Ποίημα του καριτσιώτικης καταγωγής Τζόσεφ Προφύρη, μιγά Ινδοαμερικάνου, που διατυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η φυλή του πιστεύει για τη ζωή και το θάνατο. Ο Τζόσεφ έπαυσε να ζει, 46 χρονών, στις 2 Ιουνίου 2004. Οι δεσμοί του με τα οικογενειακά δέντρα του χωριού παρουσιάζονται στην εξής διεύθυνση:
http://karitsa.tribalpages.com/tribe/browse?userid=karitsa&view=0&pid=8944&rand=61492070
Οι Ψηλοί Άνεμοι
The High Winds
http://karitsa.tribalpages.com/tribe/browse?userid=karitsa&view=0&pid=8944&rand=61492070
Χρυσό φως που κυνηγάει τις σκιές, οι εποχές της ιστορίας παλιό παρελθόν,
Βρίσκονται γυμνοί ... τα οστά τους λευκασμένα, επιτέλους πλησιάζουν τον αφανισμό τους·
Σε ολόκληρες πεδιάδες και λιβάδια, και δάση, στεγάζανε
ελπίδες, και αγάπη και θλίψη,
Υποκύπτοντας σε ένα ολοένα αδυσώπητο μέλλον,
Δίνοντας στις καρδιές μια μόνο γρήγορη ματιά από του χτες το αύριο·
Από το γκρίζο ξύλο μελαγχολικών κουφωμάτων, απ’ όπου κάποτε βγαίνανε
κίτρινες λαμπτήρες ευτυχίας και εμπιστοσύνης,
Έξω στις αυλές γιομάτες χαρωπά γελαστά παιδιά,
που τώρα από καιρό έχουν επιστρέψει στη σκόνη·
Εξοστρακίζοντας το θάνατο από τις σκέψεις τους παίζανε χαρούμενα, αισιόδοξα μέσα σε μια ζωή γιομάτη κίνδυνο,
Αν και προσεχτικά, ζούσαν σε μια επικίνδυνη εποχή, και κατοικούσαν
σε ομορφιά τόσο άγρια·
Αφουγκράζοντας από κοντά μπορεί κανείς ακόμα να τα ακούει, σε αρμονία με το βραδινό τερέτισμα των γρύλων ,
Το θρόισμα των φύλλων που πέφτουν ακόμη από τα δέντρα, τον άνεμο που φυσάει μέσα από τη συστάδα που χορεύει
Τραγούδια από μελαγχολική λαχτάρα, για τις ημέρες που τα σκληραγωγημένα κείνα πνεύματα άντεχαν,
Που μοχθούσαν στα σκονισμένα λιβάδια, καθώς για το μέλλον των
απογόνων τους ελπίζαν·
Όλα απ’ αυτά που είναι σκόνη στον άνεμο, οι φωνές τους που γινήκανε
αθόρυβες από το χρόνο,
Αφήνοντας ξύλινες υπενθυμίσεις της ύπαρξής τους, και ήσυχα
να περιμένουν το γλυκοκαμπάνισμα της ανάστασης·
Η γλυκόπικρη νοσταλγία, για το ήλιοξεθωριασμένο ξύλο των
ξεχασμένων ανθρώπων,
Βλέποντας τους ... ακούγοντας τους ... αισθανοντάς τους ... η σιωπηλή
χορωδία από το γκρεμισμένο καμπαναριό·
Σιλουέτες απέναντι στα μοναχικά λιβάδια και στα δάση
όπου στέκανε,
Η εμφάνιση των ελπίδων και ονείρων, κείνες οι έρημες
υπενθυμίσεις του σαπισμένου ξύλου·
Η γοητεία απεγνωσμένων και αποθαρρυμένων σκελετών,
που στηρίζονται πάνω σ’ έναν βαμμένο δυτικό ουρανό,
Αντιμετωπίζοντας το ηλιοβασίλεμα της ύπαρξή τους, δεν έχουν φωνή
να αναρωτηθούν γιατί·
Σε κάποιου τα ταξίδια πάνω στις ζωής τα μονοπάτια, ποτέ μη ξεχνάς
αυτές τις δομές τις παλιές
Το αίμα τους, ο ιδρώτας τους, τα δάκρυά τους:
από αγρότες, ξυλοκόπους,
και χρυσορρίχες·
Οι γάμοι τους, οι κηδείες τους, τα γέλια τους , τα
δάκρυά τους,
Οι ελπίδες τους, η χαρά τους, οι φιλοδοξίες τους, οι φόβοι τους·
Έχουν όλα χαραχθεί πάνω στα ηλικιωμένα ξύλα, στην καρδιά του σπιτιού
γλυκού σπιτιού,
Όπου οι οικογένειες βάλανε ρίζες, αποφασισμένες πλέον να μην περιφέρονται δω και κει·
Κοίτα μέσα στα σκοτεινά παραθύρια, και δες την πλημμύρα
χαρούμενου φως,
Από ψυχές από πολύ παλιά πλέον θαμμένες, ληγμένες από της ζωής την σκληρή πάλη·
Και αφουγκράσου ... αφουγκράσου προσεκτικά για τα παιδιά που
παίζουνε,
Γελαστά και ξεφωνητά με χαρά, κείνη την περασμένη ηλιόλουστη
μέρα·
Και κοίτα τα μοναχικά τους κοιμητήρια, και άκουγε τους αγαπημένους τους να κλαίνε,
Θλιμμένοι να αποχαιρετάνε, όπως προσεύχονται στο Θεό τις ψυχές τους να φροντίζει·
Αντιλαμβάνοντας από τη μαρτυρία τους, τα ξύλινα κείνα μνημεία
διαβρωμένα από τα χρόνια,
Ένα μνημείο πιστής δοκιμασίας, στη γη, όπου
ήταν δεμένοι·
Κρατώντας ζωντανή τη μνήμη τους, στα σπίτια κείνα που είχαν
ορκιστεί,
Που τα ’χαν διατηρήσει με καμάρι, ώσπου απ’ τη ζωή είχαν
αποσχιστεί·
Και όπως το λουλούδι έχει να μαραθεί, μια μικρή ανάσα,
κατόπιν ο θάνατος είναι βέβαιος
Παλεύοντας τόσο ελαχιστότατα, και μετά επιστροφή στην σκόνη·
Ο πατέρας, η μητέρα, ο γιος και η κόρη, ξαπλώνουν
σε μια γη πολύ πιο φιλότιμη,
Και αφήνουν πίσω για το μέλλον:
τις βασανιστικές κείνες έρημες,
ξύλινες υπενθυμίσεις.
Κοίτα ... βλέπε το χρυσό φως που βγαίνει από τα παραθύρια τους...
δεν τους βλέπεις;
Άκουε ... άκουε τα βήματα ... τα γέλια ... τα
κλάματα ... δεν τους ακούς; Δεν τους αισθάνεσαι;
©Joseph Lee Proferes
Μετάφραση Δημήτρη Κατσάμπη
Μετάφραση Δημήτρη Κατσάμπη
Wooden Reminders
Golden light chasing shadows, the seasons of history long past,
They stand bare... their bones bleached, nearing their demise at last;
Across plains, and prairies, and woodlands, they housed
hopes, and love, and sorrow,
Yielding to an ever relentless future, giving hearts the briefest glimpse of yesterday’s tomorrow;
From the grey wood of dismal window frames, once splashed
yellow lamp lights of happiness and trust,
Out into yards full of frolicking, laughing children,
themselves now long returned to dust;
Banishing death from their thoughts they had happily played, optimism amidst a life of peril,
Though cautiously living in a dangerous time, and dwelling in
a beauty so feral;
Listening closely one can still hear them, in harmony with the night chirps of crickets,
The rustling of leaves still falling from trees, the wind breezing through the dancing thickets;
Songs of melancholy longing, for the days those hardy
souls coped,
Who toiled in dusty fields, and for the future of their
progeny hoped;
All of whom are dust in the wind, their voices made
silent by time,
Leaving wooden reminders of their existence, and quietly
awaiting the resurrection chime;
The bittersweet nostalgia, for the sun bleached wood of
forgotten people,
Seeing them... hearing them... feeling them... the silent
choir from the toppled steeple;
Silhouetted against lonely prairies, and in the forests
where they had stood,
The manifestations of hopes and dreams, those lonesome
reminders of rotting wood;
The charm of forlorn and dejected skeletal frames,
leaning against a painted western sky,
Looking into the sunset of their existence, having no voice
to wonder why;
In one’s travels through byways of life, never forget
those structures of old,
Their blood, their sweat, their tears: from farmers, loggers,
and diggers of gold;
Their weddings, their funerals, their laughter, their
tears,
Their hopes, their joy, their ambitions, their fears;
Are all etched upon the aged lumber, the heart of home
sweet home,
Where families planted roots, determined to no longer roam;
Look in through darkened windows, and see the flood of
cheerful light,
Of souls long since buried, expired from lives hard fight;
And listen... listen carefully for the children as they
play,
Laughing and squealing with delight, on that bygone sunny
day;
And see their lonely cemeteries, and hear their loved ones weep,
Sadly bidding farewell, as they prayed for God their souls to keep;
Realizing of their testimony, those monuments of wood
time weathered,
A memorial of faithful hardship, to the land where they’d
been tethered;
Keeping their memory alive, those homes of which they’d
sworn,
Had kept them up with pride, till from life they had been
torn;
And like the flower that has to wither, a short breath,
then death a must,
Struggling ever so briefly, then returning to the dust;
The father, the mother, the son, and the daughter, lie
down in an earth much kinder,
And left behind for a future time, those hauntingly lonesome,
wooden reminders.
Look... see the golden light pouring from their windows...
can’t you see them?
Listen... hear the footsteps... the laughter... the
weeping... can’t you hear them? Can’t you feel them?
©Joseph Lee Proferes
Οι Ψηλοί Άνεμοι
Ποίημα του Ινδοαμερικάνου Τζακ Ρ. Ουΐλλιαμς, στενός φίλος της οικογένειας του Τζόσεφ Προφύρη, με θέμα πάλι αντιλήψεις για τη ζωή και το θάνατο.
Τα πνεύματα των Πουέμπλο, των Χόγκαν, των Τιπί, και των Λογκ Χάους,
των Ουΐγκουαμ και των Ουΐκιαπ επιστρέφουν όταν
είμαι μόνος με τη Μητέρα Γη.
Μελετάνε το βουβάλι και το ελάφι· το λύκο και την αρκούδα·
την άλκη και το κογιότ· την αλεπού και τον ασβό· τα άλογα και
τα σκυλιά να δείξουν την αξία τους.
Το παρελθόν είναι για πάντα, όπως είναι το σήμερα. Αρμενίζω πάνω στους υψηλούς άνεμους στη
γραμμή του αετού και όλων των άλλων φτερωτών είναι τα
Πνεύματα των παππούδων και των γιαγιάδων να ανακουφίσουν την
ψυχή.
Όπως ο παλμός από τα τύμπανα ταιριάζει με το καρδιοχτύπι μου. Έτσι
τα τραγούδια που κάνουν το χορό χαρά και οι υπέροχες φορεσιές
που ενισχύουν τον κύκλο της ζωής - οι Υψηλοί Άνεμοι των εποχών
συνθέτουν το σύνολο.
Από την ευχάριστη μυρωδιά της φασκομηλιάς και του σουΐτγκρας
και τον καπνό του κίνικινικ και της δενδροφλούδας του κέδρου
λέγεται η ιστορία μου.
Ενώ πάνω από την κορυφογραμμή περιμένει το Μεγάλο Μυστήριο
©Jack R Williams
Μετάφραση Δημήτρη Κατσάμπη.
Μετάφραση Δημήτρη Κατσάμπη.
The High Winds
Spirits of the Pueblo, the Hogan, the Tipi, the Long House,
the Wigwam and the Wickiup return when I am alone with Mother Earth.
They tell of the buffalo and the deer; the wolf and the bear;
the elk and the coyote; the fox and the badger; the horses and
the dogs to point out their worth.
The past is forever as is today. Riding on the High Winds in
the paho of the eagle and all the other winged ones are the
Spirits of the Grandfathers and Grandmothers to soothe the
soul.
Like the throb of the drums that match my heartbeat. Like
the songs that make the dance a joy and the lovely costumes
that enhance the Circle of Life - the High Winds of the seasons
make up the whole.
From the pleasant smell of the sage and sweetgrass and the
smoke of the kinnikinick and cedar bark tells of my history.
While over the ridge awaits the Great Mystery
©Jack R Williams
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου