγκούρα, που δεν αποχωριζότανε ποτέ, σύμβολα δυνάμεως και φυσικού δικαίου, αλλά στη λέξη πάνοπλος εννοήσατε την εγρήγορση που τον διέκρινε σε ό,τι έκανε, ό,τι έλεγε, ό,τι σχεδίαζε. Και ήταν η γρηγοράδα του, η σπιρτάδα του, ακόμη κι όταν σιωπούσε (ἡ σιωπὴ λόγος ἐστί, έλεγαν οι Πυθαγόρειοι), γρηγορότερη από το βέλος. Και αυτά είναι που αναγνωρίζονται και τιμώνται στο βιβλίο, όπως γινόταν στην πατρίδα μας σε κάθε εποχή όλους τους αιώνες, στην ιστορία και τη λογοτεχνία. Και το βλέπουμε στον Ηρακλή, στους Αίαντες του Ομήρου, στον Διγενή Ακρίτα, στους ήρωες του 1821, στο Νικηταρά και στον Αντρούτσο, στους Ιππότες των Ορέων, στους Κοντραμπατζήδες της θάλασσας, στον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη. Ήταν δε ο Μιχάλης ο Ρουμάνος εκτός από φοβερά χεροδύναμος και ταχύς, προπαντός "ἄνδρας πεπονηρευμένος" όπως θα έλεγε και ο παλαιός χρονικογράφος Δωρόθεος ο εκ Μονεμβασίας, με μια ηθική ξεχωριστή από τους άλλους που θα την έλεγα φυσική.
Και αντιπαραθέτει ο συγγραφέας τον πρωτογονισμό και την αγνότητα της φύσης στην κακία και τη δολιότητα ενός ψεύτικου πολιτισμού, του πολιτισμού μας. Ένα αγρίμι, ένα ζούδι του λόγγου ήταν ο Μιχάλης, με αυτό που ονομάζουμε παλληκαριά, ζωντάνια, λεβεντιά, περηφάνεια, συνέπεια, αγάπη για τη ζωή. Ένα κράμα ιδιοτήτων μαζί με την υπερφυσική δύναμη που την είχε στη διάθεση κάθε αναγκεμένου, ακόμα και για γυναικοαρπαγές, μιας και την εποχή εκείνη στο χωριό ο έρωτας ήταν απρόσιτος και τα κορίτσια ήθελαν να φύγουν από εκεί και καμμία από τα γύρω χωριά δεν ήθελε να πάει νύφη σε ’κείνο το χωριό. Και πολλές φορές υπερέβαινε τα όρια που έχουν θέσει οι άνθρωποι.
Και αν θέλαμε σε κάποιον στην ευρύτερη περιοχή να απονεμηθεί, κατά τα παλαιότερα πρότυπα, ο τίτλος του βασιλιά, του Ιππότη των Ορέων, αυτός δικαιωματικά ανήκει στον Μιχάλη τον Ρουμάνο. Και αυτό χάρις στα προσόντα του, τα ανδραγαθήματά του, πρωτότυπα και ασύλληπτα στη φαντασία, την εφευρετικότητα και τις επινοήσεις, το βίο και την πολιτεία του. Γιατί βγήκε νεώτατος στο κλαρί, έδρασε ποικιλοτρόπως με αλλιώτικη δική του φυσική ηθική, αποσπώντας το θαυμασμό, το σεβασμό και το δέος των κατοίκων της περιοχής. Σε άλλες εποχές θα συνέθεταν γι’ αυτόν κλέφτικα δημοτικά τραγούδια.
Ο άλλος αετός, ο Κωσταντηρουμάνος, ετεροθαλής αδερφός του Μιχάλη, μεγαλύτερος σε ηλικία, ήταν κι αυτός πλασμένος από τη φύση με υλικά μοναδικά. Πιο γεροδεμένος, μοναδικός και σπάνιος, θαύμα και φαινόμενο, χαρακτηριστικά κοινά και στους δύο. Τούτος όμως ο Κωσταντής περιγράφεται ως ήσυχος και πράος που χρησιμοποιούσε τη μυική του δύναμη όταν του τη ζητούσαν, πάντα για το καλό.
Σε άλλον καιρό και τόπο είπα πως τον φαντάζομαι σαν τον Αίαντα, τον Ομηρικόν ήρωα, το έρκος των Αχαιών, δηλαδή τον φράκτη του στρατού των Αχαιών, με τις τεράστιες πλάτες, που είχε τη δύναμη ελέφαντα και καρδιά μικρού παιδιού. Που και ένα παιδί μπορούσε να τον οδηγήσει, να τον προστάξει να διπλωθεί στα πόδια του και να το βοηθήσει με το χοντρό του χέρι, την προβοσκίδα του, να ανεβεί ανέμελο στη ράχη του ογκοδέστατου ζώου που υπακούει καλοπροαίρετα.
Τον Αίαντα που πάνω στο πτώμα του Πατρόκλου, βήμα βήμα, με ιδρώτα και αίμα το διέσωσε από την αρπαγή που θα τό ’κανε τρόπαιο στα χέρια των Τρώων. Τον Αίαντα που προσφέρθηκε να παλαίψει, να μονομαχήσει με τον Έκτορα και παρακολουθούσαν τον αγώνα εκείνο οι Τρώες από τα τείχη πάνω, στην περίφημη ραψωδία "τειχοσκοπία", για να ρωτήσει ο γέρο Πρίαμος την Ελένη "ποιός είναι εκείνος ο λεβέντης;" Και η Ελένη: "Οὗτος ἐστὶν Αἴας ὁ πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν".
Τέτοιος και ο Κωσταντηρουμάνος στο βιβλίο του Β. Βλαχάκου, που ακόμη κι όταν κεραυνοβολήθηκε στην Αμερική και ήταν να μην τον έβλεπε ανθρώπου μάτι, ένα κάψαλο όλο το κορμί και μόνον η καρδιά χτυπούσε ακόμη, γλύτωσε με μόνο ένα ελαφρο κούτσαμα που του άφησε το στοιχειό του ουρανού. Για να δοθεί από το συγγραφέα στο γεγονός φιλοσοφική και μεταφυσική διάσταση.
Αυτός είναι ο δεύτερος αετός. Και δεν είναι υπερβολή να ειπούμε ότι μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα που κινούνται ακτινωτά τώρα πια, ενώ ως τώρα η κίνηση στο βιβλίο ήταν γραμμική, αξονική, φωτογραφική, ζωγραφική, τα αετόπουλα της Καρίτσας εδώ και παντού στον κόσμο, συνθέτουν την εποποιία του χωριού.
Και όπως πολλά χωριά στη Λακωνία έχουν τα βιβλία τους (Χρύσαφα, Μυστράς, Γεράκι, Παλαιοπαναγιά, Κουμουστά, Βαμβακού, Γκιότσαλη κι Άγιος Δημήτριος, Ξηροκάμπι, Μπαλσινίκο, Βουτιάνοι, Αγριάνοι κ.ά, των Δημ. Κατσαφάνα, Κατσουλάκου-Στούμπου, Σταυρόπουλου, Μπατσάκη-Πραγαλού, Λάσκαρη, Μούτουλα, Τριλίτη, Κουφού και τελευταία ʺΤο Ασήμι της Καρδιάς μουʺ του 90χρονου Βασίλη Πολυχρ. Γεωργούλη και άλλων άξιων των γραμμάτων και της πατρίδος, που τα ονόματά τους πρέπει να μνημονεύονται) έτσι και η Καρίτσα έχει τώρα πια το βιβλίο της, τους αετούς της, την Ιστορία της. Και είναι πολύ σημαντικό κατά καιρούς το γράψιμο βιβλίων για τα μικρά χωριά, με οποιαδήποτε αφορμή από φλογερούς συγγραφείς. Και όλα σαν τα ρυάκια πέφτουν στο μεγάλο ποτάμι της Ιστορίας αρδεύοντας αυτήν και το Έθνος.
Θα κλείσω τη σημερινή αναφορά στο βιβλίο του Β. Βλαχάκου λέγοντας ότι ο τρόπος που είναι γραμμένο, πρωτότυπος και πρωτοεμφανιζόμενος στη λογοτεχνία, που δεν υπηρετεί καμμιά νοοτροπία και ρεύμα, είναι χαρακτηριστικός. Και με τις εξαίσιες φυσιολατρικές περιγραφές του, που ξεχειλίζουν λυρισμό και έξαρση με νότες χαράς και ιλαρότητος, μαζί με το τέλος του, όπου ο συγγραφέας, ποιητής ο ίδιος, εξιδανικεύει τους ήρωές του, αφού τους βλέπει να φτεροζυγιάζονται στον ουρανό της Καρίτσας, να τους μιλεί και να του αποκρίνονται, μη μπορώντας να δεχτεί ότι ακολούθησαν τον αιώνιο νόμο της φύσης, που είναι πάνω σε όλους μας νικήτρια. Βαθειά επιθυμία να τους ξαναδεί. Κι εκείνοι εκπληρώνουν την επιθυμία του καλύπτοντας άλλη μια φορά το συναισθηματικό χώρο του συγγραφέα. Πράγματα που συναντάμε στα δημοτικά μας τραγούδια, την παράδοση και το λαϊκό μας πολιτισμό. Για όλους αυτούς τους λόγους βλέπω το βιβλίο αυτό να αποτελεί πυξίδα που θα οδηγεί και άλλους συγγραφείς στο μέλλον.
Και σκέφτομαι: αν οι αρχαίοι Αθηναίοι ετίμησαν τον Θηβαίο ποιητή Πίνδαρο, βραβεύοντάς τον με μυρίας δραχμάς, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη και τον αναγόρευσαν πρόξενό τους, μόνο και μόνο γιατί ύμνησε την Αθήνα με δύο (2) στίχους
Ἰοστέφανοι Άθῆναι. Ἑλλάδος ἔρεισμα
Δαιμόνιον πτολίεθρον
Δηλαδή: Δαφνοστεφανωμένη Αθήνα. Βάση της Ελλάδος, θεϊκή πόλη, αναρωτιέμαι πώς πρέπει να τιμήσει η Καρίτσα τον Βασίλη Βλαχάκο, δάσκαλο του χωριού και κήρυκά του, που με βιβλίο εποποιία για το χωριό, 318 σελίδων, με τον εύτροχον τίτλον ʺΟι αετοί της Καρίτσαςʺ θα την ταξειδεύει με τα φτερά του και σάλπιγγα Τυρρηνική στα πέρατα της γης.
Ένας αητός περήφανος κι ένας αητός λεβέντης
δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει
Δημοτικό
Και:
Αητέ που κάθεσαι ψηλά στ’ όρος το χιονισμένο
τρώεις το δρόσος του χιονιού πίνεις νερό κατάκρυο
λαγό κι αν πιάσεις γεύεσαι περδίκι και δειπνάς το.
Φιλείς και κόρην όμορφη.
Ριζίτικο
Και:
Αητέντς επαραπέτανεν ψηλά σα επουράνια.
Είχεν τσαγκία κόκκινα και το τσαρκούλ’ ν ατ μαύρον.
Ποντιακό
Αποδίδω:
Ένας αητός επέταγε ψηλά στα επουράνια.
Είχε πατούσες κόκκινες και το λοφίο μαύρο.
Αυτόν τον τίτλο επέλεξε ο συγγραφέας, ποιητής, ζωγράφος Βασίλης Βλαχάκος, πρώτος Πρόεδρος της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας για την πρόσφατη πνευματική του ευκαρπία. "Οι αετοί της Καρίτσας", τίτλος στον οποίο πυκνώνεται όλο το νόημα του βιβλίου και ταυτίζεται με το περιεχόμενό του. Άλλωστε ο αετός από τη βαθειά αρχαιότητα ως σήμερα θεωρείται ως το τελειότατον των πτηνών. Να: Ο Πρίαμος πριν κινήσει για τον Αχιλλέα να του ζητήσει το σώμα του παιδιού του, παρακαλεί τον Δία να του στείλει "οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον". Και ο Δίας τού ’στειλε αμέσως έναν αετό. "Τελειότατον πετεεινῶν".
Ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό επανέρχεται στο χωριό που πρωτοδιορίστηκε δάσκαλος -καιγόταν αληθινά για τα παιδιά του σχολείου- και κάνει ένα προσκύνημα. (Ίδιο προσκύνημα ήταν και η συμμετοχή των ανθρώπων της Καρίτσας, απ’ όπου γης, κατά την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου την 10 Αυγούστ. 2019, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου. Εύγε στα κορίτσια της Καρίτσας. Κι εκείνο που μέτραγε περισσότερο ήταν η ψυχική συμμετοχή των ανθρώπων. Τό ’βλεπες στα μάτια τους. Ιεροτελεστία. Στιγμές εξόχως συγκινητικές. Δίψα για αληθινή πολιτιστική εκδήλωση, για νόημα ζωής αξιοβίωτης. Ποτέ δεν υπήρξε τόσο έντονη ψυχική συμμετοχή του κοινού σε παρουσίαση βιβλίου, που εκφραζόταν με μάτια, χέρια, κορμί και χείλη.)
Δυσανασχέτησε ο συγγραφέας όταν πριν μισό και πλέον αιώνα διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό, όπου τότε περίσσευαν η φτώχεια, ο ιδρώτας και το δάκρυ. Από την άλλη όμως περίσσευαν και η θυμοσοφία, η αρχοντιά της ψυχής, το γέλιο και προπαντός οι φτερούγες που όλα τά ’φερνε η στέρηση. "Η πενία μας, λέει ο Θεοδωρακόπουλος, συντρόφισσά μας και δασκάλα μας". Κι αυτή δημιουργούσε μια ανεπανάληπτη συνοχή και συνάφεια πνευματική και ψυχική, με αψεγάδιαστη λειτουργικότητα δίχως λειψάδες. Με μια λέξη δημιουργούσε την ομορφιά που υπάρχει παντού, αγνή και ανόθευτη, φτάνει νά ’χει κανείς μάτια να την ιδεί και αυτιά να την αφουγκραστεί. Κι έγιναν ζωή απ’ τη ζωή του και ποίηση στο αίμα του.
Συμβολικός βέβαια ο τίτλος από τα δύο κύρια πρόσωπα του έργου που ξεχώριζαν για την υπερφυσική τους δύναμη σε χέρια, πόδια και μυαλό. Που είχαν δηλαδή διπλά και τριπλά φτερά και καταγοήτευσαν τον συγγραφέα.
Βιωματικό το βιβλίο και γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Μετά τον πρόλογο του σοφού διδασκάλου και συγγραφέα Δημήτρη Κατσαφάνα, που πρέπει να διαβαστεί με προσοχή (η ίδια η λέξη καλεί έτσι να το διαβάσουμε αφού προσοχή σημαίνει προς + έχω τον νουν) που είναι πραγματικά ο καθρέφτης του βιβλίου, το ίδιο το έργο εξελίσσεται γραμμικά, αξονικά αλλά και ακτινωτά, με τεχνική απλή, λιτή, ανεπιτήδευτη, κατανοητή. Γραμμένο με αθωότητα, καλοσύνη, τρυφεράδα και αυθορμητισμό, σαν τη φύση και σαν τη ζώσα πραγματικότητα. Αυτά που αποτελούσαν και την οικουμένη των δύο κεντρικών του ηρώων και όλων των προσώπων που κινούνται στο βιβλίο.
ʺΤα πουρνάρια, τα σκίνα, οι ασπάλακες, οι ασφάκες, τα ρείκια, οι αγριελιές, οι κουμαριές, τ’ αγριολούλουδα, τα γιδοπρόβατα με τα τροκάνια τους, τα γκεσέμια που κρατάνε κόντρα μπάσο με τις τροκάνες τους, όπως τσιμπολογάνε ροϊδάμι και παίρνοντας φόρα χτυπούν τα κεφάλια τους βγάζοντας ένα ξερόν ήχον, όπως τα ξυλαράκια του τύμπανου όταν ο τυμπανιστής τα χτυπάει στον αέρα, οι κήποι του χωριού με τις κολοκυθιές κορφάδες που έχουν βγάλει τα κεφαλάκια τους οι κουτσομπόλες για να βλέπουν ποιος περνάει στο δρόμο, με τα λουλούδια τους ανοιχτά σαν αυτιά για να ακούνε τί λένε οι διαβάτεςʺ, τα βουνα, οι λόγγοι, τα ισιώματα, τα καταράχια, οι πηγές με τα κρύα νερά, τα πουλιά του Θεού που τραγουδάνε στο πανηγύρι της ημέρας, οι βρύσες, τα ταβερνάκια, το σχολείο, η εκκλησιά, όλα μα όλα στα χέρια και το μυαλό του άξιου της τέχνης γίνονται φορείς συναισθημάτων που ξεσηκώνουν τον αναγνώστη.
Και εκεί πια που το βιβλίο κορυφώνεται είναι στους δύο κεντρικούς ήρωες, τον Μιχάλη και τον Κωσταντή Μαλαβάζο, τους Ρουμάνους όπως ήταν τα παρατσούκλια τους (ωραία λέξη το παρατσούκλι από το παρά + εκ + καλώ), όχι βέβαια γιατί είχαν σχέση με τη Ρουμανία, αλλά γιατί ζούσαν συνεχώς στα ρουμάνια, τα αδιαπέραστα δάση και τις λαγκαδιές, συντροφιά με τα αγρίμια, τα δέντρα και τους αέρηδες.
Και πουθενά υπερβολή σε τούτο το βιβλίο. Μα κι αν υπάρχει κάπου κάποια ή την θεωρεί ο αναγνώστης τέτοια, αυτή είναι φαινομενική, αφού ο συγγραφέας κατορθώνει με μαεστρία να την εντάσσει στον κόσμο της φυσικότητος. Και όλα πια λειτουργούν ως τεκμήριο της ψυχικής συγκίνησης, που ένιωσε όταν πρωτοαντίκρυσε τον πρώτον ήρωά του τον Μιχάλη, που τον γνώρισε προσωπικά. Και ήταν τόσο συνταρακτική η συνάντηση με τον γίγαντα εκείνον ώστε μέσα του έγινε σεισμός και χαλασμός, όπως σε ’κείνη του Παύλου με τον Ιησού στο δρόμο προς τη Δαμασκό, σε άλλο επίπεδο φυσικά εδώ. Μετά από εκείνη κι όσες ακολούθησαν έγιναν στην ψυχή του συγγραφέα πόθος, λαχτάρα και καημός να το κάνει βιβλίο. Τραγούδι που θα το λέει στα χρόνια που θα ’ρθούν. Γιατί ο ανθρωπος εκείνος δεν ήταν απλώς κάτι διαφορετικό από τους άλλους αλλά κάτι εξαιρετικό.
Πάνοπλος παρουσιάζεται στο βιβλίο, όχι μόνο γιατί κρατούσε το γκρα και τη μαγκούρα, που δεν αποχωριζότανε ποτέ, σύμβολα δυνάμεως και φυσικού δικαίου, αλλά στη λέξη πάνοπλος εννοήσατε την εγρήγορση που τον διέκρινε σε ό,τι έκανε, ό,τι έλεγε, ό,τι σχεδίαζε. Και ήταν η γρηγοράδα του, η σπιρτάδα του, ακόμη κι όταν σιωπούσε (ἡ σιωπὴ λόγος ἐστί, έλεγαν οι Πυθαγόρειοι), γρηγορότερη από το βέλος. Και αυτά είναι που αναγνωρίζονται και τιμώνται στο βιβλίο, όπως γινόταν στην πατρίδα μας σε κάθε εποχή όλους τους αιώνες, στην ιστορία και τη λογοτεχνία. Και το βλέπουμε στον Ηρακλή, στους Αίαντες του Ομήρου, στον Διγενή Ακρίτα, στους ήρωες του 1821, στο Νικηταρά και στον Αντρούτσο, στους Ιππότες των Ορέων, στους Κοντραμπατζήδες της θάλασσας, στον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη. Ήταν δε ο Μιχάλης ο Ρουμάνος εκτός από φοβερά χεροδύναμος και ταχύς, προπαντός "ἄνδρας πεπονηρευμένος" όπως θα έλεγε και ο παλαιός χρονικογράφος Δωρόθεος ο εκ Μονεμβασίας, με μια ηθική ξεχωριστή από τους άλλους που θα την έλεγα φυσική.
Και αντιπαραθέτει ο συγγραφέας τον πρωτογονισμό και την αγνότητα της φύσης στην κακία και τη δολιότητα ενός ψεύτικου πολιτισμού, του πολιτισμού μας. Ένα αγρίμι, ένα ζούδι του λόγγου ήταν ο Μιχάλης, με αυτό που ονομάζουμε παλληκαριά, ζωντάνια, λεβεντιά, περηφάνεια, συνέπεια, αγάπη για τη ζωή. Ένα κράμα ιδιοτήτων μαζί με την υπερφυσική δύναμη που την είχε στη διάθεση κάθε αναγκεμένου, ακόμα και για γυναικοαρπαγές, μιας και την εποχή εκείνη στο χωριό ο έρωτας ήταν απρόσιτος και τα κορίτσια ήθελαν να φύγουν από εκεί και καμμία από τα γύρω χωριά δεν ήθελε να πάει νύφη σε ’κείνο το χωριό. Και πολλές φορές υπερέβαινε τα όρια που έχουν θέσει οι άνθρωποι.
