Τα
παλιά πολύ δύσκολα χρόνια όταν η Καρίτσα έπαιρνε σχήμα χωριού στις
απότομες πλαγιές του Νότιου Πάρνωνα οι πρώτοι Καριτσιώτες χτίσανε
κάμποσα πετρόχτιστα και πλακοσκέπαστα χαμόσπιτα γύρω από μια νεροπηγή,
και λίγο πιο πάνω, κοντά σε αγνάντι που κυριαρχούσε ένας μεγάλος
κέδρος, φτιάξανε μαντρότοιχο να περιφράξουνε νεκροταφείο ενώ παραδώθε,
δίπλα σε ένα ρουμάνι, χτίσανε την πολιούχο Αγία Παρασκευή.
Κάτι
που βέβαια τα χρόνια κείνα δεν μπορούσαν ούτε καν να φανταστούν ήτανε
σχολειό. Έτσι όλο το χωριό, ακόμα και ο παπάς του, ήτανε αγράμματοι.
Ο παπάς, όπως λένε, άφησε την κλίτσια, τα γίδια και τα πρόβατα στην
Τσούκα για να φορέσει το πετραχήλι και να προσέχει το ποίμνιο στην
Άγια Παρασκευή. Ο ευλογημένος, όμως, δεν ήξερε να διαβάσει, ούτε να
γράψει, ούτε καλά-καλά και να μετρήσει. Γι αυτό έψελνε ό,τι ήξερε
νεράκι, μπερδεμένα και ανακατεμένα. Όσο για το Ευαγγέλιο έλεγε αυτά
που θυμότανε από μικρό παιδάκι. Έτσι κουτσά στραβά κάπως τα
κατάφερνε, αλλά μεγάλο βάσανο ήτανε οι γιορτές: πότε έπεφτε τ’
Αγιαννιού, πότε τα Χριστούγεννα και πότε το Πάσχα;
Μεγαλύτερη
σκοτούρα ήταν βέβαια η Σαρακοστή, οι σαράντα οχτώ μέρες και νύχτες
πριν το Πάσχα, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι το μεγάλο Σάββατο, που
περνάγανε τόσο αργά γιατί ολόκληρο το χωριό νήστευε. Έτσι για να
μετράει το πέρασμα της νηστείας ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα ο παπάς
συνήθιζε να βάζει σαράντα οχτώ κουκιά στα μπενίσια του και κάθε πρωί
να τρώει από ένα. Νόμιζε έτσι όταν έφτανε στο τελευταίο κουκάκι θα
βρισκότανε στο Μεγάλο Σάββατο, θα έλεγε τα μεσάνυχτα το Χριστός Ανέστη
και την επόμενη θα γιορτάζανε το Πάσχα.
Να
όμως που μια μέρα, όπως μπάλωνε τα μπενίσια του, η παπαδιά βρήκε τα
κουκιά. «Αα, του αρέσουν του ευλογημένου τα κουκιά,» είπε η έρημη και
του έβαλε άλλη μια χούφτα για να τον ευχαριστήσει!
Έτσι,
ενώ ο παπάς κάθε μέρα έπαιρνε το πρωινό κουκάκι του για να λογαριάζει
την αντίστροφη μέτρηση προς το Πάσχα, οι δόλιοι Καριτσιώτες
ξελιγώνονταν στην ατέλειωτη νηστεία, σαράντα οχτώ και κάμποσες ακόμη,
κανείς δεν ξέρει πόσες, επιπλέον ολόκληρες μέρες και νύχτες, της
παρατεταμένης αυτής Μεγάλης Σαρακοστής.
Και
λοιπόν, ένα πρωί, προτού καλά καλά ξημερώσει, σηκώθηκε ο παπάς, πήρε
το πρωινό κουκάκι του, καβάλησε το γαϊδουράκι του και τράβηξε για το
διπλανό κεφαλοχώρι, το Γεράκι, να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές.
Κατηφόρισε λοιπόν από τις Τρόκλες, μονοπάτι όλο πέτρες, σταμάτησε να
ανάψει ένα κεράκι στο ξωκλήσι του Άϊ-Νικόλα, ακολούθησε το μουλαρόδρομο
για το Γεράκι, πέρασε τον Άϊ-Γιάννη στο Βαρικό, όπου έκανε το σταυρό
του, και σε λίγο όπως έμπαινε στο Γεράκι έκανε πάλε το σταυρό του
μπροστά στον Άϊ-Θανάση. Εκεί κοντά, χάμου, είδε κάποια φθαρμένα
κόκκινα τσόφλια αβγών, λίγο παραπέρα κάμποσα άλλα, κι αυτά κόκκινα,
ενώ παραπάνω τα παντού σκορπισμένα κατακόκκινα τσόφλια τον κάνανε να
καταλάβει ότι έπρεπε οπωσδήποτε, προτού τον πάρουν χαμπάρι, άρον άρον
να ξαναγυρίσει στην Καρίτσα.
Κόντευε
μεσημέρι όταν ο δόλιος έφτασε στο χωριό όπου οι χωριανοί παρά τις
λιγούρες από τη νηστεία απολαμβάνανε τον υπέροχο ανοιξιάτικο ήλιο που η
Καρίτσα χαίρετε αυτή την εποχή του χρόνου. Ντροπιασμένος λοιπόν ο
καημένος, να καλέσει τους Καριτσιώτες σε συναγερμό στην Αγία
Παρασκευή, χτύπησε την καμπάνα που ήταν κρεμασμένη στον μεγάλο κέδρο.
Φτάνοντας στην εκκλησιά οι χωριανοί μείνανε με τα στόματα ανοιχτά.
Μπροστά τους, στην Ωραία Πύλη, ντυμένος με τα άμφια τα γιορτινά
κρατώντας μια μεγάλη αναμμένη λαμπάδα άλαλος στεκότανε ο παπάς, όποτε
οι παραζαλισμένοι ενορίτες τον ρωτάνε, «Τι τρέχει παππούλη;»
«Τι να τρέχει!» τους απαντάει κι αρχίζει ακριβώς το καταμεσήμερο σε έναν έναν να μοιράζει το Άγιο Φως ψέλνοντας:
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ,Δεύτε λάβετε φως,Πάσχα δω, Πάσχα κει,Πάσχα και στην Άγια Καρίτσα!»
Ανέκδοτο όπως το είχε αφηγηθεί ο αείμνηστος Βαγγέλης Ιωάν. Κατσάμπης στο γιο του Γιάννη
Από τη συλλόγή:
http://karitsaeng.tripod.com/readings/anecdotes/
Από τη συλλόγή:
http://karitsaeng.tripod.com/readings/anecdotes/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου