Συγκίνηση προκάλεσε ο Στέλιος Χαγιάς, στον καφέ παρηγοριάς στο Παλλακωνικό Οικογενειακό Κέντρο στην Αδελαΐδα,
όταν εκφώνησε τον επικήδειο στον πατέρα του. Με τρεμάμενη από τη θλίψη
φωνή ο Στέλιος ενθύμισε εύθυμα περιστατικά και σταθμούς στη ζωή του
πατέρα του, την αγάπη του για την σύζυγό του την Κατερίνα και τη
γενναιοδωρία του προς συγγενείς και φίλους.
Ο επικήδειος είχε ως εξής:
Τούτη τη θλιβερή στιγμή, το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο πατέρα μου, θα ήθελα να μοιραστώ μερικές από τις αξέχαστες οικογενειακές μας μνήμες.
Ο πατέρας γεννήθηκε γύρω στις 26 Δεκεμβρίου 1924, γιος του Στυλιανού και της Δημητρούλας Χαγιά, στην Καρίτσα Λακωνίας.Τραγικά, μετά από 38 μέρες η μητέρα του απεβίωσε. Έτσι από μικρό παιδάκι μεγάλωσε να τα καταφέρνει ανεξάρτητος, δραστήριος, και να μην έχει φόβους.
Στα 7 του χρόνια, στο μαντρί του πατέρα του, βρήκε ένα κρυμμένο πιστόλι και από παιδική περιέργεια θέλησε να δει πώς κι αν δουλεύει. Mε το δεξί του χέρι τράβαγε και τράβαγε τη σκανδάλη για να εξακριβώσει ότι πράγματι δούλευε, ενώ με το αριστερό του κάλυπτε το στόμιο να φιμώσει το θόρυβο. Δυστυχώς, το πιστόλι δούλευε και η σφαίρα πέρασε διαμπερές την παλάμη του, δεν έχασε το χέρι αλλά του έμεινε το πρώτο από πολλά σημάδια.Του έμεινε και η πρώτη από τις πολλές του φιλοσοφίες. Μας έλεγε «Ήμουνα έτοιμος για πόλεμο».
Τον ίδιο περίπου καιρό πήρε ένα από τα μουλάρια του πατέρα του, το πήγε κοντά σε κάποιο τοίχο, αλλά πηδώντας να το καβαλήσει, το ζώο τρόμαξε και ο πατέρας έπεσε, κεφάλι πρώτα, πάνω σε κάποιο βράχο. Έτσι κληρονόμησε και ένα άλλο σημάδι που όλοι το γνωρίζαμε στο κούτελο του πατέρα.
Όσο για σχολείο, δεν πήγε τόσο πολύ. Έλεγε: «Εγώ στο σχολείο κάθε Χριστού Λαμπρή πήγαινα!» Από 8 χρονών μπήκε στη σκληρή βιοπάλη: στο καμάτι, στα γίδια, στις ελιές, στα στάρια, στο αλώνι...
Όπως πολλά χωριατόπουλα γύριζε με τα πόδια τα γύρω χωριά: Άη-Δημήτρη, Αλεποχωρί, Χούνη, Κουνουπιά και Πελετά. Έτσι γνώριζε καλά, όπως έλεγε, «κάθε πέτρα, στην περιοχή».
Στο χωριό στα παιδιά τους άρεσαν τα μούρα. Ο πατέρας είχε σκαρφαλώσει την μουριά στην αυλή του Κωνσταντιρουμάνου και ο φίλος του ο Διαμαντής ο Μαλαβάζος περίμενε από κάτω κρατώντας επιφυλακή. Ήταν μεσημέρι και νόμιζαν οι δύο τους ότι όλοι στο χωριό το είχαν ρίξει στον ύπνο, αλλά ο μπάρμπα-Κωνσταντής που πότιζε τα γίδια του ερχόταν κάτω στο σπίτι, κι αυτός να κοιμηθεί. Τον βλέπει τον πατέρα πάνω στη μουριά και απολάει το ραβδί του. Ο πατέρας σάλτησε κάτω και έλεγε, «το ραβδί έκανε βουή σαν χελικόπτερ».
Από μικρός έμαθε να παίζει χαρτιά από το Δημήτρη τον Τούντα ή «Καλύβα», ενασχόληση που κράτησε όλη τη ζωή του! Του άρεσε το 31, η κολιτσίνα, περισσότερο απ’ όλα η πρέφα.
Από το πρώτο μεροκάματο να λιάζει σύκα έξω από τα Παπαδιάνικά, πήρε 500 δραχμές το 1938, και έλεγε «ήθελα πάντοτε να έχω λεφτά στο πορτοφόλι».
Τα χρόνια της κατοχής ο πατέρας δούλευε μεροκάματο όταν και όπου το έβρισκε: να καματεύει στη Σκάλα, να σκαλίζει αμπέλια στη Γράμμουσα. Το 41, πάνω στην πείνα, δούλευε για τον Σωκράτη τον Μαρουδά και διέμενε στο Κακαβούρι, πούλαγε λάδι του Σωκράτη στη Σπάρτη να αγοράσει λάστιχα για τα τσαρούχια.
Μετά την κατοχή, το 1945, σε ηλικία 20 χρονών διορίστηκε αγροφύλακας της Καρίτσας μέχρι το 1948. Σ’ αυτά τα χρόνια γλίτωσε από απόπειρα δολοφονίας τρεις φορές, κάποιος άγγελος τον κοίταζε από ψηλά.
Την ίδια εποχή έσκιζε έλατα στον Πάρνωνα και συνεταίροι στο πριόνι ήταν ο Αναστάσης ο Αντωνίου, ο Γιάννης ο Κατσάμπης και ο Γιώργης ο Κατσάμπης ή «Νταβέλης».
Η πείνα σε κάνει και κλέφτη. Μες στην αυλή του Γιάννη του Μαλαβάζου «του Μπέη» ήταν η καλύτερη κληματαριά στο χωριό. Ο πατέρας, αν και αγροφύλακας, τα ήθελε τα σταφύλια του Μπέη. Έτσι μπήκε στην αυλή σκαρφαλώνοντας τον βράχο, ανοίγει την αυλόπορτα για το φίλο του το Θανάση το Χελιώτη να μπει κι αυτός. Κατόπιν ανεβαίνει στην πλάτη του Θανάση και με σογιά και ένα ταγάρι τρύγησε την κληματαριά του Μπέη ενώ ο ίδιος ο Μπέης κοιμόταν κοντά στο παράθυρο με δίκαννο στο χέρι να αποκρούσει όποιον κλέφτη.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, το 1952, ο πατέρας πήγε στον Άγιο Αντρέα να μάθει μαραγκός από το Γιώργη τον Προφύρη. Κατόπιν δεν υπήρχε πολύ εργασία, κι έτσι γρήγορα κατέληξε ότι η μετανάστευση ίσως ήταν προτιμότερο για ένα καλύτερο μέλλον. Πολύ ήθελε να πάει στην Αμερική όπου είχε και θείο, αλλά οι πόρτες εκεί ήταν κλειστές. Όσο για τον Καναδά, έπρεπε να περιμένει. Κάποια μέρα άκουσε από τον Μπέη για ότι η Αυστραλία ήθελε μετανάστες. Παρόλο που προτιμούσε την Αμερική, όπου 45 χρόνια νωρίτερα είχε πάει και ο πατέρας του, και έλεγε «το δόντι μου πόναγε για την Αμερική», μετά από της πρώτες δυο καραβιές για την Αυστραλία ο πατέρας μπάρκαρε κι αυτός στην τρίτη και αναχώρησε από τον Πειραιά στις 27 Σεπτεμβρίου 1953, ημέρα Κυριακή. Μετά από 32 μέρες στη θάλασσα ξεμπαρκάρει στην Μελβούρνη στις 28 Οκτωβρίου και με τρένο πάει στη Μποναγκίλλα. Εκεί του έδωσαν δουλιά στο Κάστερτον στη Βικτωρία σε μια τεράστια φάρμα με χιλιάδες πρόβατα και αγελάδες.
Ήρθε η ημέρα να φύγει από κει, βγάζει το λεξικό και λέει στο αφεντικό: «I give notice (Δίνω παραίτηση)!”
Το Γενάρη του 1954 βρίσκεται στο Μάουντ Γκάμπιερ. Εκεί πλένει πιάτα, σχίζει πεύκα στα πριονιστήρια και στρώνει τρενογραμμές με το κασμά για τη γραμμή από το Μάουντ Γκάμπιερ στο Μίλλισεντ.
Κάποια μέρα πήγε στο ταχυδρομείο στο Μάουντ Γκάμπιερ, με σκοπό να στείλει λεφτά στην Ελλάδα, και ποιον βλέπει μπροστά του. Σαν θαύμα να και o Διαμαντής ο Μαλαβάζος από την Καρίτσα που o πατέρας ούτε καν ήξερε είχε φτάσει κι αυτός στην Αυστραλία.
Στις αρχές του 1955, στις 13 Φεβρουαρίου, φεύγει για το Λόξτον. Δεν έκατσε εκεί γατί έβρεχε και είχαν χαλάσει τα σταφύλια. Έτσι 3 μέρες αργότερα κατεβαίνει στην Αδελαΐδα και εκεί βρίσκει τις οικογένειες του Γιάννη του Κατσάμπη και του Θανάση του Αντώνη.
Ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται την Κατερίνα Αποστόλου Χαγιά, ανιψιά του Θανάση Αντώνη, με κουμπάρο τον Νίκο το Μήτρη. Αποκτήσαν δυο γιους, εμένα το Στέλιο, το 1957, και τον Αποστόλη, το 1958.
Το 1959 αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι στο Τρίνιτυ Γκάρντενς και εκεί ήρθαν να μείνουν αρκετοί νεοφερμένοι όταν πρωτοκατεβήκαν από το καράβι.
Ο πατέρας και η μητέρα δούλεψαν σκληρά: στα εργοστάσια, στους λόφους της Αδελαΐδας στο μάζεμα στα κεράσια, τα μίλα, τα αχλάδια, ενώ τα καλοκαίρια πήγαιναν στο Λόξτον, και στη Μιλτζούρα στον τρύγο.
To 1971, οι γονείς μου αγοράζουν μαγαζί στο Χόλντεν Χιλ συνέταιροι με τον Αποστόλη και τη Δήμητρα Παναγάκου, και για περίπου 20 χρόνια κατόπιν είχαν μαγαζιά: ψαράδικα και σνακ μπαρ.
Το 1991, το Σεπτέμβρη, η μητέρα πήγε στην Ελλάδα να κοιτάξει τον παππού τον Αποστόλη και εκεί έλαβε τα δυσάρεστα νέα ότι οι γιατροί εδώ βρήκαν ο πατέρας πάσχει από λευκημεία. Σαν θαύμα ο πατέρας καταφέρνει να ξεπεράσει την φοβερή αυτή ασθένεια. Από τότε σταμάτησαν τη δουλιά και εγκαταστάθηκαν στο Λόκλις να περάσουν και να χαρούν τη ζωή τους, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κει ο πατέρας άφησε και την τελευταία του πνοή την περασμένη Πέμπτη.
Εκεί στο σπίτι στο Λόκλις του άρεσε, να έχει τις ελιές του, την κληματαριά του, τις κότες του και τα μελίσσια του. Όταν κάποια μέλισσα τον τσίμπαγε έλεγε: «Φύγε από δω μωρή!»
Η μεγάλη του αγάπη ήταν να βρίσκεται στο υπόστεγο να δουλεύει με τα εργαλεία του, να φτιάχνει τραπέζια, να ακονίζει τσεκούρια και σκαρπέλα.
Ποτέ δεν είχε διαβάσει βιβλίο, πού και πού, έριχνε μια ματιά στην εφημερίδα.
Ήταν παντρεμένος με τη μητέρα 61 χρόνια. Δεν είχαν αλλάξει μια κακιά κουβέντα. Τον λάτρευε και τον φρόντιζε μέχρι την τελευταία του πνοή. Η μητέρα ήταν απίστευτη σύζυγος δίπλα στο κρεββάτι του στο νοσοκομείο να τον παρηγορεί, να του λέει θα γίνεις καλά, να ξυπνάει όποια ώρα κάθε βράδυ να τον φροντίζει με όλες του τις ανάγκες.
Δίχως τη μητέρα, ο πατέρας θα είχε φύγει πριν πολύ καιρό.
Ο πατέρας έζησε 90 χρόνια, κυρίως, με χαρά και υγεία. Δυστυχώς, τα τελευταία του δύο χρόνια υπέφερε πάρα πολύ. Πολλές φορές βρισκόταν κοντά στο τέλος αλλά δεν δήλωνε. Δεν ήθελε να φύγει. Λάτρευε την οικογένειά του, τους συγγενείς του, και τους φίλους του. Ήταν απίστευτα γενναιόδωρος σε όλους. Είχε χρυσή καρδιά και όταν μπορούσε βοηθούσε όποιον του ζήταγε.
Αγαπητέ πατέρα την αγάπη σου ποτέ δεν θα την ξεχάσουμε, θα είμαστε πάντα κοντά σου.
Αιωνία σου η μνήμη!
Ο επικήδειος είχε ως εξής:
Τούτη τη θλιβερή στιγμή, το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο πατέρα μου, θα ήθελα να μοιραστώ μερικές από τις αξέχαστες οικογενειακές μας μνήμες.
Ο πατέρας γεννήθηκε γύρω στις 26 Δεκεμβρίου 1924, γιος του Στυλιανού και της Δημητρούλας Χαγιά, στην Καρίτσα Λακωνίας.Τραγικά, μετά από 38 μέρες η μητέρα του απεβίωσε. Έτσι από μικρό παιδάκι μεγάλωσε να τα καταφέρνει ανεξάρτητος, δραστήριος, και να μην έχει φόβους.
Στα 7 του χρόνια, στο μαντρί του πατέρα του, βρήκε ένα κρυμμένο πιστόλι και από παιδική περιέργεια θέλησε να δει πώς κι αν δουλεύει. Mε το δεξί του χέρι τράβαγε και τράβαγε τη σκανδάλη για να εξακριβώσει ότι πράγματι δούλευε, ενώ με το αριστερό του κάλυπτε το στόμιο να φιμώσει το θόρυβο. Δυστυχώς, το πιστόλι δούλευε και η σφαίρα πέρασε διαμπερές την παλάμη του, δεν έχασε το χέρι αλλά του έμεινε το πρώτο από πολλά σημάδια.Του έμεινε και η πρώτη από τις πολλές του φιλοσοφίες. Μας έλεγε «Ήμουνα έτοιμος για πόλεμο».
Τον ίδιο περίπου καιρό πήρε ένα από τα μουλάρια του πατέρα του, το πήγε κοντά σε κάποιο τοίχο, αλλά πηδώντας να το καβαλήσει, το ζώο τρόμαξε και ο πατέρας έπεσε, κεφάλι πρώτα, πάνω σε κάποιο βράχο. Έτσι κληρονόμησε και ένα άλλο σημάδι που όλοι το γνωρίζαμε στο κούτελο του πατέρα.
Όσο για σχολείο, δεν πήγε τόσο πολύ. Έλεγε: «Εγώ στο σχολείο κάθε Χριστού Λαμπρή πήγαινα!» Από 8 χρονών μπήκε στη σκληρή βιοπάλη: στο καμάτι, στα γίδια, στις ελιές, στα στάρια, στο αλώνι...
Όπως πολλά χωριατόπουλα γύριζε με τα πόδια τα γύρω χωριά: Άη-Δημήτρη, Αλεποχωρί, Χούνη, Κουνουπιά και Πελετά. Έτσι γνώριζε καλά, όπως έλεγε, «κάθε πέτρα, στην περιοχή».
Στο χωριό στα παιδιά τους άρεσαν τα μούρα. Ο πατέρας είχε σκαρφαλώσει την μουριά στην αυλή του Κωνσταντιρουμάνου και ο φίλος του ο Διαμαντής ο Μαλαβάζος περίμενε από κάτω κρατώντας επιφυλακή. Ήταν μεσημέρι και νόμιζαν οι δύο τους ότι όλοι στο χωριό το είχαν ρίξει στον ύπνο, αλλά ο μπάρμπα-Κωνσταντής που πότιζε τα γίδια του ερχόταν κάτω στο σπίτι, κι αυτός να κοιμηθεί. Τον βλέπει τον πατέρα πάνω στη μουριά και απολάει το ραβδί του. Ο πατέρας σάλτησε κάτω και έλεγε, «το ραβδί έκανε βουή σαν χελικόπτερ».
Από μικρός έμαθε να παίζει χαρτιά από το Δημήτρη τον Τούντα ή «Καλύβα», ενασχόληση που κράτησε όλη τη ζωή του! Του άρεσε το 31, η κολιτσίνα, περισσότερο απ’ όλα η πρέφα.
Από το πρώτο μεροκάματο να λιάζει σύκα έξω από τα Παπαδιάνικά, πήρε 500 δραχμές το 1938, και έλεγε «ήθελα πάντοτε να έχω λεφτά στο πορτοφόλι».
Τα χρόνια της κατοχής ο πατέρας δούλευε μεροκάματο όταν και όπου το έβρισκε: να καματεύει στη Σκάλα, να σκαλίζει αμπέλια στη Γράμμουσα. Το 41, πάνω στην πείνα, δούλευε για τον Σωκράτη τον Μαρουδά και διέμενε στο Κακαβούρι, πούλαγε λάδι του Σωκράτη στη Σπάρτη να αγοράσει λάστιχα για τα τσαρούχια.
Μετά την κατοχή, το 1945, σε ηλικία 20 χρονών διορίστηκε αγροφύλακας της Καρίτσας μέχρι το 1948. Σ’ αυτά τα χρόνια γλίτωσε από απόπειρα δολοφονίας τρεις φορές, κάποιος άγγελος τον κοίταζε από ψηλά.
Την ίδια εποχή έσκιζε έλατα στον Πάρνωνα και συνεταίροι στο πριόνι ήταν ο Αναστάσης ο Αντωνίου, ο Γιάννης ο Κατσάμπης και ο Γιώργης ο Κατσάμπης ή «Νταβέλης».
Η πείνα σε κάνει και κλέφτη. Μες στην αυλή του Γιάννη του Μαλαβάζου «του Μπέη» ήταν η καλύτερη κληματαριά στο χωριό. Ο πατέρας, αν και αγροφύλακας, τα ήθελε τα σταφύλια του Μπέη. Έτσι μπήκε στην αυλή σκαρφαλώνοντας τον βράχο, ανοίγει την αυλόπορτα για το φίλο του το Θανάση το Χελιώτη να μπει κι αυτός. Κατόπιν ανεβαίνει στην πλάτη του Θανάση και με σογιά και ένα ταγάρι τρύγησε την κληματαριά του Μπέη ενώ ο ίδιος ο Μπέης κοιμόταν κοντά στο παράθυρο με δίκαννο στο χέρι να αποκρούσει όποιον κλέφτη.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, το 1952, ο πατέρας πήγε στον Άγιο Αντρέα να μάθει μαραγκός από το Γιώργη τον Προφύρη. Κατόπιν δεν υπήρχε πολύ εργασία, κι έτσι γρήγορα κατέληξε ότι η μετανάστευση ίσως ήταν προτιμότερο για ένα καλύτερο μέλλον. Πολύ ήθελε να πάει στην Αμερική όπου είχε και θείο, αλλά οι πόρτες εκεί ήταν κλειστές. Όσο για τον Καναδά, έπρεπε να περιμένει. Κάποια μέρα άκουσε από τον Μπέη για ότι η Αυστραλία ήθελε μετανάστες. Παρόλο που προτιμούσε την Αμερική, όπου 45 χρόνια νωρίτερα είχε πάει και ο πατέρας του, και έλεγε «το δόντι μου πόναγε για την Αμερική», μετά από της πρώτες δυο καραβιές για την Αυστραλία ο πατέρας μπάρκαρε κι αυτός στην τρίτη και αναχώρησε από τον Πειραιά στις 27 Σεπτεμβρίου 1953, ημέρα Κυριακή. Μετά από 32 μέρες στη θάλασσα ξεμπαρκάρει στην Μελβούρνη στις 28 Οκτωβρίου και με τρένο πάει στη Μποναγκίλλα. Εκεί του έδωσαν δουλιά στο Κάστερτον στη Βικτωρία σε μια τεράστια φάρμα με χιλιάδες πρόβατα και αγελάδες.
Ήρθε η ημέρα να φύγει από κει, βγάζει το λεξικό και λέει στο αφεντικό: «I give notice (Δίνω παραίτηση)!”
Το Γενάρη του 1954 βρίσκεται στο Μάουντ Γκάμπιερ. Εκεί πλένει πιάτα, σχίζει πεύκα στα πριονιστήρια και στρώνει τρενογραμμές με το κασμά για τη γραμμή από το Μάουντ Γκάμπιερ στο Μίλλισεντ.
Κάποια μέρα πήγε στο ταχυδρομείο στο Μάουντ Γκάμπιερ, με σκοπό να στείλει λεφτά στην Ελλάδα, και ποιον βλέπει μπροστά του. Σαν θαύμα να και o Διαμαντής ο Μαλαβάζος από την Καρίτσα που o πατέρας ούτε καν ήξερε είχε φτάσει κι αυτός στην Αυστραλία.
Στις αρχές του 1955, στις 13 Φεβρουαρίου, φεύγει για το Λόξτον. Δεν έκατσε εκεί γατί έβρεχε και είχαν χαλάσει τα σταφύλια. Έτσι 3 μέρες αργότερα κατεβαίνει στην Αδελαΐδα και εκεί βρίσκει τις οικογένειες του Γιάννη του Κατσάμπη και του Θανάση του Αντώνη.
Ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται την Κατερίνα Αποστόλου Χαγιά, ανιψιά του Θανάση Αντώνη, με κουμπάρο τον Νίκο το Μήτρη. Αποκτήσαν δυο γιους, εμένα το Στέλιο, το 1957, και τον Αποστόλη, το 1958.
Το 1959 αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι στο Τρίνιτυ Γκάρντενς και εκεί ήρθαν να μείνουν αρκετοί νεοφερμένοι όταν πρωτοκατεβήκαν από το καράβι.
Ο πατέρας και η μητέρα δούλεψαν σκληρά: στα εργοστάσια, στους λόφους της Αδελαΐδας στο μάζεμα στα κεράσια, τα μίλα, τα αχλάδια, ενώ τα καλοκαίρια πήγαιναν στο Λόξτον, και στη Μιλτζούρα στον τρύγο.
To 1971, οι γονείς μου αγοράζουν μαγαζί στο Χόλντεν Χιλ συνέταιροι με τον Αποστόλη και τη Δήμητρα Παναγάκου, και για περίπου 20 χρόνια κατόπιν είχαν μαγαζιά: ψαράδικα και σνακ μπαρ.
Το 1991, το Σεπτέμβρη, η μητέρα πήγε στην Ελλάδα να κοιτάξει τον παππού τον Αποστόλη και εκεί έλαβε τα δυσάρεστα νέα ότι οι γιατροί εδώ βρήκαν ο πατέρας πάσχει από λευκημεία. Σαν θαύμα ο πατέρας καταφέρνει να ξεπεράσει την φοβερή αυτή ασθένεια. Από τότε σταμάτησαν τη δουλιά και εγκαταστάθηκαν στο Λόκλις να περάσουν και να χαρούν τη ζωή τους, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κει ο πατέρας άφησε και την τελευταία του πνοή την περασμένη Πέμπτη.
Εκεί στο σπίτι στο Λόκλις του άρεσε, να έχει τις ελιές του, την κληματαριά του, τις κότες του και τα μελίσσια του. Όταν κάποια μέλισσα τον τσίμπαγε έλεγε: «Φύγε από δω μωρή!»
Η μεγάλη του αγάπη ήταν να βρίσκεται στο υπόστεγο να δουλεύει με τα εργαλεία του, να φτιάχνει τραπέζια, να ακονίζει τσεκούρια και σκαρπέλα.
Ποτέ δεν είχε διαβάσει βιβλίο, πού και πού, έριχνε μια ματιά στην εφημερίδα.
Ήταν παντρεμένος με τη μητέρα 61 χρόνια. Δεν είχαν αλλάξει μια κακιά κουβέντα. Τον λάτρευε και τον φρόντιζε μέχρι την τελευταία του πνοή. Η μητέρα ήταν απίστευτη σύζυγος δίπλα στο κρεββάτι του στο νοσοκομείο να τον παρηγορεί, να του λέει θα γίνεις καλά, να ξυπνάει όποια ώρα κάθε βράδυ να τον φροντίζει με όλες του τις ανάγκες.
Δίχως τη μητέρα, ο πατέρας θα είχε φύγει πριν πολύ καιρό.
Ο πατέρας έζησε 90 χρόνια, κυρίως, με χαρά και υγεία. Δυστυχώς, τα τελευταία του δύο χρόνια υπέφερε πάρα πολύ. Πολλές φορές βρισκόταν κοντά στο τέλος αλλά δεν δήλωνε. Δεν ήθελε να φύγει. Λάτρευε την οικογένειά του, τους συγγενείς του, και τους φίλους του. Ήταν απίστευτα γενναιόδωρος σε όλους. Είχε χρυσή καρδιά και όταν μπορούσε βοηθούσε όποιον του ζήταγε.
Αγαπητέ πατέρα την αγάπη σου ποτέ δεν θα την ξεχάσουμε, θα είμαστε πάντα κοντά σου.
Αιωνία σου η μνήμη!