Και αν θέλαμε σε κάποιον στην ευρύτερη περιοχή να απονεμηθεί, κατά τα παλαιότερα πρότυπα, ο τίτλος του βασιλιά, του Ιππότη των Ορέων, αυτός δικαιωματικά ανήκει στον Μιχάλη τον Ρουμάνο. Και αυτό χάρις στα προσόντα του, τα ανδραγαθήματά του, πρωτότυπα και ασύλληπτα στη φαντασία, την εφευρετικότητα και τις επινοήσεις, το βίο και την πολιτεία του. Γιατί βγήκε νεώτατος στο κλαρί, έδρασε ποικιλοτρόπως με αλλιώτικη δική του φυσική ηθική, αποσπώντας το θαυμασμό, το σεβασμό και το δέος των κατοίκων της περιοχής. Σε άλλες εποχές θα συνέθεταν γι’ αυτόν κλέφτικα δημοτικά τραγούδια.
Ο άλλος αετός, ο Κωσταντηρουμάνος, ετεροθαλής αδερφός του Μιχάλη, μεγαλύτερος σε ηλικία, ήταν κι αυτός πλασμένος από τη φύση με υλικά μοναδικά. Πιο γεροδεμένος, μοναδικός και σπάνιος, θαύμα και φαινόμενο, χαρακτηριστικά κοινά και στους δύο. Τούτος όμως ο Κωσταντής περιγράφεται ως ήσυχος και πράος που χρησιμοποιούσε τη μυική του δύναμη όταν του τη ζητούσαν, πάντα για το καλό.
Σε άλλον καιρό και τόπο είπα πως τον φαντάζομαι σαν τον Αίαντα, τον Ομηρικόν ήρωα, το έρκος των Αχαιών, δηλαδή τον φράκτη του στρατού των Αχαιών, με τις τεράστιες πλάτες, που είχε τη δύναμη ελέφαντα και καρδιά μικρού παιδιού. Που και ένα παιδί μπορούσε να τον οδηγήσει, να τον προστάξει να διπλωθεί στα πόδια του και να το βοηθήσει με το χοντρό του χέρι, την προβοσκίδα του, να ανεβεί ανέμελο στη ράχη του ογκοδέστατου ζώου που υπακούει καλοπροαίρετα.
Τον Αίαντα που πάνω στο πτώμα του Πατρόκλου, βήμα βήμα, με ιδρώτα και αίμα το διέσωσε από την αρπαγή που θα τό ’κανε τρόπαιο στα χέρια των Τρώων. Τον Αίαντα που προσφέρθηκε να παλαίψει, να μονομαχήσει με τον Έκτορα και παρακολουθούσαν τον αγώνα εκείνο οι Τρώες από τα τείχη πάνω, στην περίφημη ραψωδία "τειχοσκοπία", για να ρωτήσει ο γέρο Πρίαμος την Ελένη "ποιός είναι εκείνος ο λεβέντης;" Και η Ελένη: "Οὗτος ἐστὶν Αἴας ὁ πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν".
Τέτοιος και ο Κωσταντηρουμάνος στο βιβλίο του Β. Βλαχάκου, που ακόμη κι όταν κεραυνοβολήθηκε στην Αμερική και ήταν να μην τον έβλεπε ανθρώπου μάτι, ένα κάψαλο όλο το κορμί και μόνον η καρδιά χτυπούσε ακόμη, γλύτωσε με μόνο ένα ελαφρο κούτσαμα που του άφησε το στοιχειό του ουρανού. Για να δοθεί από το συγγραφέα στο γεγονός φιλοσοφική και μεταφυσική διάσταση.
Αυτός είναι ο δεύτερος αετός. Και δεν είναι υπερβολή να ειπούμε ότι μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα που κινούνται ακτινωτά τώρα πια, ενώ ως τώρα η κίνηση στο βιβλίο ήταν γραμμική, αξονική, φωτογραφική, ζωγραφική, τα αετόπουλα της Καρίτσας εδώ και παντού στον κόσμο, συνθέτουν την εποποιία του χωριού.
Και όπως πολλά χωριά στη Λακωνία έχουν τα βιβλία τους (Χρύσαφα, Μυστράς, Γεράκι, Παλαιοπαναγιά, Κουμουστά, Βαμβακού, Γκιότσαλη κι Άγιος Δημήτριος, Ξηροκάμπι, Μπαλσινίκο, Βουτιάνοι, Αγριάνοι κ.ά, των Δημ. Κατσαφάνα, Κατσουλάκου-Στούμπου, Σταυρόπουλου, Μπατσάκη-Πραγαλού, Λάσκαρη, Μούτουλα, Τριλίτη, Κουφού και τελευταία ʺΤο Ασήμι της Καρδιάς μουʺ του 90χρονου Βασίλη Πολυχρ. Γεωργούλη και άλλων άξιων των γραμμάτων και της πατρίδος, που τα ονόματά τους πρέπει να μνημονεύονται) έτσι και η Καρίτσα έχει τώρα πια το βιβλίο της, τους αετούς της, την Ιστορία της. Και είναι πολύ σημαντικό κατά καιρούς το γράψιμο βιβλίων για τα μικρά χωριά, με οποιαδήποτε αφορμή από φλογερούς συγγραφείς. Και όλα σαν τα ρυάκια πέφτουν στο μεγάλο ποτάμι της Ιστορίας αρδεύοντας αυτήν και το Έθνος.
Θα κλείσω τη σημερινή αναφορά στο βιβλίο του Β. Βλαχάκου λέγοντας ότι ο τρόπος που είναι γραμμένο, πρωτότυπος και πρωτοεμφανιζόμενος στη λογοτεχνία, που δεν υπηρετεί καμμιά νοοτροπία και ρεύμα, είναι χαρακτηριστικός. Και με τις εξαίσιες φυσιολατρικές περιγραφές του, που ξεχειλίζουν λυρισμό και έξαρση με νότες χαράς και ιλαρότητος, μαζί με το τέλος του, όπου ο συγγραφέας, ποιητής ο ίδιος, εξιδανικεύει τους ήρωές του, αφού τους βλέπει να φτεροζυγιάζονται στον ουρανό της Καρίτσας, να τους μιλεί και να του αποκρίνονται, μη μπορώντας να δεχτεί ότι ακολούθησαν τον αιώνιο νόμο της φύσης, που είναι πάνω σε όλους μας νικήτρια. Βαθειά επιθυμία να τους ξαναδεί. Κι εκείνοι εκπληρώνουν την επιθυμία του καλύπτοντας άλλη μια φορά το συναισθηματικό χώρο του συγγραφέα. Πράγματα που συναντάμε στα δημοτικά μας τραγούδια, την παράδοση και το λαϊκό μας πολιτισμό. Για όλους αυτούς τους λόγους βλέπω το βιβλίο αυτό να αποτελεί πυξίδα που θα οδηγεί και άλλους συγγραφείς στο μέλλον.
Και σκέφτομαι: αν οι αρχαίοι Αθηναίοι ετίμησαν τον Θηβαίο ποιητή Πίνδαρο, βραβεύοντάς τον με μυρίας δραχμάς, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη και τον αναγόρευσαν πρόξενό τους, μόνο και μόνο γιατί ύμνησε την Αθήνα με δύο (2) στίχους
Ἰοστέφανοι Άθῆναι. Ἑλλάδος ἔρεισμα
Δαιμόνιον πτολίεθρον
Δηλαδή: Δαφνοστεφανωμένη Αθήνα. Βάση της Ελλάδος, θεϊκή πόλη, αναρωτιέμαι πώς πρέπει να τιμήσει η Καρίτσα τον Βασίλη Βλαχάκο, δάσκαλο του χωριού και κήρυκά του, που με βιβλίο εποποιία για το χωριό, 318 σελίδων, με τον εύτροχον τίτλον ʺΟι αετοί της Καρίτσαςʺ θα την ταξειδεύει με τα φτερά του και σάλπιγγα Τυρρηνική στα πέρατα της γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου