Στις 23 και 24 Σεπτεμβρίου 1913, Έλληνες μετανάστες ανθρακωρύχοι, πιθανόν
οι παππούδες ή οι προπαππούδες μας, αντιστάθηκαν στην αδικία του πλουσιότερου
και πιο ισχυρού άντρα της Αμερικής.
Τον Σεπτέμβριο του 1913, οι εργάτες, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών, σε μία από τις πιο πλούσιες βιομηχανίες της Αμερικής αποφάσισαν ότι δεν αντιμετωπίζονταν με ανθρωπιά από τα αφεντικά τους.
Έτσι, περίπου 11.000 ανθρακωρύχοι στο νότιο Κολοράντο κατέβηκαν σε απεργία εναντίον της ισχυρής εταιρίας Colorado Fuel & Iron Corporation (CFI) προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τις χαμηλές αμοιβές, τις επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, καθώς και την αυταρχική κυριαρχία της εταιρείας πάνω στις ζωές των εργατών. Η CFI, ιδιοκτησία της οικογένειας Ροκφέλερ και Standard Oil, ανταποκρίθηκε στην απεργία αμέσως με την εκδίωξη των ανθρακωρύχων και των οικογενειών τους από τις παράγκες που ανήκαν στην εταιρεία.
Στη συνέχεια, με τη συμπαράσταση του σωματείου των ανθρακωρύχων οι εργάτες μετακόμισαν με τις οικογένειές σε τέντες διασκορπισμένες εδώ και κει στους γύρω λόφους και συνέχισαν την απεργία.
Οι πρώτες οικογένειες άρχισαν τη μετακόμιση προς την «αποικία σκηνών» στις 23 - 24 Σεπτέμβριου, 1913.
Οι καιροί τότε ήταν διαφορετικοί. Αντί για πλακάτ οι απεργοί κρατούσαν πιστόλια. Οι περισσότεροι ήταν οπλισμένοι αφού οι συνθήκες και η ασφάλεια στις άγριες κοινότητες των ανθρακωρύχων σήμαινε ότι ο καθένας έπρεπε να προστατεύει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους άνδρες κατάγονταν από μέρη της Ελλάδας, την Κρήτη και τη Μάνη στη νότια Πελοπόννησο, γνωστά για την ανομία και την αγάπη τους προς τα όπλα.
Ένας από τους ηγέτες των απεργών ήταν ένας νεαρός Έλληνας μετανάστης από την Κρήτη, ονομαζόταν Λούης Τίκας (Ἠλίας Σπαντιδάκης). Τρία χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν 24 ετών, ο Τίκας ήταν συνέταιρος σε κάποια καφετέρια στο Ντένβερ. Εγκατέλειψε αυτή τη ζωή όταν προσλήφθηκε ως αντικαταστατής εργάτης, δηλαδή απεργοσπάστης, κατά τη διάρκεια μιας εποχής με πολλές απεργίες ανθρακωρύχων που μάστιζε την περιοχή.
Μέχρι το 1913, είχε αλλάξει άποψη ωστόσο και μεταπηδήσει στο πλευρό των εργατών, βλέποντας πρώτο χέρι τις συνθήκες που επιβάλλονταν στους συναδέλφους του, πολλοί από τους οποίους ήταν συμπατριώτες από την Ελλάδα.
Ο Σύνδεσμος Ηνωμένων Ανθρακωρύχων, το συνδικάτο που ήταν ενεργό στο Κολοράντο από το 1900, έκανε εφτά αιτήματα, με στόχο τη διόρθωση των άθλιων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης.
Οι προδιαγραφές ασφαλείας ήταν βάρβαρες, ένας ανθρακωρύχος στο Κολοράντο είχε διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνει σε σύγκριση με τον ομόλογό του οπουδήποτε αλλού στη χώρα. Με 12ωρα μεροκάματα ο κανόνας, ένα από ντα βασικά αιτήματα του συνδικάτου ήταν η μείωση στο οκτάωρο.
Επιπλέον, παρά τα εξαντλητικά ωράρια, οι ανθρακωρύχοι ζορίζονταν να τα βγάλουν πέρα. «Νεκρή εργασία», ο όρος που χειρίζονταν για τις βασικές αγκαρίες που προστάτευαν τα ορυχεία από φθορά, όπως αντιστηρίξεις των τοιχωμάτων, ήταν μη αμειβόμενες. Οι ανθρακωρύχοι πληρώνονταν μετρητά μόνο και μόνο με το βάρος του άνθρακα που έβγαζαν.
