Στην καθημερινή τους τη ζωή, είτε μέσα στο ίδιο το χωριό,
στα χωράφια, ή
στα βοσκοτόπια πάνω στα βουνά με τα
κοπάδια, οι πρόγονοί
μας διηγούνταν τόσες και τόσες
ιστορίες από παράξενα
και ανεξήγητα γεγονότα,
ιδίως τη νύχτα, με
περίεργες φωνές, μυστήρια πλάσματα, τέρατα και σατανάδες
ανάμεσά τους. Αυτές
οι ιστορίες μεταδιδομένες από στόμα σε στόμα
αποτελούν κομμάτι από τη λαογραφία του
χωριού μας και αξίζουν να γραφτούν και να διασωθούν. Παρακάτω
ο Στέλιος Χαγιάς αφηγείται μια τέτοια ιστορία
που εμπλέκεται με την εν μέρει επαληθευμένη, εν μέρει μυστηριώδη συνάντηση της
προ-προ-προγιαγιάς, Χρυσούλας Τσεμπελή,
τότε ηλικίας 7 χρονών, με Αιγύπτιους μισθοφόρους, σατανάδες και μαύρα
κοκόρια την ημέρα
και νύχτα της 11ης Σεπτεμβρίου 1825.
Του την είχε πει στις 30 Ιανουαρίου
2007 η αείμνηστη Κατερίνα Ροζακλή,
ηλικίας 94. Θυμότανε
ότι ήταν ιστορία πολύ γνωστή στο χωριό. Η ίδια την είχε ακούσει από
τη Διαμάντω Τούντα ή "Ορφανή", εγγονή της Χρυσούλας.
Η μικρή Χρυσούλα και τα τέρατα
Όπως το αφηγήθηκε η Κατερίνα
Δημ. Ροζακλή στον Στέλιο Διαμαντή Χαγιά
Η ιστορία αυτή αφορά γεγονότα τον καιρό των επιδρομών από τους Αιγύπτιους
μισθοφόρους του Ιμπραήμ Πασά το 1825 κατά την ελληνική εθνοαπελευθερωτική
επανάσταση 1821-29. Εκτός από
τις μάχες με
Έλληνες Αγωνιστές, ο Ιμπραήμ κατέστρεψε χωριά και
πήρε αιχμάλωτους πολλούς Έλληνες, προπαντός γυναίκες, για δούλους στα σκλαβοπάζαρα στη Μέση Ανατολή.
Η Χρυσούλα Γεωργάκη Τσεμπελή, τον
καιρό εκείνο, μικρό κοριτσάκι επτά περίπου χρονών,
είχε συλληφθεί από μισθοφόρους του Ιμπραήμ και ήταν με τα χέρια δεμένα πάνω σε ένα
άλογο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι γονείς και η θεία της, αδελφή του πατέρα της, είχαν κι
αυτοί αιχμαλωτισθεί.
Την πηγαίνανε
έξω από την Καρίτσα όταν αυτή σε μια κατηφόρα που λέγεται Στις
Τρόκλες κατάφερε να ξεδέσει το σκοινί και να αμολήσει τα χέρια της. Με τα χέρια της ελεύθερα,
η μικρούλα μπόρεσε να πηδήσει από το άλογο πρώτα μέσα σε
μια διπλανή αλλά απότομη μάντρα και στη συνέχεια το έβαλε
στα πόδια πέρα από μια ρεματιά σκαρφαλώνοντας στην άλλη πλευρά πάνω σε ένα λαχιδάκι. Κατά σύμπτωση πάνω από 120 χρόνια αργότερα, τον καιρό του Εμφύλιου, ο Διαμαντής Αντωνίου "Ψυχογιός"
πυροβολήθηκε από αντάρτες όταν κοίταγε
να διαφύγει κι αυτός από την ίδια ρεματιά.
Οι μισθοφόροι του Ιμπραήμ,
βλέποντας το κοριτσάκι στην άλλη
πλευρά της ρεματιάς φωνάζανε στα Ελληνικά, "Έπα κάτω, έπα κάτω!"
Αλλά το μικρό κοριτσάκι συνέχισε να τρέχει. Πήρε το μονοπάτι για το χωριό
Μαρί στην Κυνουρία και κατόπιν προς το Κάτω Μαρί. Εδώ αφθονούσαν τα έλη και
τα νερά που έτρεχαν στα ρέματα κινούσαν τους μύλους για τους ντόπιους
Μαρινιώτες και άλλους κοντοχωριανούς, να αλέθουν τα στάρια τους σε αλεύρι.
Μάζευαν τα νερά
από τα ρέματα μέσα σε μεγάλους κάδους. Στο κάτω μέρος κάθε κάδου ένα άνοιγμα
πέταγε το νερό με υψηλή πίεση πάνω σε ένα τροχό που γύριζε την πέτρα για να
αλεθεί το στάρι σε αλεύρι.
Στοιχεία
δείχνουν ότι ο Δημήτρης Τσεμπελής από την Καρίτσα το 1826 ήταν κι αυτός ιδιοκτήτης
νερόμυλου στο Μπουρνιά.
Η Χρυσούλα
τράβηξε προς έναν από τους νερόμυλους αλλά ο μυλωνάς δεν ήταν εκεί. Αυτή όμως ήξερε πώς δουλεύεται ο μύλος και έκανε να τον κινήσει. Τη στιγμή αυτή
όμως τα πράματα πήραν μια ανατριχιαστική, τρομακτική
τροπή.
Από τότε, η εξής ιστοριούλα μεταδίδεται από στόμα σε στόμα
στην Καρίτσα, ένας σατανάς εμφανίστηκε μπροστά στο μικρό κοριτσάκι.
Σατανάς: Πως λέγεσαι εσύ, πως σε λένε;
Χρυσούλα: Με λένε Πανωγόμι!
(Η λέξη Πανωγόμι είναι συστολή της φράσης "απάνω στο γομάρι". Γομάρι σημαίνει το φορτίο που
μεταφέρεται από μουλάρι. Έτσι το Πανωγόμι μεταφράζεται εδώ ως το φορτίο πάνω
στο μουλάρι.)
Σατανάς: Πόσα φορτία έχεις;
Χρυσούλα: Έχω ένα πλευρό, δύο
πλευρά, και ένα πανωγόμι.
Όταν άκουει την απάντηση της Χρυσούλας, ο σατανάς φεύγει να πάει να βρει κι
άλλους σατανάδες. (Έφυγε και γύρισε να μάσει στο συγκρότημά τους κι άλλους
σατανάδες.)
Η Χρυσούλα άλεσε το αλεύρι και φόρτωσε το μουλάρι. Είχε νυχτώσει και το κοριτσάκι καβάλησε το
μουλάρι στη μέση από τα δύο γομάρια που είχαν φορτωθεί σε κάθε πλευρά στο
μουλάρι και σκεπάστηκε με ένα μεγάλο χιράμι για να φαίνεται σαν μέρος του φορτίου πάνω στο
μουλάρι. Καθώς η Χρυσούλα και το μουλάρι ξεκίνησαν στο δρόμο προς την
Καρίτσα, μια ομάδα από σατανάδες παρουσιάζεται μπροστά της και ένας από αυτούς άρχισε να χτυπάει το μουλάρι.
Σατανάς: Να το ένα πλευρό, να και
το άλλο πλευρό, να και το πανωγόμι, εκείνη που είναι;
Ο σατανάς συνεχίζει να χτυπάει το μουλάρι πάλι και πάλι.
Σατανάς: Να το ένα πλευρό, να και
το άλλο πλευρό, να και το πανωγόμι, εκείνη που είναι;
Το μουλάρι και η Χρυσούλα συνέχισαν μέσα στη νύχτα ακολουθώντας το μονοπάτι
πάνω και κάτω στις χαράδρες προς την Καρίτσα. Στο δρόμο οι σατανάδες συνεχίζουν
να χτυπάνε το μουλάρι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια ξανά και ξανά. Αυτό
συνεχίζεται όλη τη νύχτα μέχρι τα ξημερώματα, όταν φτάνουν σε ένα καταρράκτη
αγνάντι από την Καρίτσα. Λίγο έξω από την Καρίτσα, η Χρυσούλα άκουει τα
λαλήσματα των κοκόρων. Και οι σατανάδες ακούνε τα λαλήσματα από άσπρα
κοκόρια
Σατανάς: Χορεύτε να χορέψουμε!
Άσπρος κόκορας λαλίζει. Χορεύτε να
χορέψουμε! Άσπρος κόκορας λαλίζει.
(Οι σατανάδες χόρευαν και χόρευαν... μέχρι που ένας μαύρος κόκορας άρχισε το
πρωινό του λάλισμα)
Σατανάς: Μαύρος κόκορας! Πάμε, πάμε να φύγουμε.
Όταν άκουσαν το λάλισμα από μάυρο κόκορα οι σατανάδες εξαφανίστηκαν μέσα στη
ρεματιά.
Κι έτσι η μικρή Χρυσούλα ήταν
ελεύθερη να πάει στο σπίτι της, ακύνδινα καβάλα
στο μουλάρι, με το
φρεσκοαλεσμένο αλεύρι άθικτο.
|
In their everyday life, be it in the
village itself, in the tilling fields, or the mountain pastures with their
flocks, our ancestors recounted numerous tales of strange and inexplicable
events, most often at night, featuring strange cries, weird and bizarre
creatures, fiends and demons in their midst. These stories passed on
word-of-mouth are part of the folklore of our village and deserve to be
documented and preserved. Below Stelios Chagias recounts one such story involving
the partly verified, partly mysterious encounter of his great-great-great-grandmother, Chrysoula Tsempelis,
then aged 7, with Egyptian mercenaries, fiends and black roosters on the day and
night of 11 September 1825. It was told to him on 30 January 2007 by
Katerina Rozaklis, aged 94. She remembered it was widely known by
Karitsiotes. She had heard it from Diamanto Tountas "Orfani",
granddaughter of Chrysoula.
Little
Chrysoula and the fiends
As related by Katerina Dim. Rozaklis
to Stelios
Diamanti Hagias
This story relates to events at the time of the raids in
1825 by the Egyptian mercenary Ibrahim Pasha during the Greek war of national
liberation from the Turks of 1821-29. Apart from fighting the Greek
revolutionaries, Ibrahim destroyed villages and took many Greeks, mostly females,
for the white slave trade in the Middle East.
Chrysoula Georgaki Tsempelis, then a young girl of about
seven years of age, had been captured by Ibrahim's mercenaries and hand-tied
on a horse. Records show that her parents and an auntie, her father’s sister, had also
been abducted.
Chrysoula was being led out of Karitsa when on a down slope
called Stis
Trókles she managed to loosen the rope and free her hands. With
her hands free, she jumped down from the horse and into an adjacent fenced
property, mántra,
which was steep, and then into and out of a ravine scrambling to safety onto
a plateau on the other side. More than 120 years later, during the Greek
Civil War, Diamantis Antoniou "Psychogiós" was shot by guerrillas
escaping through this same ravine.
Imbrahim's mercenaries, on seeing the little girl over the
other side of the ravine, called out to her in Greek, "Épa káto̱, épa káto̱!" (Climb back,
climb back!)
But the little girl kept running. She took the path to the
village of Mari in Kynouria and then on to Kato Mari. Here reeds grew in abundance and the
waters flowing down the swift streams powered mills for the local Mariniotes
and other nearby villagers to grind their wheat into flour.
Water was collected from the flowing streams into large
vats. At the bottom of each vat an opening projected water at high pressure
onto a wheel which turned the grinding stone to make flour.
Records show that a Dimitris Tsempelis of Karitsa also
owned a water mill at Bournia in 1826.
Chrysoula made her way to one of the watermills, only
to find the miloná
(miller) was absent. But she knew the operation of the mill and proceeded to
get it going. And that's when things
became eerily interesting!
Ever since then, it has been passed on word-of-mouth in
Karitsa, a satanás
(demon) appeared before the little girl.
Demon: What is
your name? (Pos légesai esý, pos se léne?)
Chrysoula: My
name is, Panogomi! (Me léne Panogómi!)
(Panogómi is the truncation of "apano sto
gomari". Gomari means the load
carried by a mule and apano means on
top. So Panogómi
is translated here as being on top of a loaded pack mule.)
Demon: How many
things, will you pack onto the mule? (Pósa fortía écheis?)
Chrysoula: One
on one side of the mule, one on the other side and one in between. (Écho éna plevró, dýo plevrá, kai éna panogómi.)
Upon hearing Chrysoula's answers the demon leaves her to
go and find other demons (Éfyge kai gýrise na másei sto synkrótimá tous állous
satanádes.)
Chrysoula completed milling the grain (to álese to
alévri) and she loaded the mule. It was now dark and the little girl
mounted the mule and sat between the gomária (flour bags) that had been loaded
on each side of the mule and covered herself with a large chirámi
(sheet) to look like she was part of the load on the mule. As Chrysoula and
the mule started on the trip back to Karitsa, a gathering of demons appeared
in front of her (éna synkrótima apó satanádes
parousiázontai) and one of the demons began striking the mule.
Demon: Here is
one side, here is the other side, and here is the load on top, but where is
she? (Na to éna plevró, na kai to állo
plevró, na kai to panogómi, ekeíni pou eínai?)
The demon struck the mule again and again.
Demon: Here is
one side, here is the other side, and here is the load on top, but where is
she? (Na
to éna plevró, na kai to állo plevró, na kai to panogómi, ekeíni pou eínai?)
The mule and Chrysoula proceeded through the night towards
Karitsa travelling along and up ravines. Along the journey the demons kept on
striking the mule, repeating the same refrain again and again. This continued
all night until dawn when they reached a katarrákti (waterfall) overlooking
Karitsa. Now on the outskirts of Karitsa, Chrysoula could hear the lalísmata
(dawn cackling) of the roosters. The demons also heard the cackling of the
white roosters.
Demons: Let’s dance! A white rooster is cackling.
(Choréfte
na chorépsoume! Áspros kókoras lalízei.) Let’s dance! A white rooster is cackling. (Choréfte na chorépsoume! Áspros
kókoras lalízei.)
(The demons danced and danced... until a black rooster
also started his morning cackling.)
Demons: A black
rooster! Let’s get out of here!” (Mávros kókoras! Páme, páme na fýgoume!)
After hearing the call of the black rooster the demons
disappeared into the ravine.
And so little Chrysoula was free to head back home,
safely mounted on her mule, and the full load of freshly-grounded flour intact.
|