Η φωτογραφία του Φλεβάρη 2012 αποτελεί μοντάζ οικογενειακών φωτογραφιών που συμπεριλαμβάνει και τη μοναδική απεικόνιση του θρυλικού «Κωνσταντιρουμάνου», πλήρες όνομα Κωνσταντίνος Ιωάννη Μαλαβάζος (1864-1955), καθώς και τη γυναίκα του Κυριακούλα Γεω. Αντωνίου (Κωνσταντιρουμάνενα), το μοναχογιό Παναγιώτη και νύφη Κατερίνα Αθανασίου Κόντου.
Πολλά είναι τα ανέκδοτα που αναφέρονται στην απίστευτη σωματική του δύναμη. Μερικά περιλαμβάνουν: - Ο Κωνσταντιρουμάνος και το Αγκωνάρι - Ο Κωνσταντιρουμάνος και οι λιτριβιαραίοι - Ο Κωνσταντιρουμάνος και τα λεκόκια - Ο Κωνσταντιρουμάνος και το σφαιρόβολο - Ο Κωνσταντιρουμάνος και ο Κεραυνός - Ο Κωνσταντιρουμάνος και η ιπταμένη μαγκούρα.
Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γιάννης Γαβριήλ.
Πολλά είναι τα ανέκδοτα που αναφέρονται στην απίστευτη σωματική του δύναμη. Μερικά περιλαμβάνουν: - Ο Κωνσταντιρουμάνος και το Αγκωνάρι - Ο Κωνσταντιρουμάνος και οι λιτριβιαραίοι - Ο Κωνσταντιρουμάνος και τα λεκόκια - Ο Κωνσταντιρουμάνος και το σφαιρόβολο - Ο Κωνσταντιρουμάνος και ο Κεραυνός - Ο Κωνσταντιρουμάνος και η ιπταμένη μαγκούρα.
Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γιάννης Γαβριήλ.
Στη συνέχεια διαβάστε τα θρυλικά κατορθώματα του Κωνσταντιρουμάνου από την Καρίτσα, επιμέλεια Δημήτρη Ευ. Κατσάμπη.
Ο Κωσταντηρουμάνος και το Αγκωνάρι
|
Kostantiroumanos and the rock
|
Όπως το αφηγήθηκε ο Γιάννης Δημητρίου Κατσάμπης (Μαρκαίος) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Giannis Dimitriou Katsampis (Markeos) to Stelios Diamanti Chagias
|
Ο Κωσταντηρουμάνος (επίσημα γραμμένος ως Κωνσταντίνος Ιωάννη Μαλαβάζος), που έζησε από το 1864 μέχρι το 1955, ήταν πλασμένος κάπως διαφορετικά από τους άλλους της εποχής του. Τον διακρίνανε η τεράστια σωματική του διάπλαση, το μεγάλο κεφάλι, ο παχύς λαιμός, οι πλατιοί ώμοι, τα φοβερά μπράτσα, τα πολύ μεγάλα χέρια και δάκτυλα, ενώ τα πόδια του ήταν τόσο χοντρά που δεν έβρισκε παπούτσια να αγοράσει. Γι αυτό φόραγε και τσαρούχια. Πράγματι με το χοντρό κεφάλι, τον πολύ μυώδη λαιμό και τους πλατιούς ώμους έμοιαζε τόσο μονοκόμματος που η νύφη του, η Στυλιανή, τον έλεγε «μονόκοφο»!
Αυτό που του άρεσε περισσότερο ήταν η ξένοιαστη ζωή κει ψηλά στη Τσούκα όπου απόλαγε τα γίδια να βοσκάνε ενώ αυτός το έριχνε στον ύπνο.
Μια καλή μέρα λοιπόν ο Κωσταντηρουμάνος κατέβαινε από την Τσούκα με το τυρί κρεμασμένο στον ώμο. Στην Κοπρισιά, όπου υπάρχει πηγάδι με πολύ νερό, βρήκε μια παρέα από χωριανούς σε προσωπική εργασία. Όλοι μαζί παλεύανε να σπρώξουν ένα αγκωνάρι, δίπλα στο πηγάδι να ακουμπάνε τους κουβάδες, τα παγούρια και άλλα δοχεία. Ο Κωσταντηρουμάνος καλοκοίταξε την κατάσταση και, με το τυρί ακόμα κρεμασμένο στον ώμο, είπε στη παρέα, «Καθίστε κει ρε.» Το τι είδαν κατόπιν οι συγχωριανοί είναι πραγματικά απίστευτο, τόσο απίστευτο που με τον καιρό γίνηκε ανέκδοτο που θέλουν να το λένε και να το ξαναλένε. Τόσο από τέχνη, όσο απ’ ατσαλένιες χερούκλες και τανάλιες δάχτυλα, ο αλύγιστος τσοπάνης εύκολα σήκωσε το αγκωνάρι στα γόνατά του απ’ όπου με ηράκλεια πόδια και μπράτσα κατάφερε να το πάει κει που το θέλανε, δίπλα στο πηγάδι. Στο μεταξύ όλοι της παρέας στην πάντα μείνανε κατάπληκτοι απ’ την απίστευτη δύναμη του συγχωριανού Κωσταντηρουμάνου.
|
Kostantiroumanos (officially recorded as Konstantinos Ioanni Malavazos), who lived from 1864 to 1955, was moulded quite differently from others of his time. He stood out with a massive body, large head, thick neck, broad shoulders, rugged forearms, very big hands and fingers, powerful legs, and feet so large he could not find shoes to fit so all his life he wore tsaroúchia (crudely made footwear from hide). Indeed with a large head, muscly neck and broad shoulders he seemed to meld so much into one mass that his sister in law, Styliani, referred to him as monokofos!
Most of all he enjoyed the carefree life on the highest slopes of Tsouka where he would let his goats graze freely while he took a nap.
One fine day Kostantiroumanos was returning to the village from Tsouka carrying a load of cheese on his shoulder. At Koprisia where there is a well with a lot of water, he came across a gang of workers on required community service. They were all struggling to push a rock, about the size of a table, next to the well for resting buckets and other containers. Moving in, Kostantiroumanos, the load of cheese still slung over his shoulder, sized up the situation and motioned his fellow villagers to “move aside!” What they then saw was truly unbelievable, so unbelievable that over time it has become a favourite anecdote. As much by skill as by sheer strength of powerful fingers and hands the undaunted shepherd easily lifted the slab onto his knees, and from there, relying on Herculean legs and forearms, he single-handedly managed to place the slab where they wanted it, next to the well. Meanwhile the amazed workers could only marvel at the incredible strength of their fellow villager.
|
Ο Κωσταντηρουμάνος και οι λιτριβιαραίοι
|
Kostantiroumanos and the oil press workers
|
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Ioanni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Chagias
|
Κάποτε ο Κωσταντηρουμάνος δέχτηκε στοίχημα να αναμετρήσει τη δύναμή του με αυτή, όλων μαζί, μιας παρέας από τέσσερις γεροδεμένους λιτριβιαραίους. Στόχος ήτανε στο ελαιοτριβείο του χωριού κάθε πλευρά να σπρώξει κόντρα στους αντιπάλους της τον άξονα της μανέλας που τράβαγαν τα ζα να γυρίζει το λιθάρι που άλεθε τις ελιές. Ο Κωσταντηρουμάνος πανεύκολα κατάφερε να κατανικήσει την παρέα των τεσσάρων λιτριβιαραίων όχι μόνο έναν αντίστροφο γύρο αλλά δυο. Αυτό, φυσικά, κατόπιν του έδωσε και το δικαίωμα να κοροϊδεύει την ψευτοπαλικαριά των τεσσάρων, τους οποίους αποκάλεσε ζαγάρια. Οι αντίπαλοί του, όμως, δεν ξέρανε ότι όταν έσπρωχνε τον άξονα γύρω-γύρω του κόπηκαν τα λουριά από τα τσαρούχια, κάτι που επέτρεψε οι πατούσες του να έχουν καλύτερο κράτημα και να μη γλιστράνε στο δάπεδο.
|
Kostantiroumanos once accepted a dare to pit his might against the combined strength of a gang of four solidly built oil press workers. The object was, in the village olive press, for each side to push in opposite directions the beam that was usually pulled by work animals to turn the grinding stone that crushed the olives. Kostantiroumanos easily overpowered the gang of four workers not once but twice around. This, of course, then won him bragging rights to mock the bravado of the four whom he derisively called zagária or lapdogs. His opponents were not to know that whilst pushing the beam round and round he broke the leather straps of his tsaroúchia, which allowed his feet to gain greater traction and not to slide on the floor of the olive press
|
Ο Κωσταντηρουμάνος και τα λεκόκια
|
Kostantiroumanos and the lekókia
|
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Ioanni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Chagias
|
Όταν μαζεύανε τις ελιές, στην Καρίτσα δουλεύανε δυο ελαιοτριβεία. Το πάνω, δίπλα στην πλατεία, το λέγανε απλά Το Λιτριβειό και το άλλο πιο χαμηλά Κάτω Λιτριβειό. Στο Κάτω Λιτριβειό λοιπόν είχε πάει ο Κωσταντηρουμάνος να πάρει λεκόκια για τις κότες του. Εκεί ο μάστορας, έτσι λέγανε τον πρώτο λιτριβιάρη, θέλησε να κάνει στοίχημα με έναν άλλο χωριανό. Εάν ο Κωσταντηρουμάνος κατάφερνε να κουβαλήσει 500 μέτρα ανηφόρα στο σπίτι του πέντε σακιά λεκόκια «τρακάδα» στην πλάτη του αυτοί θα του δίνανε και ένα τουλούμι γιομάτο λάδι. Τουλούμια λέγανε τους δερμάτινους σάκους από κατσίκι ή πρόβατο όπου βάζανε τυρί, κρασί ή λάδι. Ένα τουλούμι με λάδι ζύγιζε 50 με 70 οκάδες. Ο Κωσταντηρουμάνος πρόθυμα δέχτηκε, φορτώθηκε τα πέντε σακιά λεκόκια και ξεκίνησε αργά αλλά σταθερά την ανηφόρα, κατά πόδι και ο μάστορας με το τουλούμι λάδι. Όταν φτάσανε στο Μπαλαχαίικο, κάμποσο πιο ψηλά, ο μάστορας σταμάτησε, πέταξε το τουλούμι πάνω στα σακιά και ξαναπήρε την κατηφόρα. Άνετος, ακόμα και με αυτό το παραπανίσιο φορτίο, ο Κωσταντηρουμάνος συνέχισε την ανηφόρα και απλά ρώτησε αν είχανε τίποτε άλλο να πάει πάνω; Η νίκη ήταν δικιά του. Γελούσαν και τα μουστάκια του.
|
During olive harvest, Karitsa had two olive presses operating. One next to the village square was known simply as To Litrivio and the other further down as Kato Litrivio. It was at the Kato Litrivio that Kostantiroumanos went to ask for lekókia or olive waste chook feed. There the mástoras, as the leading worker was called, wanted to wager a bet with another fellow villager. If Kostantiroumanos could carry to his house, five hundred metres uphill, five sacks of lekókia stacked on his back they would give him a touloúmi full of olive oil. Touloúmi were simple sacs made from goat or lambskin to carry cheese, wine or olive oil. A full touloúmi of olive oil would weigh 50 to 70 okas or 60 to 80 kilos. Kostantiroumanos gladly accepted the challenge, got loaded the five sacks of lekókia and slowly but surely began the climb, closely followed by the mástoras with the touloúmi. When the two reached the Balahas house, some way up, the mástoras gave up, stacked the touloúmi full of oil on top of the five sacks and was making his way back. At ease, even with this extra load, Konstantiroumanos kept going and asked if there was anything else they would like him to carry? Victory was his. Winners are grinners!
|
Ο Κωσταντηρουμάνος και το σφαιροβόλο
|
Kostantiroumanos and the shot put
|
Όπως το αφηγήθηκε ο Μιχάλης Γιάννη Μαλαβάζος (Ρουπακιάς) στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
|
As related by Michalis Ioanni Malavazos (Roupakias) to Stelios Diamanti Chagias
|
Το 1896, την χρονιά της αναγέννησης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, ο Κωσταντηρουμάνος έφυγε για την Αμερική όπου έμεινε κάμποσα χρόνια. Ο κλασικός αθλητισμός βέβαια είναι δημοφιλής εκεί και υπάρχουν πολλά γήπεδα στίβου στις γειτονιές. Μια μέρα λοιπόν ο νεοφερμένος μετανάστης παρακολουθούσε αθλητές να προπονούνται σε κάποιο γήπεδο όταν κατά λάθος ένα σφαιρόβολο κύλησε κοντά του. Η σφαιροβολία προέρχεται από το αρχαιοελληνικό αγώνισμα της λιθοβολίας και το τσοπανόπουλο είχε μάθει από τη νάκα πώς να πετάει κοτρόνια είτε αυτά ήταν μεγάλα ή μικρά. Αρπάζει ο Κωσταντηρουμάνος λοιπόν το «μεταλλικό κοτρόνι» και του δίνει τέτοιο ξεσφεντόνισμα που το έκανε να εξαφανίζετε ψηλά, πάνω από τα κεφάλια των κατάπληκτων αθλητών. Τα Αμερικανάκια βέβαια μείνανε άναυδα να κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό. Τι κρίμα που δεν ήταν στην Αθήνα να αγωνιστεί για την πατρίδα του στους Ολυμπιακούς Αγώνες!
|
In 1896, the year of the revival of the modern Olympics in Athens, Kostantiroumanos left for the United States where he remained for a number of years. Track and field of course is very popular there and neighbourhood sports fields abound. One day the newly arrived migrant was watching a training session when a shot put rolled towards him. The shot put is an event that can be traced back to ancient Greek stone throwing, and this shepherd boy had learnt from the cradle how to throw rocks, be they large or small. So, Kostantiroumanos grabbed hold of the “metal rock” and gave it such a hurl that it disappeared over the heads of the gobsmacked athletes. The young Americans needless to say were left stunned, watching with mouths agog. What a pity he was not in Athens to represent his country in the Olympics!
|
Ο Κωσταντηρουμάνος και ο Κεραυνός
|
Kostantiroumanos and the Lightning Strike
|
Όπως το αφηγηθήκανε συγχωριανοί στο Δημήτρη Ευαγγέλου Κατσάμπη
|
As related by fellow villagers to Dimitri Evangelou Katsampis
|
Στην Αμερική ο Κωσταντηρουμάνος γρήγορα βαρέθηκε τη ζωή της πόλης και τη δουλειά στα εργοστάσια. Κοίταξε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα, να ξαναγυρίσει ξενοτσόπανος στη φύση και να φυλάει κοπάδια. Να όμως που κει, σε μια φάρμα στην Ουαϊόμινγκ, κοντά στα Βραχώδη Όρη και το φημισμένο Εθνικό Πάρκο Γιελοστόουν, ήρθε αντιμέτωπος με τον πιο θανάσιμο και πιο ισχυρό από όλους τους αντιπάλους του.
Μια καταραμένη μέρα, φαίνετε έτσι το θέλησε η μοίρα, το ξενιτεμένο τσοπανόπουλο από την Καρίτσα στα καλά καθούμενα τέθηκε αντιμέτωπο με μια πανίσχυρη δύναμη της φύσης. Ο ουρανός ήτανε πλακωμένος από μαύρα απειλητικά σύννεφα. Η ατμόσφαιρα ήτανε γκρίζα και σκοτεινή. Το μπουμπουνητό βρόνταγε από τη μια άκρη στην άλλη κι οι αστραπές φωτίζανε τον ουρανό. Ξαφνικά, δεν άργησε να γίνει το κακό, σε εκατοστά του δευτερόλεπτου, αστροπελέκι τον σημάδεψε, τον άφησε αναίσθητο, γδυτό με μαυρισμένο σώμα και πρόσωπο και κατακαμένα ρούχα και παπούτσια.
Το γρηγορότερο τον τρέξανε στο νοσοκομείο, φτάνοντας σε κρίσιμη κατάσταση και οι γιατροί να φοβούνται το χειρότερο. Να όμως που σα θαύμα, και προς μεγάλη έκπληξη όλων, μετά από πολλές ώρες ο Κωσταντηρουμάνος σιγά-σιγά συνήρθε. Πάλεψε, όπως ποτέ άλλοτε, και κατάφερε να επιζήσει. Τη γλίτωσε! Πραγματικό θαύμα σύμφωνα με δηλώσεις Αμερικανών επιστημόνων που δημοσιευτήκανε στις εφημερίδες τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Ελλάδας.
Αλλά η περιπέτεια αυτή με τις δυνάμεις της φύσης του αφήκε κάτι να τη θυμάται, κάθε βήμα από τότε και πέρα να το παίρνει κουτσαίνοντας. Τον έκανε να καταλάβει ακόμα ότι η Αμερική, τα πλούτη και οι απέραντες εκτάσεις της δεν του ταιριάζανε. Άρον-άρον λοιπόν μάζεψε ο, τι είχε και δεν είχε, πήρε τη βαλίτσα του και ξαναγύρισε στην Καρίτσα να φυλάει το δικό του κοπάδι στην αγαπημένη και πιο γνώριμη γι αυτόν Τσούκα.
|
In the United States Kostantiroumanos quickly tired of city life and working in factories. He sought what he knew best, a return to nature and looking after flocks. But sadly there, in a Wyoming farm, by the Rocky Mountains and the famous Yellowstone National Park, he came face to face with the most deadly and ferocious of all his foes.
One wretched day, it seems fate willed it that way, the shepherd boy from Karitsa be pitted against a ferocious force of nature. The sky was covered with black threatening clouds, the atmosphere was grey and dingy, thunder reverberated across the landscape and lightning lit the sky. Suddenly, in hundredths of a second, a bolt of lightning struck leaving him unconscious, his face and body singed and blackened and clothes torn off.
He was quickly rushed to hospital, arriving in a critical condition and doctors fearing the worst. Miraculously, however, and to everyone’s great surprise after many hours Kostantiroumanos regained consciousness. He had fought as never before and staved off the inevitable. He had cheated death! A veritable miracle according to statements by American doctors published in newspapers in the United States as well as in Greece.
But this encounter with the forces of nature left him with a permanent reminder, to walk with a limp for the rest of his life. It let him understand, as well, that perhaps America, its wealth and its immense open spaces were not for him. So, he quickly packed his few belongings and returned to Karitsa to look after his own flock in his beloved and familiar Tsouka
|
Ο Κωσταντηρουμάνος και η ιπταμένη μαγκούρα
|
Kostantiroumanos and the flying mankoúra
|
Όπως το αφηγήθηκε ο Διαμαντής Στυλιανού Χαγιάς (Δασάρχης) στον γιο του Στέλιο
|
As related by Diamantis Chagias (Dasarchis) to his son Stelios
|
Τα χρόνια τα παλιά η Καρίτσα είχε πεντέξι μουριές. Μπελάς ήταν ότι είχε πάνω από δέκα φορές περισσότερα πιτσιρίκια, που όλα θέλανε τα καλοκαίρια με την πολύ ζέστη να σκαρφαλώνουν στις μουριές να τρώνε τα γλυκά τα μούρα. Πιο βάσανο ακόμα ήταν τα αφεντικά τα οργισμένα που παίρνανε δραστικά μέτρα να κυνηγάνε τα άτιμα τα παλιόπαιδα. Τα μαλώνανε, τους πετάγανε ραβδιά και πέτρες, ακόμα και δίκαννα βγάζανε να τα κυνηγάνε.
Τα μεσημέρια το καλοκαίρι στην Καρίτσα, είναι γιομάτα σιωπή, ζέστη και άπνοια με μόνο άκουσμα αυτό των τζιτζικιών πάνω στα σφεντάμια, ενώ οι χωριανοί απολαμβάνουν τον παραδοσιακό μεσημεριανό ύπνο. Αυτή ήταν κι η ιδανική ευκαιρία να το σκάνε τα πιτσιρίκια, είτε από τα παράθυρα είτε από τα μπαλκόνια, και να το βάζουν στα πόδια κατευθείαν για τις μουριές. Η πιο επικίνδυνη ήταν η γέρικη μουριά του θρυλικού Κωσταντηρουμάνου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο γέροντας, ήδη εβδομηντάρης, λαγοκοιμότανε φρουρός κάτω από τη μουριά του, κι αυτό κράταγε μακριά τα πιτσιρίκια, αν όχι τα πουλιά.
Κάποια μέρα όμως, δυο πιτσιρικάδες ξυπόλυτοι, με μπαλωμένα παντελονάκια, βρεθήκανε σε μια εξαιρετικά δελεαστική περίπτωση. Ήταν ντάλα μεσημέρι και η πολυτιμότατη μουριά δεν φυλαγότανε. Έτσι τα φιλαράκια, Διαμαντήδες και οι δυο, βάλανε στο νου τους αυτό που τα χωριατόπουλα τολμάγανε εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ότι για τα γλυκά τα μούρα άξιζε να ριψοκινδυνεύσουν.
Σε μηδέν χρόνο λοιπόν, ο μικρότερος Διαμαντής, δεκάχρονος γιος του Δράτσα, χαιρότανε τα μεγάλα ώριμα μούρα σκαρφαλωμένος στο πιο ψηλό κλωνάρι κρυμμένος πίσω από τα πυκνά φύλα, ενώ ο μεγαλύτερος Διαμαντής, 11χρονος γιος του Ρουμάνου, περίμενε κάτω στον ίσκιο να πέσει κανένα και γι αυτόν. Δεν το ξέρανε όμως ότι ο γερο-Κωσταντηρουμάνος δεν ήταν τόσο μακριά. Κατέβαινε από τις ψηλές βουνοκρφές αφού είχε ποτίσει τα γίδια του στην Τσούκα. Σκοπό είχε, μετά από το φαγητό το μεσημέρι, να ξαπλώσει στην αυλή κάτω από τη μουριά του και κατόπι, αργά το απόγευμα, να ανεβεί ξανά για να μαζέψει τα γίδια.
Όταν όμως είδε τους παραβάτες, αν και τόσο δα πιτσιρικάκια, πάνω στην αγαπητή του τη μουριά, η μανία του δεν περιγράφεται. Ο γέρος πήρε φόρα να πετάξει προς τα άτυχα μικρά τη μαγκούρα του με όλη του τη δύναμή, όπως οι αρχαίοι προκάτοχοι του ίδιου τόπου θα πέταγαν το ακόντιο.
Η ιπταμένη πλέον μαγκούρα σφύριζε κι έσχιζε τόσο πολύ τον αέρα, που στα μάτια των δύο μικρών προκάλεσε κυριολεκτική ανεμοζάλη, προτού μπλεχτεί στα γιομάτα από μούρα κλωνάρια και γίνει αιτία θύελλας από μούρα να βομβαρδίζουν τον πιτσιρικά από κάτω. Κρίμα όμως που δεν είχε καιρό να τα χαρεί αφού ο φίλος του από πάνω έπεσε κι αυτός όπως-όπως κατά γης πρώτου κι οι δυο λακίσουν όσο αλάργα μπορούσαν από τον γερο-Κωσταντηρουμάνο και την ιπταμένη του μαγκούρα!
|
In the olden days there were about half a dozen mulberry trees in Karitsa. Trouble was, there were more than ten times as many kids, all keen during the long hot summers to climb and enjoy such sweet fruit. Even more troublesome were the irate owners who went to extraordinary lengths to shoo off the little rascals. Threats, sticks, stones, and even firearms would be used to drive them off.
Summer afternoons in Karitsa are very hot, deadly still, and silent. All that can be heard are the cicadas on the maples while the village folk enjoy their customary naps. So, this was the perfect time for kids to bolt through windows or over balconies straight for the mulberry trees. The most challenging operation was the old mulberry tree owned by the legendary Konstantiroumanos. In the mid thirties, the old man, by now in his seventies, had resorted to taking his naps under the ample shade of his mulberry tree. This was more than enough to keep the kids, if not the birds, away. One day, however, two youngsters without shoes and in short patched pants found themselves in a most inviting situation. In the middle of the afternoon, the prized mulberry tree was not guarded and the two, both answering to the name Diamantis, reckoned, just as village kids had done for centuries, the sweet mulberries were well worth risking their necks for.
And so, in no time, the littler Diamantis, ten year old son of Dratsas, was enjoying the big ripened berries perched on the highest branch, hidden behind the thick leaves, while the bigger Diamantis, eleven year old son of Roumanos, was waiting in the shade below eager for any morsels that may fall his way! Unbeknown to them however, old man Konstantiroumanos was not far off. He was making his way down the mountain after watering his goatherd in the high peaks. He was hoping, after the midday meal, to enjoy a nap under his mulberry tree and then head back in the late afternoon to gather the goatherd.
But, on seeing trespassers, even little ones, on his prized tree, his fury was beyond description. The old man wound up his mankoúra (shepherd staff) and threw it with all his might at the hapless youngsters in the same way that ancient predecessors of this very same place would have hurled a javelin.
The flying mankoúra, spinning and whistling through the air, in the eyes of the two young boys, triggered a veritable mini whirlwind before tangling among the branches of the fruit laden tree and further setting off a storm of mulberries pelting the boy below. Pity he did not have time to enjoy them as his mate above quickly scampered down and they both scurried well away from old man Konstantiroumanos and his flying mankoúra!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου