Γράφει ο Κώστας Γιαννακούρας για όσους αγαπούν το διάβασμα!
Ο Κώστας Γιαννακούρας ήταν δάσκαλος στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Καρίτσας
1971-72-73,1974-75-76
«Ωχ.!!! Λέει ένας μέσα στο μαγαζί. Τώρα αυτός ο αέρας είναι ο πατέρας και τα παιδιά του μαζί.»
Αυτές τις ημέρες βρέχει, χιονίζει, κάνει κρύο, φυσάει αέρας.
Βλέποντας αυτά, θυμήθηκα κάποια πράγματα από τα χωριά που ήμουν δάσκαλος, όπως Καρίτσα και Κόκκινα Λουριά Λακωνίας.
Όταν έκανε τέτοιος καιρός , όπως τώρα, τα μαγαζιά στα χωριά έκλειναν νωρίς και οι κάτοικοι επίσης νωρίς μαζεύονταν στα σπίτια τους.
Εγώ, τι να κάνω μόνος;
Άναβα τη σόμπα για να έχω ζεστασιά. (Οι κάτοικοι της Καρίτσας ήταν φιλότιμοι και μου είχαν φέρει πολλά ξύλα, δωρεάν).
Στα Κόκκινα Λουριά, δεν ήταν το ίδιο.
Απ’ ό,τι θυμάμαι, στην Καρίτσα, τη μια βραδιά έλυνα προβλήματα αριθμητικής για να είμαι σε φόρμα στα καθήκοντά μου.
Την άλλη βραδιά έκανα προπόνηση στην ψαλτική, για να βελτιώσω τα λίγα που μου είχαν μάθει στην Τρίπολη.
Η θεια Κατερίνα που έμενε δίπλα μου, (ένας λεπτός τοίχος μας χώριζε) κάθε τόσο, φώναζε.
- Άντε δάσκαλε, και του χρόνου παπάς, σου εύχομαι. Καλά τα λες.!!!
Κάποια άλλη βραδιά, στην Καρίτσα, έκανα δοκιμές στη ζωγραφική, με πινέλο.
Θυμάμαι ένα βράδυ μου έπεσε το πινέλο από τα χέρια.
Από φόβο βέβαια.!!!
Φυσούσε πολύ δυνατός αέρας.!!!! Τα καλώδια της ΔΕΗ σφύριζαν δυνατά.
Κάποια στιγμή άκουσα πάνω από το κεφάλι μου ένα δυνατό βουπ!!! βουπ!!!!! .
Ήταν η σκεπή του σπιτιού.!!!!
Ωχ.!! είπα, μέσα μου. Τούτο μας έλειπε.!! Αν δεν την πάρει τώρα τη σκεπή, σκέφτηκα, δε θα την πάρει ποτέ.!!!!
Τελικά, δεν την πήρε.!!!!!
Φοβήθηκα, γιατί ένας τέτοιος δυνατός αέρας, πήρε ολόκληρη τη σκεπή του σπιτιού, του φίλου μου του Παναγιώτη που ήταν δάσκαλος στο Σελεγούδι της Μάνης, και την πήγε στο ρέμα.!!!!!!!
Μου είπε: Κώστα, εκεί τη νύχτα που κοιμόμουν, άκουσα ένα δυνατό θόρυβο. Άνοιξα τα μάτια μου και νόμιζα ότι ήταν κακό όνειρο. Αντί για σκεπή, είδα ουρανό κι αστέρια.!!!!!!!
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, στην Καρίτσα, είχε έρθει ένας γεωπόνος με τη γυναίκα του για να μιλήσουν για την καλλιέργεια της ελιάς.
Κάπου στη μέση της ομιλίας του, άρχισε να φυσάει πολύ δυνατά.
Ωχ.!!! Λέει ένας μέσα στο μαγαζί. Τώρα αυτός ο αέρας είναι ο πατέρας και τα παιδιά του μαζί.
Τρέχει η γυναίκα του γεωπόνου και ανοίγει την πόρτα του μαγαζιού.
- Τι συμβαίνει; ρωτάει ο άντρας της.
- Τέλειωνε γρήγορα, γιατί ο αέρας θα μας πάρει το αυτοκίνητο.
Οι χωρικοί από σεβασμό κρατήθηκαν και δεν έβαλαν τα γέλια.!!!!
Τελείωσε γρήγορα η ομιλία και θυμάμαι , εκείνο το βράδυ, εγώ κι ο Παναγιώτης ο ράφτης, που μέναμε στην άλλη γειτονιά, πιανόμασταν από τις πέτρες του τοίχου του μπάρμπα Νικολάκη, για να φτάσουμε στα σπίτια μας.!!!!!
Εκείνη την εποχή και λίγο μετά, έφτιαξα αρκετούς πίνακες ζωγραφικής, μικρούς βέβαια, αλλά για κάποιο λόγο χάθηκαν όλοι.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο χωριό μου, Κεφαλάς Λακωνίας, άναψα τη φωτιά στο τζάκι και σκεφτόμουν, τι να ζωγραφίσω για να περάσει η ώρα.!!!
Τελικά βρήκα μια φωτογραφία μικρή, του μπάρμπα μου Νικόλα του (Καραντάνη) όταν ήταν σμηνίτης.
Δύσκολο πράγμα η προσωπογραφία, μονολόγησα, αλλά ας προσπαθήσω.
Προσπάθησα, και το αποτέλεσμα όχι τέλειο, αλλά πολύ καλό.!!!!
Τα μέσα ζωγραφικής μου, ήταν πρωτόγονα. Δεν είχα καβαλέτο και κατάλληλα πινέλα. Ένα τραπεζάκι ήταν το καβαλέτο. Ο μισθός δεν έφτανε για κάποιο χόμπι.
Όπως στη φωτογραφία.!!!!!
Τον πίνακα δεν τον έχω. Τον δώρισα αλλά ξέρω πού βρίσκεται.
Από το ντύσιμό μου και την εμφάνισή μου, καταλαβαίνω ότι πρέπει να έγινε αυτό γύρω στο 1982.