Ακόμη χειρότερα, οι ζυγιστές υπάλληλοι των εταιριών, συχνά εξαπατούσουν τους ανθρακωρύχους. Ενώ στις παράγκες, ιδιοκτησία των εταιρειών, όπου οι ανθρακωρύχοι και οι οικογένειές τους αναγκάζονταν να ζουν, οι εταιρείες χρέωναν υψηλά ενοίκια σε άθλιες συνθήκες και ανάγκαζαν τους εργαζόμενους να ψωνίζουν από τα γενικά καταστήματα που κι αυτά άνηκαν στις εταιρείες.
Επαγγελματίες μπράβοι των εταιριών παρακολουθούσαν να είναι βέβαιοι ότι οι ανθρακωρύχοι τηρούσαν τους κανόνες των εταιρειών. Όταν οι διωγμοί απέτυχαν να στραγγαλίσουν την απεργία, η οικογένεια Ροκφέλερ προσέλαβε ιδιωτικούς ντετέκτιβ και οπλισμένους μπράβους να κάνουν επιθέσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα στις «αποικίες σκηνών».
Οι ανθρακωρύχοι κάνανε αντεπίθεση, ενώ αρκετοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της απεργίας που κράτησε 14 ολόκληρους μήνες.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας, οι εταιρίες προσέλαβαν περισσότερους μπράβους να τρομοκρατούν τις «αποικίες σκηνών» και έφεραν απεργοσπάστες, πολλούς από τις ίδιες περιοχές της Ελλάδα απ' όπου κι οι απεργοί κατάγονταν προκειμένου να διεξάγουν εκστρατεία τρόμου, δολοφονιών, και επιθέσεις από ένα μοναδικό αυτοκίνητο τρόμου, το γνωστό «Ντεθ Σπέσιαλ» (Ειδικό Θανάτου). Πρόκειται για θωρακισμένο αυτοκίνητο, εφοδιασμένο με δύο πολυβόλα τα οποία πυροβολούσαν αδιακρίτως όπου κι όπου στις σκηνές στη μέση της νύχτας.
Όταν η επιμονή των απεργών έγινε εμφανής, οι Ροκφέλερ πλησίασαν τον κυβερνήτη του Κολοράντο, ο οποίος επέτρεψε τη χρήση της Εθνικής Φρουράς. Οι Ροκφέλερ δέχθηκαν να πληρώνουν τους μισθούς της φρουράς.
Την άνοιξη του 1914, δύο λόχοι της Εθνικής Φρουράς περικύκλωσαν την «αποικία σκηνών». Ο Υπολοχαγός Καρλ Λίντερφελτ, γνωστός για την κτηνωδία του, ήταν επικεφαλής των κυβερνητικών στρατευμάτων των ΗΠΑ στο Λούντλοου. Στις 20 Απριλίου 1914, την επόμενη του Ελληνορθόδοξου Πάσχα, ξέσπασαν εχθροπραξίες. Μια γυναίκα είχε επικοινωνήσει με την Εθνική Φρουρά, επιμένοντας ότι είχαν το σύζυγό της αιχμάλωτο στο Λούντλοου. Ο Λίντερφελτ απέστειλε στρατιώτες για να ελέγξουν την κατάσταση. Ο Τίκας, που μεσολαβούσε μεταξύ τις εταιρείες και τους απεργούς, είπε ότι ο ελλείπον σύζυγος δεν ήταν εκεί.
Ο Λίντερφελτ επέστρεψε με ενισχύσεις και ένα πολυβόλο. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος έριξε την πρώτη βολή. Μάρτυρες μετέπειτα ανάφεραν ότι άκουσαν τρεις εκρήξεις εκρηκτικών και στη συνέχεια σφαίρες όλο γύρο. Οι γυναίκες και τα παιδιά κατέφυγαν στα χαντάκια που οι απεργοί είχαν σκάψει κάτω από σκηνές τους. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε τραγική, όταν έπιασαν φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πώς ακριβώς φούντωσε, αλλά μερικοί μάρτυρες είπαν ότι είδαν τους στρατιώτες με δάδες. Σε λίγο ολόκληρη η αποικία ήταν περιτυλιγμένη στις φλόγες. Δύο γυναίκες και 11 παιδιά που κρύβονταν υπόγεια χάθηκαν στις φλόγες, εκεί που γίνηκε γνωστό για πάντα ως το «Χαντάκι του Θανάτου».
Ο Λίντερφελτ και οι άνδρες του εισέβαλαν στις φλεγόμενες σκηνές και πήραν αιχμάλωτο τον Τίκα. Ο Λίντερφελτ είπε ότι αναγκάστηκε να πυροβολήσει τον Τίκα επειδή αυτός προσπάθησε να διαφύγει. Μάρτυρες, ωστόσο, ισχυρίζονταν κάτι διαφορετικό: ότι Λίντερφελτ άρπαξε το όπλο του και χτύπησε τον Τίκα στο κεφάλι με τέτοια δύναμη που έσπασε το κοντάρι και άφησε τέτοιο τραύμα που φαινόταν το κρανίο του θύματος. Στη συνέχεια διέταξε άλλους στρατιώτες να τον πυροβολήσουν. Τουλάχιστον 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Λούντλοου εκείνη τη νύχτα, περισσότεροι χάθηκαν στα αντίποινα στις 10 ημέρες που ακολούθησαν.
Παρόλα αυτά, η απεργία συνεχίστηκε μέχρι τον Δεκέμβριο, όταν οι εξαντλημένοι πλέον ανθρακωρύχοι τα παράτησαν.
Η τραγωδία του Λούντλοου έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα, αλλά ο αντίκτυπός της είναι αισθητός σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ Jr., υπεβλήθη τέτοια αποδοκιμασία που προσέλαβε τον Ήβη Λέντμπετερ Λι, δημοσιογράφο εμπειρογνώμονα των δημοσίων σχέσεων προκειμένου να αποκαταστήσει τη δημόσια εικόνα του. Επιπλέον, σχετικά με τα δικαιώματα των εργατών, το Λούντλοου θέτει τους εργατικούς αγώνες στη σωστή τους προοπτική και είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι Αμερικανοί σήμερα απολαμβάνουν το οκτάωρο.
Ο Τίκας υπήρξε ήρωας των ανθρακωρύχων. Χιλιάδες πήγαν στην κηδεία του ακλουθώντας πομπή αρκετά μίλια σε μήκος.
Επιπλέον υλικό:
Το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Palikari: Louis Tikas and the Ludlow Massacre (Το Παλικάρι: Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λούντλοου) που παρήχθη προς τιμή της 100ης επετείου της Σφαγής του Λούντλοου
Ορισμένα βιβλία έχουν γραφτεί για το θέμα, το πιο ολοκληρωμένο είναι του Ζήση Παπανικολάου Buried Unsung: Louis Tikas and the Ludlow Massacre (Θαμμένοι Αφανείς: ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λούντλοου)
Τον Σεπτέμβριο του 1913, οι εργάτες, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών, σε μία από τις πιο πλούσιες βιομηχανίες της Αμερικής αποφάσισαν ότι δεν αντιμετωπίζονταν με ανθρωπιά από τα αφεντικά τους.
Έτσι, περίπου 11.000 ανθρακωρύχοι στο νότιο Κολοράντο κατέβηκαν σε απεργία εναντίον της ισχυρής εταιρίας Colorado Fuel & Iron Corporation (CFI) προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τις χαμηλές αμοιβές, τις επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, καθώς και την αυταρχική κυριαρχία της εταιρείας πάνω στις ζωές των εργατών. Η CFI, ιδιοκτησία της οικογένειας Ροκφέλερ και Standard Oil, ανταποκρίθηκε στην απεργία αμέσως με την εκδίωξη των ανθρακωρύχων και των οικογενειών τους από τις παράγκες που ανήκαν στην εταιρεία.
Στη συνέχεια, με τη συμπαράσταση του σωματείου των ανθρακωρύχων οι εργάτες μετακόμισαν με τις οικογένειές σε τέντες διασκορπισμένες εδώ και κει στους γύρω λόφους και συνέχισαν την απεργία.
Οι πρώτες οικογένειες άρχισαν τη μετακόμιση προς την «αποικία σκηνών» στις 23 - 24 Σεπτέμβριου, 1913.
Οι καιροί τότε ήταν διαφορετικοί. Αντί για πλακάτ οι απεργοί κρατούσαν πιστόλια. Οι περισσότεροι ήταν οπλισμένοι αφού οι συνθήκες και η ασφάλεια στις άγριες κοινότητες των ανθρακωρύχων σήμαινε ότι ο καθένας έπρεπε να προστατεύει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους άνδρες κατάγονταν από μέρη της Ελλάδας, την Κρήτη και τη Μάνη στη νότια Πελοπόννησο, γνωστά για την ανομία και την αγάπη τους προς τα όπλα.
Ένας από τους ηγέτες των απεργών ήταν ένας νεαρός Έλληνας μετανάστης από την Κρήτη, ονομαζόταν Λούης Τίκας (Ἠλίας Σπαντιδάκης). Τρία χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν 24 ετών, ο Τίκας ήταν συνέταιρος σε κάποια καφετέρια στο Ντένβερ. Εγκατέλειψε αυτή τη ζωή όταν προσλήφθηκε ως αντικαταστατής εργάτης, δηλαδή απεργοσπάστης, κατά τη διάρκεια μιας εποχής με πολλές απεργίες ανθρακωρύχων που μάστιζε την περιοχή.
Μέχρι το 1913, είχε αλλάξει άποψη ωστόσο και μεταπηδήσει στο πλευρό των εργατών, βλέποντας πρώτο χέρι τις συνθήκες που επιβάλλονταν στους συναδέλφους του, πολλοί από τους οποίους ήταν συμπατριώτες από την Ελλάδα.
Ο Σύνδεσμος Ηνωμένων Ανθρακωρύχων, το συνδικάτο που ήταν ενεργό στο Κολοράντο από το 1900, έκανε εφτά αιτήματα, με στόχο τη διόρθωση των άθλιων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης.
Οι προδιαγραφές ασφαλείας ήταν βάρβαρες, ένας ανθρακωρύχος στο Κολοράντο είχε διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνει σε σύγκριση με τον ομόλογό του οπουδήποτε αλλού στη χώρα. Με 12ωρα μεροκάματα ο κανόνας, ένα από ντα βασικά αιτήματα του συνδικάτου ήταν η μείωση στο οκτάωρο.
Επιπλέον, παρά τα εξαντλητικά ωράρια, οι ανθρακωρύχοι ζορίζονταν να τα βγάλουν πέρα. «Νεκρή εργασία», ο όρος που χειρίζονταν για τις βασικές αγκαρίες που προστάτευαν τα ορυχεία από φθορά, όπως αντιστηρίξεις των τοιχωμάτων, ήταν μη αμειβόμενες. Οι ανθρακωρύχοι πληρώνονταν μετρητά μόνο και μόνο με το βάρος του άνθρακα που έβγαζαν.
Ακόμη χειρότερα, οι ζυγιστές υπάλληλοι των εταιριών, συχνά εξαπατούσουν τους ανθρακωρύχους. Ενώ στις παράγκες, ιδιοκτησία των εταιρειών, όπου οι ανθρακωρύχοι και οι οικογένειές τους αναγκάζονταν να ζουν, οι εταιρείες χρέωναν υψηλά ενοίκια σε άθλιες συνθήκες και ανάγκαζαν τους εργαζόμενους να ψωνίζουν από τα γενικά καταστήματα που κι αυτά άνηκαν στις εταιρείες.
Επαγγελματίες μπράβοι των εταιριών παρακολουθούσαν να είναι βέβαιοι ότι οι ανθρακωρύχοι τηρούσαν τους κανόνες των εταιρειών. Όταν οι διωγμοί απέτυχαν να στραγγαλίσουν την απεργία, η οικογένεια Ροκφέλερ προσέλαβε ιδιωτικούς ντετέκτιβ και οπλισμένους μπράβους να κάνουν επιθέσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα στις «αποικίες σκηνών».
Οι ανθρακωρύχοι κάνανε αντεπίθεση, ενώ αρκετοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της απεργίας που κράτησε 14 ολόκληρους μήνες.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας, οι εταιρίες προσέλαβαν περισσότερους μπράβους να τρομοκρατούν τις «αποικίες σκηνών» και έφεραν απεργοσπάστες, πολλούς από τις ίδιες περιοχές της Ελλάδα απ' όπου κι οι απεργοί κατάγονταν προκειμένου να διεξάγουν εκστρατεία τρόμου, δολοφονιών, και επιθέσεις από ένα μοναδικό αυτοκίνητο τρόμου, το γνωστό «Ντεθ Σπέσιαλ» (Ειδικό Θανάτου). Πρόκειται για θωρακισμένο αυτοκίνητο, εφοδιασμένο με δύο πολυβόλα τα οποία πυροβολούσαν αδιακρίτως όπου κι όπου στις σκηνές στη μέση της νύχτας.
Όταν η επιμονή των απεργών έγινε εμφανής, οι Ροκφέλερ πλησίασαν τον κυβερνήτη του Κολοράντο, ο οποίος επέτρεψε τη χρήση της Εθνικής Φρουράς. Οι Ροκφέλερ δέχθηκαν να πληρώνουν τους μισθούς της φρουράς.
Την άνοιξη του 1914, δύο λόχοι της Εθνικής Φρουράς περικύκλωσαν την «αποικία σκηνών». Ο Υπολοχαγός Καρλ Λίντερφελτ, γνωστός για την κτηνωδία του, ήταν επικεφαλής των κυβερνητικών στρατευμάτων των ΗΠΑ στο Λούντλοου. Στις 20 Απριλίου 1914, την επόμενη του Ελληνορθόδοξου Πάσχα, ξέσπασαν εχθροπραξίες. Μια γυναίκα είχε επικοινωνήσει με την Εθνική Φρουρά, επιμένοντας ότι είχαν το σύζυγό της αιχμάλωτο στο Λούντλοου. Ο Λίντερφελτ απέστειλε στρατιώτες για να ελέγξουν την κατάσταση. Ο Τίκας, που μεσολαβούσε μεταξύ τις εταιρείες και τους απεργούς, είπε ότι ο ελλείπον σύζυγος δεν ήταν εκεί.
Ο Λίντερφελτ επέστρεψε με ενισχύσεις και ένα πολυβόλο. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος έριξε την πρώτη βολή. Μάρτυρες μετέπειτα ανάφεραν ότι άκουσαν τρεις εκρήξεις εκρηκτικών και στη συνέχεια σφαίρες όλο γύρο. Οι γυναίκες και τα παιδιά κατέφυγαν στα χαντάκια που οι απεργοί είχαν σκάψει κάτω από σκηνές τους. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε τραγική, όταν έπιασαν φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πώς ακριβώς φούντωσε, αλλά μερικοί μάρτυρες είπαν ότι είδαν τους στρατιώτες με δάδες. Σε λίγο ολόκληρη η αποικία ήταν περιτυλιγμένη στις φλόγες. Δύο γυναίκες και 11 παιδιά που κρύβονταν υπόγεια χάθηκαν στις φλόγες, εκεί που γίνηκε γνωστό για πάντα ως το «Χαντάκι του Θανάτου».
Ο Λίντερφελτ και οι άνδρες του εισέβαλαν στις φλεγόμενες σκηνές και πήραν αιχμάλωτο τον Τίκα. Ο Λίντερφελτ είπε ότι αναγκάστηκε να πυροβολήσει τον Τίκα επειδή αυτός προσπάθησε να διαφύγει. Μάρτυρες, ωστόσο, ισχυρίζονταν κάτι διαφορετικό: ότι Λίντερφελτ άρπαξε το όπλο του και χτύπησε τον Τίκα στο κεφάλι με τέτοια δύναμη που έσπασε το κοντάρι και άφησε τέτοιο τραύμα που φαινόταν το κρανίο του θύματος. Στη συνέχεια διέταξε άλλους στρατιώτες να τον πυροβολήσουν. Τουλάχιστον 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Λούντλοου εκείνη τη νύχτα, περισσότεροι χάθηκαν στα αντίποινα στις 10 ημέρες που ακολούθησαν.
Παρόλα αυτά, η απεργία συνεχίστηκε μέχρι τον Δεκέμβριο, όταν οι εξαντλημένοι πλέον ανθρακωρύχοι τα παράτησαν.
Η τραγωδία του Λούντλοου έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα, αλλά ο αντίκτυπός της είναι αισθητός σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ Jr., υπεβλήθη τέτοια αποδοκιμασία που προσέλαβε τον Ήβη Λέντμπετερ Λι, δημοσιογράφο εμπειρογνώμονα των δημοσίων σχέσεων προκειμένου να αποκαταστήσει τη δημόσια εικόνα του. Επιπλέον, σχετικά με τα δικαιώματα των εργατών, το Λούντλοου θέτει τους εργατικούς αγώνες στη σωστή τους προοπτική και είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι Αμερικανοί σήμερα απολαμβάνουν το οκτάωρο.
Ο Τίκας υπήρξε ήρωας των ανθρακωρύχων. Χιλιάδες πήγαν στην κηδεία του ακλουθώντας πομπή αρκετά μίλια σε μήκος.
Επιπλέον υλικό:
Το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Palikari: Louis Tikas and the Ludlow Massacre (Το Παλικάρι: Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λούντλοου) που παρήχθη προς τιμή της 100ης επετείου της Σφαγής του Λούντλοου
Ορισμένα βιβλία έχουν γραφτεί για το θέμα, το πιο ολοκληρωμένο είναι του Ζήση Παπανικολάου Buried Unsung: Louis Tikas and the Ludlow Massacre (Θαμμένοι Αφανείς: ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λούντλοου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου