Ο καιρός στο χωριό μας

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Η ενοικίαση γιδοπροβάτων, 1906-1912


Η ενοικίαση γιδοπροβάτων, 1906-1912
Του Μιχάλη Σόβολου

Μελέτη μιας σειράς συμβολαιογραφικών εγγράφων αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες πτυχές από τη ζωή των κτηνοτρόφων προγόνων μας εδώ και παραπάνω από εκατό χρόνια στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Το Γεράκι», αρ. φυλ. 18 (195), Δεκέμβριος 2018.


Σε συμβολαιογραφικά έγγραφα της περιόδου 1906-1912 συχνά συναντάμε από τη μια ένα έμπορο ή κτηματία, κάτοικο Γερακίου η γειτονικών χωριών, και από την άλλη πλευρά έναν βοσκό, να μεταβαίνουν μαζί στον τότε συμβολαιογράφο του Γερακίου, Ιωάννη Μοιρόπουλο[1], για να συντάξουν συμβόλαιο (μισθωτήριο) που αφορούσε σε ενοικίαση γιδοπροβάτων.

Συνηθιζόταν στα χρόνια εκείνα, άντρες, και -σε λίγες περιπτώσεις- χήρες γυναίκες[2], συνήθως εγγράμματοι και με υψηλή οικονομική επιφάνεια, να αγοράζουν έναν αριθμό ζώων που συχνά έφτανε το πολύ μεγάλο κοπάδι[3]. Τα ζώα αυτά τα παρέδιδαν σε τσοπάνηδες να τα βόσκουν για συγκεκριμένα χρόνια, με τη συμφωνία να μοιράζουν κάθε χρόνο τα εισοδήματα που θα προέκυπταν[4]. Πριν παραδώσουν τα ζώα, οι αγοραστές φρόντιζαν να εξασφαλίζουν – με ενοικίαση - νερό για το πότισμά τους (στέρνες), τα χειμερινά και θερινά λιβάδια για τη βόσκηση («λιβαδιάτικα») και σε ορισμένες περιπτώσεις τα χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά μαντριά («στανιάτικα»)[5].

Στο συμβόλαιο αναγραφόταν ο ακριβής αριθμός των γιδοπροβάτων που παραδίδονταν, καθώς και κάποια στοιχεία, που προσδιόριζαν την ηλικίατους:
«ο Ιωάννης Δ. Κ. Μαλαβάζος από την Καρίτσα (1910), παρέδωσε προς φύλαξη στον Δημήτριο Γ. Σαρρή από το Νιοχώρι 250 αιγοπρόβατα, …ήτοι 34 αίγας πρωτογέννους, 30 τεσσάρων γεννών, 5 προβάτας τριτογέννους, 37 βετούλια…»[6].
«… Ο Παναγιώτης Σωτ. Νίκιας κάτοικος Σκαλίτσας Γερακίου, παρέλαβε [το 1906] από τον Ιωάννη Αδ. Κοσκινά …. κι έναν τράγον πρωτόκουρον…»[7].

Στην περίπτωση που μέσα στο κοπάδι βρίσκονταν και βόδια, αναγραφόταν το χρώμα και προσδιοριστικά στοιχεία του ύψους τους, όπως τα «…δύο βόδια χρώματος μαύρου και μέτριου αναστήματος…», τα οποία ο Κοσμίτης Γεώργιος Κύλαβος παρέδωσε το 1910 στον Γεώργιο Λυμπέρη από το Φιλίσι[8].

Οι τσοπάνηδες, αγράμματοι άνθρωποι, κατοικούσαν με τις οικογένειές τουςσε τόπους περιφερειακά[9] των χωριών, αναλάμβαναν τη φύλαξη και τη διατήρηση του κοπαδιού «ως επιμελείς κύριοι, συνετοί και φρόνιμοι ποιμένες» και απαγορευόταν σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης να το ενώσουν με άλλο, είτε δικό τους είτε ξένο[10]. Καθ΄ όλη τη διάρκεια που είχαν στην επιμέλειά τους τα ζώα, έπρεπε να πληρώνουν τους ετήσιους φόρους, ολόκληρους ή τους μισούς – ανάλογα με τη συμφωνία -, ενώ μια άλλη βασική τους υποχρέωση ήταν η φροντίδα, ώστε τα ζώα να μην προξενήσουν ζημιές σε ξένα λιβάδια ή αγρούς, γιατί κάθε πρόστιμο το πλήρωναν οι ίδιοι και όχι οι ιδιοκτήτες. Οι τσοπάνηδες, επίσης, πλήρωναν τα έξοδα των δικηγόρων και των δικών που αφορούσαν σε ζημιές, ανεξαρτήτως αν στις δίκες αυτές δεν παρίσταντο οι ίδιοι αλλά οι ιδιοκτήτες.

Τα συμβόλαια μάς πληροφορούν ότι οι μισθώσεις γιδοπροβάτων διαρκούσαν, κυρίως, από 3 έως 7 χρόνια. Ο τσοπάνης, σε όλο αυτό το διάστημα, βρισκόταν υπό τη διαρκή επιτήρηση του ιδιοκτήτη χωρίς να μπορεί να πουλήσει οτιδήποτε αν προηγουμένως δεν λάμβανε τη συγκατάθεσή του[11]. Τα έσοδα, που προέρχονταν από την πώληση τυριού και μαλλιού, τα μοιράζονταν εξίσου κάθε χρόνο. Αν όμως προηγουμένως είχαν συμφωνήσει να νοικιάσουν από κοινού λιβάδια και μαντριά έπρεπε να πληρώσουν πρώτα αυτά από τα έσοδα και μετά να διανείμουν ό,τι περίσσευε.[12] Κάθε χρόνο, επίσης, μοιράζονταν εξίσου τους αρσενικούς γόνους του κοπαδιού. Τα θηλυκά αρνοκάτσικα συνήθως συμφωνούσαν να μην τα πωλούν, με σκοπό την αύξηση του κοπαδιού[13].

Εκτός από τα μισιακά εισοδήματα, γίνονταν και συμφωνίες για πληρωμή του ιδιοκτήτη μόνο σε είδος. Για αυτό μας πληροφορεί το συμβόλαιο 6252 της 17ης Ιανουαρίου 1911: Ο κτηματίας Γεώργιος Β. Δουρδής από τον Κοσμά παρέδωσε «21 προβάτας και 3 κριούς, εν υγιά και καλή καταστάσει», στον συγχωριανό του Γεώργιο Ι. Βασιλείου, να τα φυλάει και να τα φροντίζει για 4 χρόνια. Ο Βασιλείου ήταν υποχρεωμένος την πρώτη Μαΐου κάθε έτους να αποδίδει στον Δουρδή 24 οκάδες νωπού τυριού, 8 οκάδες μαλλί και 2 αρνιά. Αν καθυστερούσε τα παραπάνω, έπρεπε να πληρώσει τον Δουρδή 1 δραχμή και 20 λεπτά για κάθε οκά τυριού, 2 δραχμές και 50 λεπτά για κάθε οκά μαλλιού και 8 δραχμές για κάθε αρνί[14]. Στη λήξη δε της τετραετίας, ο Βασιλείου ήταν υποχρεωμένος να αποδώσει στον Δουρδή τα απολύτως ίδια (σε αριθμό, γένος, ηλικία και γέννες) ζώα, κι αν δεν υπήρχαν να πληρώσει το συμφωνημένο τίμημα, κι αν δεν υπήρχε κι αυτό, τότε ο εκμισθωτής θα προέβαινε στη διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας του μισθωτή. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι οι μισθώσεις αυτού του είδους ονομάζονταν «σιδηρές μισθώσεις» με τη σημειολογία – και τη φρασεολογία μέσα στα συμβόλαια -, τα ζώα να παραμείνουν «σιδηροκέφαλα τουτέστιν αχάλαστα και άψοφα ή αγήρατα κι αθάνατα».

Επίσης, συμφωνίες γίνονταν για φύλαξη γιδοπροβάτων με ετήσιο μισθό. Το1911 ο Γερακίτης έμπορος Αθανάσιος Γ. Πουλίτσας παρέδωσε 119 πρόβατα στον Κωνσταντίνο Σταμ. Καρτσιδήμα, κάτοικο Τσασίου, να τα φυλάει για πέντε συνεχή χρόνια, «αντί συμπεφωνημένου μισθώματος 100 δραχμών ετησίως»[15]. Μισθό 150 δραχμών έπαιρνε το 1911 και ο Ηλίας Τσερμπής, κάτοικος Βρονταμίτικης Ντελεκούς, που ανέλαβε για 3 χρόνια τα πρόβατα της Καριτσιώτισσας Διαμάντως Τούντα.

Με μισθό πληρώνονταν, τέλος, όσοι αναλάμβαναν τη φύλαξη κοπαδιών για ένα μόνο χρόνο. Ο Ιωάννης Φασμούλος έβοσκε τα 140 γιδοπρόβατα του Στυλιανού Ζερβού αντί μισθού 450 δραχμών.[16] Το ίδιο και ο Γερακίτης Γεώργιος Θ. Τσολομίτης: το 1907 ανέλαβετα 341 γίδια και τις 112 προβατίνες της Γερακίτισσας Αντωνίτσας Παππαϊωάννου χήρας Σωτηρίου με μισθό 300 δραχμών, «υποσχόμενος ίνα φυλάττη μετά των λοιπών μελών της οικογενείας του, επιμελήται και ποιμαίνη το ποίμνιον ως συνετός ποιμήν και υπό τας εμπνεύσεις και οδηγίας της κατόχου, νομέως και κυρίας του ποιμνίου…»[17].

Τελειώνοντας, το βέβαιο είναι ότι κανένα συμβόλαιο της εποχής που μελετήσαμε δεν διασφάλιζε τον βοσκό σε περίπτωση κακοτυχίας, όπως μια αρρώστιας που θα έβρισκε το κοπάδι. Αντίθετα, ο ιδιοκτήτης, ως εγγράμματος και πιο «ξύπνιος» πάντοτε διασφάλιζε τον εαυτό του, ακόμη και στην περίπτωση του θανάτου του. Επίσης, συνδυάζοντας τα έγγραφα με άλλα της ίδιας περιόδου (π.χ. δικαστικά και έγγραφα πλειστηριασμών), διαπιστώσαμε πως δεν έλειπαν οι επιτήδειοι που έχοντας «δέσει» με συμβόλαια τούς αδαείς κι αγράμματους τσοπάνηδες, καθιστούσαν τους τελευταίους διαρκώς χρεωμένους, δεσμευμένους στους «κυρίους» τους να τους παρέχουν πολυχρόνιες υπηρεσίες χωρίς όφελος. Από την άλλη πλευρά, οι προφορικές μαρτυρίες που συλλέξαμε έκαναν λόγο και για τσοπάνηδες οι οποίοι, την ώρα της μοιρασιάς, φρόντιζαν να παρουσιάζουν όσα γιδοπρόβατα έκριναν οι ίδιοι σωστό…

Εμείς, πάντως, τη μικρή αυτή εργασία, την αφιερώνουμε σε εκείνους τους ταπεινούς «ξωμάχους» και στις οικογένειές τους που τήρησαν απαρέγκλιτα τις συμφωνίες τους και πορεύτηκαν τίμια, αποκομίζοντας τα κανονικά, τα λίγα ή και τα ελάχιστα οφέλη.

[1]Συμβολαιογράφος του Γερακίου από το 1906. Το αρχείο του συγκροτείται από 30997 συμβόλαια της περιόδου 1906-1950 κι έχει κατατεθεί στην Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους – Αρχείων Ν. Λακωνίας

[2] Όπως η Καριτσιώτισσα Διαμάντω Τούντα και η Γερακίτισσα Αντωνίτσα Παππαϊωάννου που θα αναφερθούν παρακάτω.

[3] Όπως τα 360 γιδοπρόβατα που ανέλαβε ο Κοσμίτης Δημήτριος Ι. Κορμπάκης το 1911, που ανήκαν στον Καριτσιώτη Γεώργιο Κ. Κρητικό (Συμβ. 6841, 17/6/1911), ή τα 419 γιδοπρόβατα του Κοσμίτη Γεωργίου Ι. Σάρρου που τα ανέλαβε το 1909 ο ,επίσης, Κοσμίτης Ιωάννης Γ. Πήλιουρας (Συμβ. 3785, 7/4/1909).

[4] Η πιο συνήθης συμφωνία ήταν η διανομή του εισοδήματος στο μισό. Υπάρχουν βέβαια και οι συμφωνίες πληρωμής σε είδος, όπως και οι ετήσιες μισθώσεις ζώων με την καταβολή μισθού στον φύλακα των ζώων. Βλ. παρακάτω.

[5]Συμβ. 5587, 8/8/1910, όπου η συμφωνία μεταξύ των Καριτσιωτών Χρήστου Ι. Βλάχου και Παναγιώτη Τούντα.

[6] Συμβ. 5310, 7/5/1910.

[7] Συμβ. 702, 10/10/1906

[8] Συμβ. 5306, 6/5/1910.

[9] Στην περίπτωση του Γερακίου, τους βλέπουμε να δηλώνουν κάτοικοι Κακαβουρίου, Σκαλίτσας, Βελωτά.

[10]Ενδεικτικά, βλ. Συμβ. 2210, 7/11/ 1907.

[11] Αν γινόταν πώληση χωρίς την «εντολή» του ιδιοκτήτη, ο τελευταίος διέλυε μονομερώς τη μίσθωση, άνευ δικαστικής μεσολάβησης, ενώ οι φύλακες αποβάλλονταν και συγχρόνως έχαναν κάθε δικαίωμα αποζημίωσης γιακάθε εργασία που μέχρι τότε είχαν παράσχει.

[12] Έτσι συμφώνησαν οι Κοσμίτες Γεώργιος Ι. Σταϊκόπουλος (ιδιοκτήτης) , η «ποιμαινίς και τα γυναικεία έργα επαγγελλομένη» Χριστίνα χήρα Λάμπρου Β. Βουρβουριώτη και ο «ποιμήν», γιος της,Θεόδωρος Λ. Β. Βουρβουριώτης (Συμβ. 2210, 7/11/ 1907).

[13] Ενδεικτικά, βλ. Συμβ. 4044, 2/71909: 300 αιγοπρόβατα αναλαμβάνει ο Γεώργιος Δ. Χριστάκης από τα Νιάτα, που ανήκαν στον Ευάγγελο Δ. Σακελλαρίου από το Αλεποχώρι με τη συμφωνία τη διανομή των εισοδημάτων ετησίως, αλλά και τη διατήρηση των «θηλέων αιγιδίων και αμνάδων προς αύξηση του ποιμνίου».

[14] Συμβ. 6252, 17/1/1911.

[15] Συμβ. 7281, 3/9/1911.

[16]Συμβ. 7436, 7/10/1911.

[17] Συμβ. 967, 5/1/1907.

Δεν υπάρχουν σχόλια: