«1922 - 2022» 100 Χρόνια Εθνικής Μνήμης
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή δημοσιεύουμε εδώ την αφήγηση από το Μιχάλη Σόβολο της συγκλονιστικής τραγικής ιστορίας και θλιβερής μοίρας ενός εξαθλιωμένου πρόσφυγα που έκανε την Καρίτσα δεύτερή του πατρίδα.
Τριαντάφυλλος Αρβανίτης: Γεννήθηκε στο χωριό Νεοχώρι Δαρδανελίων (Ανατολική Θράκη) το έτος 1896. Ήταν ένα από τα 4 παιδιά του Σταμάτη και της Ελευθερίας (το γένος Φράγκου). Τα αδέλφια του ήταν ο Τρύφων, η Ευτέρπη και ο Δημήτριος.
Οι συνθήκες ζωής του Τριαντάφυλλου, κατά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, προοιώνιζαν ένα καλό και ισορροπημένο μέλλον. Η οικογένειά του είχε κτήματα, ταυτόχρονα, παρήγε μετάξι, ενώ ασχολείτο και με την παραγωγή του φημισμένου τυριού «κατίκι». Δυστυχώς, όμως, το 1914, ο Σταμάτης, η Ελευθερία και τα 4 παιδιά τους, μετά από καταδιώξεις των Τούρκων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον γενέθλιο τόπο. Αρχικά προσέφυγαν στη Θεσσαλονίκη (Μάιος 1914), όπου κάθισαν 3 μήνες και μετά βρέθηκαν στο Λεωνίδιο της Αρκαδίας.
Δεν γνωρίζουμε αν ο λόγος ήταν ο γάμος του, πάντως πολύ σύντομα, ο δεκαεννιάχρονος Τριαντάφυλλος Αρβανίτης περνώντας τα μονοπάτια του Πάρνωνα βρέθηκε στην από εδώ πλευρά του βουνού, στην Καρίτσα Λακωνίας. Εκεί, το 1915, νυμφεύτηκε την 11 χρόνια μεγαλύτερή του Παναγιώτα, θυγατέρα του Γιάννη Μαλαβάζου.
Το ζευγάρι ξεκίνησε τη ζωή του με ελάχιστα μέσα. Η κατοικία τους ήταν μια μονόχωρη καλύβα που χρησιμοποιείτο ως αχυρώνας. Ο Τριαντάφυλλος δούλευε ξενοτσόπανος σε στάνες Καριτσιωτών, ενώ μαζί με την Παναγιώτα καλλιεργούσαν την προίκα της που ήταν ένα μικρός αριθμός ελιών μεμονωμένων (κάθε μία μέσα σε κτήμα άλλου Καριτσιώτη).
Ένας Πρόσφυγας, στην Καρίτσα, λοιπόν, ο Τριαντάφυλλος Αρβανίτης. Ξένος μέσα στους ξένους, ωστόσο πολύ γρήγορα κέρδισε τη συμπάθεια και την αγάπη των γηγενών. Ήταν ένας εύθυμος, καλοκάγαθος άνθρωπος, με ταμπεραμέντο. Μιλούσε «κάπως περίεργα», διατηρώντας το γλωσσικό ιδίωμα της πατρίδας του, ενώ τις γιορτινές μέρες παρουσιαζόταν στην εκκλησία και το πανηγύρι φορώντας πάντα στο κεφάλι ένα μαντήλι δεμένο λοξά. Αλλά και όταν έμπαινε στο χορό, χόρευε εντυπωσιακά...
Η επαφή του Τριαντάφυλλου με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του ήταν σε γενικές γραμμές ανύπαρκτη. Άλλωστε, εκείνοι το 1920 επέστρεψαν στο Νεοχώρι Δαρδανελίων. Δεν γνώριζαν, βέβαια, τη μεγάλη συμφορά που θα ερχόταν δυο χρόνια μετά. Πράγματι, με τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένεια του Σταμάτη και της Ελευθερίας Αρβανίτη ξεριζώθηκε δεύτερη φορά. Το 1922, πήρε τους δρόμους της προσφυγιάς μαζί με άλλους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Αυτή τη φορά βγήκε στον Πειραιά.
Οι κακουχίες πολλές. Εξαιτίας αυτών ο πατέρας Σταμάτης θα πεθάνει (1922), ενώ η μητέρα Ελευθερία με τα τρία της παιδιά, τον Τρύφωνα, τον Δημήτριο και την Ευτέρπη, θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν μένοντας σε πρόχειρες σκηνές σε μια γειτονιά του Πειραιά.
Αργότερα, ο Τρύφων θα φροντίσει να τους παραχωρηθεί ένα κρατικό προσφυγικό σπιτάκι επί της οδού Κανάρη στον Προσφυγικό Συνοικισμό του Καραβά – Πειραιά. Οι περισσότεροι εκεί θα ζήσουν μέχρι τα τέλη της ζωής τους: Ο Τρύφων θα γνωρίσει στον Συνοικισμό μια πρόσφυγα που ήταν χήρα, με την οποία θα αποκτήσει μια κόρη. Η σύζυγός του είχε επίσης δυο κόρες από τον πρώτο της γάμο. Ο Δημήτριος θα αποκτήσει κι εκείνος οικογένεια, η οποία θα μένει στο ίδιο σπίτι. Η Ευτέρπη, μόνο, μετά τον γάμο της με τον πρόσφυγα Αθανάσιο Μανωλίδη, θα φύγει από το σπίτι, μετακομίζοντας στην περιοχή του Κορυδαλλού. Στα δύσκολα κατοχικά χρόνια το προσφυγικό σπίτι θα βυθιστεί στο πένθος: Το 1942, η μητέρα Ελευθερία και ο γιος Τρύφων θα φύγουν από τη ζωή με διαφορά λίγων μηνών.
Επανερχόμενοι στην Καρίτσα και στη ζωή του Τριαντάφυλλου και της Παναγιώτας, εκείνη δεν έχει αλλάξει σε σχέση με τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Δεν έχουν αποκτήσει άλλωστε παιδιά. Ωστόσο, κάποια μέρα η Παναγιώτα γυρνώντας από το χωριό Αναβρυτή Λακωνίας, όπου είχε πάει να αγοράσει τσαρούχια, έφερε μαζί της ένα μικρό παιδάκι. Λεγόταν Παναγιώτης Ι. Χαλκιάς. Τον παρουσίασε στον Τριαντάφυλλο ως το ψυχοπαίδι τους, λέγοντάς του ότι το έφερε να το μεγαλώσουν. Αργότερα στο παιδί αυτό εκείνη θα γράψει τη μικρή περιουσία της. Στο συμβόλαιο που θα συντάξει θα αναφέρει ότι «μέρος της επικαρπίας να λαμβάνει και ο Τριαντάφυλλος εάν αυτή φύγει νωρίτερα από τη ζωή». Πράγματι, η Παναγιώτα πέθανε πρώτη (1951).
Μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Τριαντάφυλλος δεν έμεινε για πολλά χρόνια στην Καρίτσα. Το 1954 εγκαταστάθηκε στη Μαγούλα της Σπάρτης. Είχε στο μεταξύ πουληθεί η καλύβα – αχυρώνας στον Μιχάλη Μαλαβάζο.
Στη Μαγούλα, έμενε σε ενοικιασμένο σπίτι για το οποίο πλήρωνε ενοίκιο 200 δραχμές τον μήνα. Ο μισθός από τη δουλειά του - εργαζόταν ως ξενοτσόπανος στη στάνη του Αθανάσιου Χ. Μαχαίρα- ήταν 400 δραχμές το μήνα. Πενιχρά τα οικονομικά του, που όμως δεν τον εμπόδισαν να έρθει σε δεύτερο γάμο: Το 1959 νυμφεύτηκε την Σπαρτιάτισσα Γιαννούλα Ευαγγελάκου.
Συνάμα, από όταν έφτασε στη Μαγούλα, είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται να αποκτήσει μια δική του στέγη. Άλλωστε από το 1957 το ελληνικό κράτος καλούσε τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στη Λακωνία να υποβάλουν χαρτιά για να τους παραχωρήσει προσφυγικό οικόπεδο στη Σπάρτη και κατόπιν να τους δανειοδοτήσει να ανεγείρουν κατοικία. Αρκεί να μπορούσαν να αποδείξουν την προσφυγική τους ιδιότητα και την ακτημοσύνη τους από το 1922 μέχρι τώρα. Ο φτωχός Τριαντάφυλλος είχε αυτές τις προϋποθέσεις. Όμως το ελληνικό κράτος τον ρωτούσε και κάτι άλλο: εάν είχε συγκατοικήσει με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στο παραχωρηθέν στην οδό Κανάρη του Πειραιά προσφυγικό σπίτι.
Ο Τριαντάφυλλος επιδόθηκε σε ένα δεκάχρονο αγώνα να πετύχει το στόχο του. Για την απόδειξη της προσφυγικής του ιδιότητας κάλεσε (1960) τον πρόεδρο της Κοινότητας Καρίτσας να βεβαιώσει εγγράφως ότι ο «πρόσφυγας Τριαντάφυλλος Αρβανίτης, καταδιωχθείς από τους Τούρκους εμφανίστηκε στην Καρίτσα το 1915». Να πει επίσης ότι «ποτέ δεν εξυπηρετήθηκαν έστω στοιχειωδώς οι στεγαστικές του ανάγκες και ουδεμίας αποκατάστασης έτυχε, αντιθέτως έμενε σε πρόχειρο αχυρώνα». Για το ότι δεν έμεινε ποτέ στην οδό Κανάρη κάλεσε (1963) τον αδελφό του Δημήτριο. Αυτός βεβαίωσε ότι «στο προσφυγικό σπίτι επί της οδού Κανάρη διαμένει σήμερα ο ίδιος με την 7αμελή οικογένειά του, επίσης, η κόρη του αδελφού του (Τρύφωνα) με την πενταμελή οικογένειά της, καθώς και οι άλλες δυο κόρες της συζύγου του Τρύφωνα με τις οικογένειές τους και ότι ποτέ ο Τριαντάφυλλος δεν διέμεινε στο σπίτι εκείνο».
Έτσι, το ελληνικό κράτος, το 1967, παραχώρησε στον Τριαντάφυλλο μισό οικόπεδο στον Προσφυγικό Συνοικισμό Δαγρέικα στη Σπάρτη. Παράλληλα τον κάλεσε να δανειοδοτηθεί ώστε να κτίσει το σπίτι του. Τα γεράματα όμως και ο μικρός μισθός δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο.
Ο θάνατός του δεν είναι γνωστό πότε συνέβη, πάντως, πρέπει να πέθανε μετά το 1975, έχοντας ζήσει βαθιά τις επιπτώσεις που φέρνει στη ζωή του ανθρώπου ο ξεριζωμός, η προσφυγιά. Κυρίως, την απώλεια συγγενών και φίλων και τον αγώνα για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων της ζωής. Για τον Τριαντάφυλλο, ο αγώνας αυτός ήταν ισόβιος.
(Πηγές:
1. Γ.Α.Κ.: Αρχείο Διεύθυνσης Υγείας και Πρόνοιας Νομού Λακωνίας.
2. Προφορική Μαρτυρία Βασιλικής Μαλαβάζου).