Γράφει ο Βασίλης Βλαχάκος
«Τελευταία μου επιθυμία, να βάλουν οι συγχωριανοί μου σε μια άκρη στην πλατεία του χωριού τον κορμό μου...»
(απόσπασμα από την ιστορία της ζωής της)
Δυστυχώς, όταν μου είπε αυτά τα λόγια «η ώρα ήταν ανοιχτή», έγινε αυτό που φοβόταν και από την αιωνόβια ζωή πέρασε στην αιωνιότητα της μνήμης.
Και τι δεν έκανα όταν ήταν στη ζωή για να την αναδείξω, μα δυστυχώς, «ενόχλησα» Αρχές χωρίς αρχές και χτύπησα, ατυχώς, «πόρτες κωφαλάλων».
Ήταν ο περυσινός Αύγουστος που «η Ελιά της Καρίτσας», πάνω από τρεις χιλιάδες τριακόσια χρόνια ζωής, άφησε την τελευταία της πνοή μέσα στις φλόγες της πύρινης λαίλαπας, καθώς όπως λέει η παροιμία «όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος», που βέβαια, ώρα είναι η στιγμή και ο χρόνος αόριστος και ακαθόριστος.
Έτσι είναι. Στην πράξη, το παρόν είναι ανύπαρκτο, καθώς από τη μια στιγμή στην άλλη ο χρόνος είναι απειροελάχιστος, σχεδόν μηδενικός. Η ζωή εξαρτάται από στιγμές, από αποφάσεις που παίρνουμε μια στιγμή και εξαρτάται το μέλλον μας, όπως και άλλοτε από συμπεριφορές και ενέργειες άλλων που επηρεάζουν καθοριστικά την πορεία μας, ακόμη και τον θάνατό μας.
Θαύμα η γέννηση, αίνιγμα η ζωή, ο θάνατος μυστήριο. Η γη παίρνει για μερτικό της τα υλικά αγαθά και ο ουρανός τα πνευματικά. Στο λαβύρινθο και στην άβυσσο του απείρου η ψυχή, με το μίτο της πίστης ψάχνει να βρει διέξοδο και λύση στο μυστήριο, μιας και ο άνθρωπος «ἐν ζωῇ» δεν μπορεί να καταλάβει το θαύμα και να λύσει το αίνιγμα.
Επειδή, όμως, ο λόγος γίνεται για την Ελιά της Καρίτσας, είναι το δέντρο που στη μακραίωνη ζωή του, η φύση ξέρει που το γέννησε, ο χρόνος γνωρίζει πώς μεγάλωσε και ο άνθρωπος που λέει «της ελιάς τα βάσανα» δείχνει το μέγεθος της ταλαιπωρίας της, που στην περίπτωσή της, δυστυχώς, δεν σεβάστηκε την ηλικία της, δεν εκτίμησε την αξία της, αδιαφόρησε για την ανάδειξή της και θα την αναζητούν τώρα όσοι την έχασαν, γιατί αυτό συμβαίνει πάντοτε. Αναζητάμε αυτό που χάνουμε και δεν το εκτιμάμε όταν το έχουμε.
Δυστυχώς, ένα «σύμβολο-κειμήλιο» της φύσης χάθηκε, έγινε κάρβουνο και στάχτη. Στάχτη η ψυχή της, απλώθηκε και σκέπασε τον χώρο, κάρβουνο η καρδιά της, όρθιο το αγριλίσιο κορμί της, παλιό κόκαλο, γερό και μαθημένο στη στέρηση, στην κακουχία και στην ανέχεια, μα στη φωτιά ανήμπορο.
Με καψαλισμένα μαλλιά που σώθηκαν από την κόκκινη λαίλαπα- στόματα κλειστά που δε μπορούν να πάρουν ανάσα, η αυλή της μαύρος πεσμένος ουρανός, τρέχουν τα δάκρια βροχή αυτών που την είχαν στο μυαλό και στην καρδιά τους.
Ο χώρος «κρανίου τόπος» από ανθρώπινη αβλεψία; από άνθρωπο πυρομανή; από απάνθρωπη συμπεριφορά και απερισκεψία; Ποιος ξέρει…, όπως και να είναι δεν υπάρχει δικαιολογία. Το κακό έγινε κι αν αυτός που το έκανε αν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος της καταστροφής, ακόμη κι αν πάει και κλάψει στις στάχτες, όλα τα άλλα θα γίνουν μετά από χρόνια, «η Ελιά της Καρίτσας» όμως ποτέ.
Αν όμως είναι ένας νέος «Νέρωνας» που καίει για να διασκεδάσει, που γελάει όταν ο άλλος κλαίει, ο Νέρωνας που έκαψε τη Ρώμη, όλες τις ελιές θα μπορούσε να κάψει, την Ελιά της Καρίτσας δεν θα την έκαιγε.
Ένας αυτόπτης μάρτυρας της φύσης χάθηκε από προσώπου γης και δεν μπορεί πια να καταθέσει στο δικαστήριο του μέλλοντος ποιος ήταν ο εμπρηστής-φονιάς της.
Τι κρίμα…, δεν την επισκέφτηκα (αν και πολλές φορές το σκέφτηκα) να μου ανοίξει ξανά την καρδιά της, να την ακούσω να μου μιλάει για τη ζωή της, μύθους και ιστορίες της φυλής μας, ανέκδοτα περιστατικά, άγνωστα μυστικά, ανεπανάληπτα γεγονότα.
Δυστυχώς, αυτή είναι η ζωή. Ό,τι «φεύγει» από αυτή, τα παίρνει όλα μαζί του κι ας λέμε οι άνθρωποι γι’ αυτόν που πεθαίνει ότι «δεν παίρνει τίποτα κοντά του». Ακόμα και όταν εξομολογείται στον παπά, ούτε και τότε το μαθαίνουμε, αφού κι αυτός δεν τα λέει και τα παίρνει μαζί του όταν φύγει.
Στην περίπτωση, όμως, που η Ελιά της Καρίτσας άνοιγε την καρδιά της και μου εξομολογιόταν, παπάς δεν είμαι για να μην πω τίποτα, ούτε κουτσομπόλης για να πω ψέματα. Άλλωστε, όλο καλά είχε κάνει στη ζωή της. Όσο γι’ αυτά που είχε προσφέρει στους ανθρώπους ανά τους αιώνες, ούτε κουβέντα. Ως και τα χορτάρια που φύτρωναν στο χώρο της είχαν τον ίσκιο της και τρέφονταν τα πουλιά από τους καρπούς της.
Μια υπεραιωνόβια αυτοκρατόρισσα της χλωρίδας έγινε κάρβουνο και στάχτη μαζί με το λαό της.
Στα μαύρα όλη η φύση γύρω με την πένθιμη φορεσιά της και η Ελιά με το καμένο σάβανό της, τελευταία πράξη του δράματος, που ευτυχώς, βλέποντας την πύρινη λαίλαπα να έρχεται κατά πάνω της, μη μπορώντας να κάνει ένα βήμα πιο πέρα να σωθεί, πρόλαβε να πει ένα δίστιχο-δύστυχο κομμό λίγο πριν φουντώσει.
«Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια στην πυρκαγιά και κούτσουρα στο τζάκι, μα τυχερά στα γερατειά που φεύγουν όρθια και όχι στο κρεβάτι».
Κι ενώ έλεγα ότι τελείωσα με τούτα το επιμνημόσυνο γραφτό μου, ακούω μια φωνή.
«Τελευταία μου επιθυμία, να βάλουν οι συγχωριανοί μου σε μια άκρη στην πλατεία του χωριού τον κορμό μου, να καταθέτουν κάθε χρόνο ένα κλαρί από ελιά, να λένε τον κομμό μου, άλλη φωτιά στη φύση να μην πιάνει, μόνο σ’ ένα σπασμένο κεραμίδι, ένα κομμάτι κάρβουνο απ’ το κορμί μου, με λιβάνι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου