Του Ηλία Παναγιωτακάκου
«Σε κάθε τόπο υπάρχουν λογοτέχνες, ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες, άνθρωποι της μουσικής και του θεάτρου ... που μοχθούν και παράγουν έργα υψηλής ποιότητας»
Το καλοκαίρι έφτασε και μετά απουσία σχεδόν δύο ετών, λόγω της πανδημικής κρίσης επανέρχονται οι εκδηλώσεις-συναυλίες και τα παραδοσιακά πανηγύρια.
Είναι αυτονόητη η ανάγκη των τοπικών κοινωνιών να συνευρεθούν σε χώρους διασκέδασης της δικής τους προτίμησης ως αναγκαιότητα «δραπέτευσης» από την καθημερινότητα και τα ζέοντα προβλήματα τους.
Το πανηγύρι, είναι συνδεδεμένο με την ίδια την υπόσταση της κοινότητας, εκφράζει την ιστορική της εξέλιξη. Διαχρονικά τα πανηγύρια ήταν η προέκταση της θρησκευτικής λατρείας στον προστάτη άγιο/αγία, είτε σε ιστορικά γεγονότα, είτε ως ημέρα αφιερωμένη στους μετανάστες και ευεργέτες του χωριού.
Γι’ αυτό το πανηγύρι ως πολυδιάστατο φαινόμενο με σαφείς κοινωνικές προεκτάσεις αποτελεί μουσικοθεραπεία, κάνοντας τον άνθρωπο να ανοιχτεί στον πλησίον του, να του προσφέρει μια αγκαλιά, να γίνουν όλοι μια αλυσίδα , ένας ανοιχτός κύκλος, να αρχίσουν τον χορό και να «δεθούν» μεταξύ τους, φιλικά και «αδελφικά», ακόμα και αυτοσχεδιάζοντας στους ρυθμούς των παραδοσιακών δημοτικών μας τραγουδιών.
Το σύνολο των βιωμάτων, των συναισθημάτων, των κατοίκων, ανεξαρτήτως διαφορών ή κοινωνικής θέσης, θα καλυφθούν από τον τραγουδιστή, που ερμηνεύει τα δημοτικά τραγούδια, αυτοσχεδιάζει και ταυτόχρονα ψυχολογεί τους χορευτές που ιεραρχικά κι «ευλαβικά» συμμετέχουν στο πανηγύρι ως προέκταση αρχαίου θεατρικού δρώμενου.
Οι εποχές όμως άλλαξαν με την παγκοσμιοποίηση και τις εκρηκτικές τεχνολογικές αλλαγές να επιχειρούν την ομογενοποίηση των κοινωνιών επιβάλλοντας νέα πρότυπα αλλοιώνοντας κυρίως τον Εθνικό Πολιτισμό και την γλώσσα.
Η Τέχνη και η μουσική γίνονται πλέον βιομηχανικό προϊόν και σ’ αυτούς τους ρυθμούς διαπαιδαγωγείται βασικά η νέα γενιά ως κυρίαρχος καταναλωτής.
Συνεπώς λοιπόν αυτή η δυναμική της Παγκοσμιοποίησης δεν θα μπορούσε να μην αλλάξει ή αλλοιώσει και τον χαρακτήρα των πανηγυριών. Ο κόσμος αλλάζει και σίγουρα πρέπει να πάμε μπροστά κι εμείς όχι αφομοιώνοντας, αλλά ενσωματώνοντας πολιτιστικές αξίες και ρεύματα.
Είναι πιστεύω παραφωνία όχι κατ’ ανάγκη φωνητική η συσσωμάτωση κάθε ρεύματος μουσικής στους ρυθμούς του Καλαματιανού (στο τσάμικο ή στο ηπειρώτικο ευτυχώς δεν γίνεται), αλλοιώνοντας στους στόχους των πρωτόλειων δημιουργών. Φυσικά χρειάζεται εκσυγχρονισμός των πανηγυριών όχι όμως αλλοίωση του χαρακτήρα τους.
Όσο και κάποιοι υποστηρίζουν ότι άλλαξαν οι εποχές, τα συναισθήματα ή οι κοινωνικές συμπεριφορές των ανθρώπων, δεν άλλαξαν όμως όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που δημιούργησαν και συντηρούν την παράδοση μας, γιατί αυτό που ονομάζουμε σήμερα παράδοση είναι τα ανθρώπινα βιώματα, που έγιναν δημοτικό τραγούδι .
Μακριά από την παράδοση αυτή γινόμαστε φτωχότεροι συναισθηματικά, πνευματικά και σαν άνθρωποι. Η αποκοπή λοιπόν από αυτή την παράδοση, αν συμβαίνει, είναι ταυτόχρονα κι ένας ψυχικός-πνευματικός διαμελισμός του ανθρώπου, πνευματικός γιατί με τους προγόνους δεν μας συνδέει μόνο σαρκική συγγένεια αλλά και πνευματική λόγω κοινών βιωμάτων, παρόλη την χρονική απόσταση που μας χωρίζει.
Αναγκαιότητα η επαναφορά των πανηγυριών στην βάση της γνήσιας παράδοσης που λειτουργεί ως θεραπευτική αναγέννηση , μακριά από την κακομοιριά, την υποχρεωτική χαρά κι οτιδήποτε «χαζοχαρούμενα» πρότυπα.
Μεταπολιτευτικά ξεκίνησαν και οι συναυλίες κυρίως των έντεχνων καλλιτεχνών που στην πορεία του χρόνου ακολούθησαν και οι τραγουδιστές «πίστας». Έτσι οι συναυλίες απετέλεσαν πολιτιστικό γεγονός του καλοκαιριού, ιδιαίτερα στην Περιφέρεια που δίνονταν η δυνατότητα να απολαύσουν τα «πρώτα ονόματα», έστω για δύο ώρες.
Αρωγός και βασική χρηματοδότης η Αυτοδιοίκηση αλλά και οι σύλλογοι, όπως και στα πανηγύρια και ως ένα βαθμό σωστά.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας αναβάθμισε και τις συναυλίες και από πολιτιστικό γεγονός μετεξελίχθηκαν και σε φαντασμαγορικό σόου ανεβάζοντας κατακόρυφα τα κόστη και τους κάθε λογής μανατζαραίους να επιχειρούν να επιβάλουν το «δικό τους πολιτιστικό προϊόν» με τους υπευθύνους των χώρων που διοικούν.
Φυσικά και δεν υπάρχει διαφωνία ή κριτική με τους καλλιτέχνες και δημιουργούς της μουσικής . Οι ενστάσεις που υπάρχουν είναι στο ποιος επιλέγει με ποια κριτήρια τα επιτρεπτά κόστη καθώς η ανταποδοτικότητα και το πολιτιστικό αποτύπωμα της «επόμενης μέρας».
Πολιτισμός και ειδικά το πολιτιστικό καλοκαίρι δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντο και κυρίως «επαγγελματικό» με τεράστιες δαπάνες από την Αυτοδιοίκηση (Αυτονόητο ότι ο κάθε σύλλογος, ΜΚΟ ή ιδιωτικός φορέας μπορεί να πράξει όπως νομίζει με ίδιους πόρους).
Ο Πολιτισμός ως διαχρονική αξία έχει διάρκεια είναι πολυπαραγοντικός και συμμετοχικός, σε ότι αφορά δε, τις χρηματοδοτήσεις της αυτοδιοίκησης, πρέπει να ενδυναμώνει την ερασιτεχνική δημιουργία σε όλους τους τομείς, να αναδεικνύει ιστορικούς-παραδοσιακούς χώρους, τοπικά προϊόντα, ήθη, έθιμα και παραδόσεις αξιοποιώντας τις υποδομές της.
Η Αυτοδιοίκηση ως πρώτιστο καθήκον δεν είναι οι χρηματοδοτήσεις μόνο των «επαγγελματικών» συναυλιών ή οι επιχορηγήσεις συλλόγων που θα επιταθούν λόγω και της προεκλογικής περιόδου. Αντίθετα πρωταρχικός στόχος είναι η ενεργοποίηση των πολιτιστικών δυνάμεων, η τόνωση της ερασιτεχνικής δημιουργίας και η συνεργασία με συλλόγους που θέλουν και μπορούν να προσφέρουν στον κοινό και συμφωνημένο στόχο.
Οι εκδηλώσεις είτε αυτοτελείς, είτε με συνεργασίες πρέπει να εντάσσονται σε ενιαίο και ιεραρχημένο πλαίσιο που θα προσδίδουν προστιθέμενη αξία αλλά και την πολιτιστική ταυτότητα του Δήμου συνδεδεμένη με τα γεωφυσικά και γεωοικονομικά του χαρακτηριστικά.
Το πολιτιστικό περιβάλλον ενός τόπου πρέπει να διαμορφώνεται από την πολιτιστική κληρονομιά και τη ζώσα πνευματική δημιουργία στους τομείς των γραμμάτων και των τεχνών. Οι δύο αυτές αλληλοσυμπληρούμενες συνιστώσες επηρεάζουν καθοριστικά όλους τους τομείς και τις εκφάνσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, ανάμεσά τους και την πολιτική, την καθημερινή ζωή και τις συμπεριφορές των ανθρώπων.
Η κυριαρχία του νόμου της αγοράς και της ισοπεδωτικής καταναλωτικής κουλτούρας στο πολιτιστικό γίγνεσθαι οδηγεί σήμερα στην προϊούσα εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών αγαθών και στην τυποποίηση της πολιτιστικής δημιουργίας με βάση τα πρότυπα της μαζικής παραγωγής με το βλέμμα της στραμμένο στην αγορά και την επικράτηση της λογικής της κέρδους.
Οι αποχρώσες ενδείξεις είναι πολλές, αδιαφάνεια και κακοδιαχείριση ως προς τις δαπάνες, επιδοτήσεις βασισμένες σε μικροκομματικές σκοπιμότητες και «προσωπικές φιλίες».
Η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει. Χρειάζεται να αλλάξει, γιατί σε κάθε τόπο υπάρχουν λογοτέχνες, ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες, άνθρωποι της μουσικής και του θεάτρου, του πολιτισμού εν γένει, που μοχθούν και παράγουν έργα υψηλής ποιότητας και μεγάλης παιδαγωγικής και πολιτισμικής αξίας.
Οι δημιουργικές δυνάμεις της Αυτοδιοίκησης έχουν μέγιστη ευθύνη αλλαγής διαμορφώνοντας το πλαίσιο και τους πολιτιστικούς θεσμούς, όπου οι πολίτες θα απολαμβάνουν την πολιτιστική-καλλιτεχνική δημιουργία και τους δημιουργούς της.
Κατά τ’ άλλα Καλό Καλοκαίρι σε όλους τους τομείς!
Είναι αυτονόητη η ανάγκη των τοπικών κοινωνιών να συνευρεθούν σε χώρους διασκέδασης της δικής τους προτίμησης ως αναγκαιότητα «δραπέτευσης» από την καθημερινότητα και τα ζέοντα προβλήματα τους.
Το πανηγύρι, είναι συνδεδεμένο με την ίδια την υπόσταση της κοινότητας, εκφράζει την ιστορική της εξέλιξη. Διαχρονικά τα πανηγύρια ήταν η προέκταση της θρησκευτικής λατρείας στον προστάτη άγιο/αγία, είτε σε ιστορικά γεγονότα, είτε ως ημέρα αφιερωμένη στους μετανάστες και ευεργέτες του χωριού.
Γι’ αυτό το πανηγύρι ως πολυδιάστατο φαινόμενο με σαφείς κοινωνικές προεκτάσεις αποτελεί μουσικοθεραπεία, κάνοντας τον άνθρωπο να ανοιχτεί στον πλησίον του, να του προσφέρει μια αγκαλιά, να γίνουν όλοι μια αλυσίδα , ένας ανοιχτός κύκλος, να αρχίσουν τον χορό και να «δεθούν» μεταξύ τους, φιλικά και «αδελφικά», ακόμα και αυτοσχεδιάζοντας στους ρυθμούς των παραδοσιακών δημοτικών μας τραγουδιών.
Το σύνολο των βιωμάτων, των συναισθημάτων, των κατοίκων, ανεξαρτήτως διαφορών ή κοινωνικής θέσης, θα καλυφθούν από τον τραγουδιστή, που ερμηνεύει τα δημοτικά τραγούδια, αυτοσχεδιάζει και ταυτόχρονα ψυχολογεί τους χορευτές που ιεραρχικά κι «ευλαβικά» συμμετέχουν στο πανηγύρι ως προέκταση αρχαίου θεατρικού δρώμενου.
Οι εποχές όμως άλλαξαν με την παγκοσμιοποίηση και τις εκρηκτικές τεχνολογικές αλλαγές να επιχειρούν την ομογενοποίηση των κοινωνιών επιβάλλοντας νέα πρότυπα αλλοιώνοντας κυρίως τον Εθνικό Πολιτισμό και την γλώσσα.
Η Τέχνη και η μουσική γίνονται πλέον βιομηχανικό προϊόν και σ’ αυτούς τους ρυθμούς διαπαιδαγωγείται βασικά η νέα γενιά ως κυρίαρχος καταναλωτής.
Συνεπώς λοιπόν αυτή η δυναμική της Παγκοσμιοποίησης δεν θα μπορούσε να μην αλλάξει ή αλλοιώσει και τον χαρακτήρα των πανηγυριών. Ο κόσμος αλλάζει και σίγουρα πρέπει να πάμε μπροστά κι εμείς όχι αφομοιώνοντας, αλλά ενσωματώνοντας πολιτιστικές αξίες και ρεύματα.
Είναι πιστεύω παραφωνία όχι κατ’ ανάγκη φωνητική η συσσωμάτωση κάθε ρεύματος μουσικής στους ρυθμούς του Καλαματιανού (στο τσάμικο ή στο ηπειρώτικο ευτυχώς δεν γίνεται), αλλοιώνοντας στους στόχους των πρωτόλειων δημιουργών. Φυσικά χρειάζεται εκσυγχρονισμός των πανηγυριών όχι όμως αλλοίωση του χαρακτήρα τους.
Όσο και κάποιοι υποστηρίζουν ότι άλλαξαν οι εποχές, τα συναισθήματα ή οι κοινωνικές συμπεριφορές των ανθρώπων, δεν άλλαξαν όμως όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που δημιούργησαν και συντηρούν την παράδοση μας, γιατί αυτό που ονομάζουμε σήμερα παράδοση είναι τα ανθρώπινα βιώματα, που έγιναν δημοτικό τραγούδι .
Μακριά από την παράδοση αυτή γινόμαστε φτωχότεροι συναισθηματικά, πνευματικά και σαν άνθρωποι. Η αποκοπή λοιπόν από αυτή την παράδοση, αν συμβαίνει, είναι ταυτόχρονα κι ένας ψυχικός-πνευματικός διαμελισμός του ανθρώπου, πνευματικός γιατί με τους προγόνους δεν μας συνδέει μόνο σαρκική συγγένεια αλλά και πνευματική λόγω κοινών βιωμάτων, παρόλη την χρονική απόσταση που μας χωρίζει.
Αναγκαιότητα η επαναφορά των πανηγυριών στην βάση της γνήσιας παράδοσης που λειτουργεί ως θεραπευτική αναγέννηση , μακριά από την κακομοιριά, την υποχρεωτική χαρά κι οτιδήποτε «χαζοχαρούμενα» πρότυπα.
Μεταπολιτευτικά ξεκίνησαν και οι συναυλίες κυρίως των έντεχνων καλλιτεχνών που στην πορεία του χρόνου ακολούθησαν και οι τραγουδιστές «πίστας». Έτσι οι συναυλίες απετέλεσαν πολιτιστικό γεγονός του καλοκαιριού, ιδιαίτερα στην Περιφέρεια που δίνονταν η δυνατότητα να απολαύσουν τα «πρώτα ονόματα», έστω για δύο ώρες.
Αρωγός και βασική χρηματοδότης η Αυτοδιοίκηση αλλά και οι σύλλογοι, όπως και στα πανηγύρια και ως ένα βαθμό σωστά.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας αναβάθμισε και τις συναυλίες και από πολιτιστικό γεγονός μετεξελίχθηκαν και σε φαντασμαγορικό σόου ανεβάζοντας κατακόρυφα τα κόστη και τους κάθε λογής μανατζαραίους να επιχειρούν να επιβάλουν το «δικό τους πολιτιστικό προϊόν» με τους υπευθύνους των χώρων που διοικούν.
Φυσικά και δεν υπάρχει διαφωνία ή κριτική με τους καλλιτέχνες και δημιουργούς της μουσικής . Οι ενστάσεις που υπάρχουν είναι στο ποιος επιλέγει με ποια κριτήρια τα επιτρεπτά κόστη καθώς η ανταποδοτικότητα και το πολιτιστικό αποτύπωμα της «επόμενης μέρας».
Πολιτισμός και ειδικά το πολιτιστικό καλοκαίρι δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντο και κυρίως «επαγγελματικό» με τεράστιες δαπάνες από την Αυτοδιοίκηση (Αυτονόητο ότι ο κάθε σύλλογος, ΜΚΟ ή ιδιωτικός φορέας μπορεί να πράξει όπως νομίζει με ίδιους πόρους).
Ο Πολιτισμός ως διαχρονική αξία έχει διάρκεια είναι πολυπαραγοντικός και συμμετοχικός, σε ότι αφορά δε, τις χρηματοδοτήσεις της αυτοδιοίκησης, πρέπει να ενδυναμώνει την ερασιτεχνική δημιουργία σε όλους τους τομείς, να αναδεικνύει ιστορικούς-παραδοσιακούς χώρους, τοπικά προϊόντα, ήθη, έθιμα και παραδόσεις αξιοποιώντας τις υποδομές της.
Η Αυτοδιοίκηση ως πρώτιστο καθήκον δεν είναι οι χρηματοδοτήσεις μόνο των «επαγγελματικών» συναυλιών ή οι επιχορηγήσεις συλλόγων που θα επιταθούν λόγω και της προεκλογικής περιόδου. Αντίθετα πρωταρχικός στόχος είναι η ενεργοποίηση των πολιτιστικών δυνάμεων, η τόνωση της ερασιτεχνικής δημιουργίας και η συνεργασία με συλλόγους που θέλουν και μπορούν να προσφέρουν στον κοινό και συμφωνημένο στόχο.
Οι εκδηλώσεις είτε αυτοτελείς, είτε με συνεργασίες πρέπει να εντάσσονται σε ενιαίο και ιεραρχημένο πλαίσιο που θα προσδίδουν προστιθέμενη αξία αλλά και την πολιτιστική ταυτότητα του Δήμου συνδεδεμένη με τα γεωφυσικά και γεωοικονομικά του χαρακτηριστικά.
Το πολιτιστικό περιβάλλον ενός τόπου πρέπει να διαμορφώνεται από την πολιτιστική κληρονομιά και τη ζώσα πνευματική δημιουργία στους τομείς των γραμμάτων και των τεχνών. Οι δύο αυτές αλληλοσυμπληρούμενες συνιστώσες επηρεάζουν καθοριστικά όλους τους τομείς και τις εκφάνσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, ανάμεσά τους και την πολιτική, την καθημερινή ζωή και τις συμπεριφορές των ανθρώπων.
Η κυριαρχία του νόμου της αγοράς και της ισοπεδωτικής καταναλωτικής κουλτούρας στο πολιτιστικό γίγνεσθαι οδηγεί σήμερα στην προϊούσα εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών αγαθών και στην τυποποίηση της πολιτιστικής δημιουργίας με βάση τα πρότυπα της μαζικής παραγωγής με το βλέμμα της στραμμένο στην αγορά και την επικράτηση της λογικής της κέρδους.
Οι αποχρώσες ενδείξεις είναι πολλές, αδιαφάνεια και κακοδιαχείριση ως προς τις δαπάνες, επιδοτήσεις βασισμένες σε μικροκομματικές σκοπιμότητες και «προσωπικές φιλίες».
Η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει. Χρειάζεται να αλλάξει, γιατί σε κάθε τόπο υπάρχουν λογοτέχνες, ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες, άνθρωποι της μουσικής και του θεάτρου, του πολιτισμού εν γένει, που μοχθούν και παράγουν έργα υψηλής ποιότητας και μεγάλης παιδαγωγικής και πολιτισμικής αξίας.
Οι δημιουργικές δυνάμεις της Αυτοδιοίκησης έχουν μέγιστη ευθύνη αλλαγής διαμορφώνοντας το πλαίσιο και τους πολιτιστικούς θεσμούς, όπου οι πολίτες θα απολαμβάνουν την πολιτιστική-καλλιτεχνική δημιουργία και τους δημιουργούς της.
Κατά τ’ άλλα Καλό Καλοκαίρι σε όλους τους τομείς!