Γράφει ο Στέλιος Αδ. Χαγιάς στη μνήμη του πατέρα του
Ιστορίες από τη μεταναστευτική εμπειρία του Διαμαντή Χαγιά, του πρώτου από τους πρώτους Καριτσιώτες στην Αυστραλία
(Προσαρμοσμένο και μεταφρασμένο από το Δημήτρη Ευ. Κατσάμπη)
Κέντρο «σίτυ» της Αδελαΐδας τη δεκαετία του 1950 |
Αν και έβρεχε με το τουλούμι στο Ρίβερλαντ και ο τρύγος είχε διακοπεί για μια βδομάδα, το απόγευμα της Τετάρτης 15 του Φλεβάρη 1955 όταν η ταξιδιωτική παρέα των τεσσάρων έφτασε και επί τόπου διασπάστηκε στο λεγόμενο «σίτυ» (εννοεί city = κέντρο της Αδελαΐδας), η δε πόλη τους χαιρέτησε όλους έναν έναν και ξεχωριστά με άνετο ηλιόλουστο καιρό, λίγα αφράτα απαλά σύννεφα και ένα δροσερό απογευματινό πολύ ελαφρύ αεράκι.
Ήταν πράγματι τέτοιος καιρός και το ειδυλλιακό της κλίμα όλο το χρόνο, ήπιο μεσογειακό με ήλιο, καθώς και φιλοδοξίες του υψηλού πολιτισμού, της ελευθερίας, του διαφωτισμού, των τεχνών και των επιστήμων που έκαναν την Αδελαΐδα, την πρωτεύουσα της Νότιας Αυστραλίας, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της να θέλει να φέρεται ως η «Αθήνα του Νότου». Με τα χρόνια ωστόσο απέκτησε κι άλλα παρωνύμια όπως «η πόλη των εκκλησιών» επειδή είχε τόσες πολλές εκκλησίες, εντυπωσιακούς μεγαλοπρεπείς ναούς με ψηλούς λεπτούς πύργους και καμπαναριά, πάνω από δεκαπέντε μόνο μέσα στο σίτυ, καθώς και «η πόλη των παμπ» γιατί είχε τέσσερις φορές ακόμα περισσότερες ταβέρνες και μπιραρίες!Εκεί από μια γωνία στο σίτυ, ο Διαμαντής πλέον ολομόναχος με τη βαλίτσα στο χέρι, κοιτούσε με αγονία τριγύρω του· τα τραμ, τα αυτοκίνητα, τα μαγαζιά, τα μεγάλα χτίρια, πιο πολύ τη λαοθάλασσα από άγνωστα πρόσωπα, όλοι καλοντυμένοι, οι περισσότεροι άνδρες με σκούρα κουστούμια, γραβάτες και καπέλα, και οι γυναίκες με λουλουδάτα καλοκαιρινά φορέματα. Το δίλημμά του τη συγκεκριμένη στιγμή, εκεί και τότε, ήταν ποια κατεύθυνση να πάρει, προς τα πού να στρίψει, πού να πάει;
Δεν το ήξερε ακόμα αλλά με τον καιρό το έμαθε. Το σχέδιο της πόλης ήταν καλά μελετημένο, πράγματι ξεχωριστό, μοναδικό. 119 χρόνια νωρίτερα, το 1836, είχε στρωθεί να χτιστεί πάνω στην παραδοσιακή γη της τοπικής φυλής των ιθαγενών, του λαού «Κάρνα», δίπλα σε ένα ποταμάκι, στην εύφορη πεδιάδα που απλώνεται από τους πρόποδες μιας χαμηλής σειράς χωματόλοφων μέχρι τη θάλασσα. Πρόκειται για το μοναδικό κέντρο πόλης στον κόσμο που είναι χτισμένο μέσα σε ένα τεράστιο πάρκο με αυστηρά νομοθετημένο κανονισμό έτσι να παραμείνει, πάντα πράσινο, δημόσιο, και δωρεάν για όλους τους κατοίκους του σίτυ καθώς και των εξωτερικών μελλοντικών χωριών και προαστίων που σίγουρα θα αναπτυχθούν με τα χρόνια.
Έτσι, η Αδελαΐδα αποτελείται από ένα εσωτερικό κέντρο, το σίτυ, που έχει σχήμα τετραγώνου με διαστάσεις 1 μίλι επί 1 μίλι. Το δε σίτυ με τη σειρά του περιβάλλεται όλο γύρω από ένα πράσινο αδιάκοπο δακτύλιο μεγάλων πάρκων με έκταση πάνω από 760 εκτάρια, ενώ πέρα από τα πάρκα απλώνονται εκατοντάδες προάστια και συνοικίες καθώς και οι βιομηχανικές ζώνες και χώροι εργασίας.
Μέσα στο σίτυ, όπου τη στιγμή εκείνη ο ίδιος ένιωθε εγκλωβισμένος, βρίσκονται η κεντρική επιχειρηματική περιοχή, η κύριοι εμπορικοί δρόμοι, τα μεγάλα μαγαζιά, τα σημαντικότερα δημόσια χτίρια, η βουλή, το μέγαρο του κυβερνήτη, η κρατική βιβλιοθήκη, το μουσείο, η πινακοθήκη, το πανεπιστήμιο, το νοσοκομείο της πόλης, ο βοτανικούς κήπος, καθώς και οικιστικές ζώνες: πλατύ δρόμοι με υπέροχα διώροφα αρχοντικά μπροστά στα μεγάλα πάρκα, πολυάριθμα στενά σοκάκια και πίσω δρομάκια με ταπεινά χαμηλά σπιτάκια, φλατάκια (εννοεί flats = στην ντοπιολαλιά της εποχής «εργατόσπιτα» των φτωχών), σε πλήρη αντίθεση από τις ατμοσφαιρικές γειτονιές με τις όμορφες εμβληματικές οικίες των ευκατάστατων και των πλουσίων γύρω στις πράσινες πλατείες.
Το Φλεβάρη του 1955 η ευρύτερη Αδελαΐδα, δηλαδή το σίτυ μαζί με τα έξω προάστια, πλησίαζε το μισό εκατομμύριο ψυχές, απ’ των οποίων περίπου 2000 Έλληνες καθώς και 9 νεοφερμένοι Καριτσιώτες. Για τον Διαμαντή, μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο να βρει κάποιο «συμπατριώτη» Έλληνα, πόσο μάλλον «συγχωριανό» Καριτσιώτη, ήταν όντως ηράκλειος άθλος, σαν να γύρευε την πολυψαγμένη βελόνα μέσα στην αχερώνα! Κι όμως το ότι μέσα σε λίγες ώρες τα κατάφερε να συναντήσει όχι μόνο συμπατριώτες αλλά να ανταμωθεί κάπως, κάπου με κάποιους συγχωριανούς, λέει πολλά τόσο για τη δύναμη του χαρακτήρα του, τη καρδιά, το θάρρος και το κουράγιο του, όσο και για την καλή του τύχη!
«Μαυροματαίικα Σπίτια» Πηγή: Κρατική Βιβλιοθήκη της Νότιας Αυστραλίας [B 14288] |
Αγναντεύοντας από το μπροστινό παράθυρο από το πάνω πάτωμα, ο Διαμαντής μπορούσε να βλέπει από το σίτυ μέχρι τη θάλασσα: Αριστερά του πίσω από σκοτεινούς χοντρούς πετρότοιχους το μεγαλύτερο νεκροταφείο που είχε δει ποτέ με χιλιάδες τάφους και μνημεία. Μπροστά-μπροστά τη μαντρωμένη παιδική χαρά στην άλλη πλευρά του δρόμου. Λίγο πιο πέρα το μεγάλο πάρκο με γήπεδα και ανοιχτούς πράσινους χώρους μέσα σε δασάκια μέχρι τη γραμμή του τρένου που λέγανε ότι πάει ίσαμε τη Μελβούρνη. Στη συνέχεια τα δυτικά προάστια, μια λουρίδα από λαχανόκηπους και θερμοκήπια, και κατόπιν την αχανή έκταση του νέου αεροδρομίου της Αδελαΐδας που κατά σύμπτωση εγκαινιάστηκε την ίδια μέρα που ο ίδιος έφτασε σ’ αυτή η πόλη. Τέλος, πέρα από το αεροδρόμιο στον μακρινό ορίζοντα τα γαλάζια νερά του Κόλπου Σάιντ Βίνσεντ.
Σειρά από παρόμοια χαμοσπιτάκια στο Βίνραϊς Στριτ |
«Πού φτάσαμε; Πού καταντήσαμε;» στιγμές στιγμές σκεπτόταν! Κοιτώντας πίσω, είχαν περάσει 16 μήνες από τότε που είχε φτάσει στην Αυστραλία, ο πρώτος από τους πρώτους χωριανούς που είχε κάνει το βήμα. Εκείνο το διάστημα είχε περάσει «περαστικός» από τη Μελβούρνη, «οικότροφος» του κράτους στη Μπονεγκίλα, προβατάς στο Κάστερτον, πριονάς στο Μάουντ Γκάμπιερ, άνεργος εποχιακός εργάτης στο Ρίβερλαντ, και βάλε. Τώρα αναζητητής εργασίας στην Αδελαΐδα. Τα είχε πάει όμως αρκετά καλά, ιδιαίτερα στο Κάστερτον και στο Μάουντ Γκάμπιερ όπου είχε καταφέρει να βάλει στην πάντα χίλιες λίρες στην τράπεζα.
Στο μεταξύ, τρεις άλλες οικογένειες και ένας εργένης, 12 άτομα συνολικά, είχαν φτάσει από το χωριό. Όλοι είχαν περάσει από τη Μπονεγκίλα και κατόπιν προχωρήσει, όλοι τους στην Αδελαΐδα εκτός από τον «Βατσούρα» στη Μελβούρνη: Ο Γιάννης ο Κατσάμπης «της Φιλιώς», 26 χρονών, με τη γυναίκα του τη Χριστίνα, 26, και ένα μωρό είχαν φτάσει το Γενάρη το 1954 με το επόμενο ταξίδι του «Fairsea». Ο Αργύρης Κατσάμπης «Βατσούρας», 40 χρονών, με τη γυναίκα του Καλλιόπη, 28, και δυο παιδιά τον Απρίλη 1954. Ο Θανάσης Αντώνης «Λοχίας», 31 χρονών, με τη γυναίκα του και πρώτη ξαδέρφη του Διαμαντή, Μαργαρίτα και μικρούς γιους, τον Ιουνίου, 1954. Τέλος, ο Διαμαντής Μαλαβάζος «Ρουμάνος», 30 χρονών εργένης, είχε έρθει κι αυτός το Νοέμβρη το 1954. Παρόλο που η αυστραλιανή κυβέρνηση τους ήθελε να εγκατασταθούν στην επαρχία να δουλεύουν σε φάρμες, όλοι επέλεξαν τις μεγάλες πόλεις, την Αδελαΐδα και την Μελβούρνη.
Μπορούμε να πούμε ότι τόσο στις αρχές-αρχές όσο και πιο ύστερα ίσως να τα κατάφερναν καλύτερα στην επαρχία. Όπως και να 'χει, η κατάσταση για τους μετανάστες εργάτες και τις οικογένειές τους τον καιρό εκείνον προπαντός στις μεγάλες πόλεις ήταν όπως και να το φέρεις άθλιες. Συνήθως δούλευαν στις πιο σκληρές, πιο ακάθαρτες, πιο επικίνδυνες, πιο βλαβερές, πιο ανθυγιεινές δουλειές με τα χαμηλότερα λεφτά, με λίγα λόγια τις δουλειές που απέφευγαν οι Αγγλοαυστραλοί. Επιπλέον, οι περισσότεροι ζούσαν στις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές στο σίτυ, στα πρώην χαμοσπιτάκια των Αγγλοαυστραλών εργατών που τώρα είχαν την ευκαιρία να μετακομίσουν έξω, σε μεγαλύτερα και καλύτερα σπίτια στα έξω προάστια αντίπερα από τα μεγάλα πάρκα. Δεν υπήρχαν κρατικές υπηρεσίες διερμηνείας και μετάφρασης να αξίζουν, ειδικά στα εργοστάσια, νοσοκομεία, κρατικές υπηρεσίες και σχολειά. Τις πρώτες μέρες και χρόνια η μόνη στήριξη προερχόταν από επαφές στα ελληνικά καφενεία, στην Ελληνική Κοινότητα στο Φράνκλιν Στριτ, καθώς και στη μοναδική ελληνορθόδοξη εκκλησία της πόλης. Η Κοινότητα και η εκκλησία των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ ήταν περίπου 15 λεπτά με τα πόδια από το Vinrace Street, ενώ το καφενείο της «γρεία-Σάβαινας» στο Μπράουν Στριτ περίπου στα μισά του δρόμου προς την Κοινότητα. Αυτό που τους έσωσε ωστόσο τον καιρό εκείνο ήταν η αποφασιστικότητα για επιτυχία στη ζωή, οι ισχυροί ελληνικοί οικογενειακοί δεσμοί και αυτό που λέμε ελληνική εθνική αλληλεγγύη.
Τα πράγματα στην Αδελαΐδα ο Διαμαντής τα βρήκε πιο δύσκολα από ό,τι περίμενε, στην αρχή να βρει καλό συμφερτικό δωμάτιο να νοικιάζει και κατόπιν ικανοποιητική δουλειά με καλά λεφτά. Τους πρώτους δέκα μήνες άλλαξε τέσσερις δουλειές και τρία σπίτια. Η πρώτη του δουλειά ήταν εκεί που είχε πιάσει ο φίλος του ο Διαμαντής ο «Ρουμάνος» στο χυτήριο John Shearer στο Kilkenny όπου ρίχνανε λιωμένο σίδηρο σε καλούπια για να φτιάνουν γεωργικά αγροτικά εργαλεία. Πήγαιναν κι οι δυο μαζί με λεωφορείο αλλά μετά από τέσσερις εβδομάδες ο Διαμαντής τα παράτησε. Κατόπιν, από εκεί βρήκε δουλειά σε βαρελάδικο στη γωνία της Anzac Highway και Richmond Road, μόλις 17 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι ακολουθώντας τη μάντρα του νεκροταφείου.
Στα μέσα του 1955, o Θανάσης και η Μαργαρίτα αγόρασαν δικό τους σπίτι στο McLaren Street και ο Διαμαντής πήγε μαζί τους, μοιράζοντας με τον νεοφερμένο ξαδέρφό του, τον Γιάννη «Πασά» Μαλαβάζο, ένα από τα δωμάτια για πέντε λίρες την εβδομάδα. Του Γιάννη του είχε κάνει πρόσκληση και τον είχε φέρει η αδερφή του η Μαργαρίτα. Περίπου τότε, η Μαργαρίτα γέννησε ένα κοριτσάκι, την Ελενίτσα, χαρίζοντας της τη διάκριση να είναι το πρώτο καριτσιώτικης καταγωγής παιδάκι που γεννήθηκε στη χώρα του καγκουρό.
Στο μεταξύ, ο Διαμαντής είχε προχωρήσει σε μια άλλη δουλειά, σ' ένα επιπλοποιείο στο Cross Road στο Glandore που από τότε το θυμόταν με γέλιο και χαρά, όχι τόσο για τα έπιπλα υψηλής ποιότητας ούτε για τη μαστοριά των συναδέλφων του, αλλά για το γούρι που του έφερε η 1η του Νοέμβρη 1955, και συνάμα ένα ακόμα μάθημα για κάτι περίεργο, κάτι αλλιώτικο από τη ζωή στη νέα τούτη του πατρίδα. Αφορά το «Μέλμπουρν Καπ», μεγάλη κούρσα αλόγων κυριολεκτικό παναυστραλιανό πανηγύρι. Τη λένε «η κούρσα που παραλύει τη χώρα», διότι έτσι ακριβώς συμβαίνει. Τα τρία περίπου λεπτά που 24 από τα καλύτερα άλογα τρέχουν στις 3:00 μ.μ. κάθε πρώτη Τρίτη του Νοέμβρη όλος ο αυστραλιανός λαός - μικροί, μεγάλοι, και πιο μεγάλοι- απ' άκρη σ' άκρη σ’ όλη τη χώρα σταματάει και μένει ακίνητος με το ραδιοφωνάκι στο αυτί να ακούσει το Μέλμπουρν Καπ. Επιπλέον είναι έθιμο την ίδια μέρα όλοι –μικροί, μεγάλοι, και πιο μεγάλοι- να στοιχηματίζουν. Το ότι ο Διαμαντής, ένας νεοφερμένος, παντελώς ανήξερος κέρδισε το στοίχημα στο επιπλοποιείο προκάλεσε έκπληξη σ’ όλους, περισσότερο στον ίδιο. Τα κέρδη, μια λίρα και ένα σελίνι, σίγουρα καλοδεχούμενα, το δε γούρι και το γόητρο περισσότερο! Χάρηκε, του έμεινε αξέχαστο. Γεύτηκε κι αυτός, έστω για λίγο, την αίγλη του «πρόσωπου της ημέρας» στον τόπο της εργασίας, ο τυχεράκιας που τα κονόμησε!
Παρά το γούρι, κείνη την εποχή τα πράγματα για τον Διαμαντή δεν πήγαιναν τόσο καλά οικονομικά, όχι όπως τα περίμενε. Τα λεφτά στην Αδελαΐδα δεν τον ικανοποιούσαν όσο στο Κάστερτον και ιδιαίτερα στο Μάουντ Γκάμπιερ, ενώ το κόστος ζωής ήταν ασύγκριτο. Του πέρασε από το νου να πάει στο Κουίνσλαντ, στην τροπική βόρεια Αυστραλία, στη συγκομιδή και κοπή του ζαχαροκάλαμου, σκληρή μεν δουλειά αλλά τα λεφτά καλά. Σκέφτηκε επίσης να φύγει για την Αμερική αφού η οικογένειά του στην Καρίτσα τελευταία του είχε διαβιβάσει επιστολή από την Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα που τον προσκαλούσε στην επόμενη καραβιά μεταναστών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Τήρα καιρό που διάλεξαν,» σκέφτηκε μέσα του, διότι υπήρχε ένα συναρπαστικό μυστικό, ιδιαίτερο, όμορφο και συναισθηματικό που απλά δεν ταίριαζε με καμία από αυτές τις ιδέες. Ο Διαμαντής είχε δώσει λόγο και «αρραβωνιαστεί εξ αποστάσεως», όπως λένε. εκείνος από την Αδελαΐδα και εκείνη από την Καρίτσα. Όλη η σοβαρή σκέψη του λοιπόν ήταν πρώτον πώς να βρει καλύτερη δουλειά, και δεύτερον κάπου να σπιτωθεί πριν έρθει η αρραβωνιαστικιά του σε λιγότερο από δύο μήνες.
Δεν άργησε να βρει δουλειά που του άρεσε σε εργοστάσιο θερμαντήρων κηροζίνης στο Έντουαρντσταουν. Και, ένα Σαββατοκύριακο, τρεις ή τέσσερις εβδομάδες πριν έρθει η αρραβωνιαστικιά, έφτιαξε τη βαλίτσα του, αποχαιρέτησε τον συγκάτοικό του, το Γιάννη τον «Πασά» καθώς και τη σπιτονοικοκυρά και το σπιτονοικοκύρη και έφυγε από το ΜακΛάρεν Στριτ! Σε διπλανό δρόμο, στο Χατ Στριτ, συνάντησε το συμπατριώτη Γιάννη Ρέμπελο από τον Κεφαλά Λακωνίας που είχε ένα φορτηγάκι και τον μετέφερε με όλα τα υπάρχοντά του από τη νοτιοανατολική γωνία έως τη νοτιοδυτική γωνία στο σίτυ, συγκεκριμένα στο 10Α Τσάτχαμ Στριτ, όπου θα έφτιαχνε το δικό του σπιτικό, μόλις δυο λεπτά από τα Μαυροματαίικα.. Ήταν ένα φτωχοφλατάκι, σχεδόν ερείπιο, ιδιοκτησία ενός Ιταλού που ο Διαμαντής θα νοίκιαζε για πολύ λογικό ενοίκιο αλλά θα έπρεπε να το συμμαζέψει, να το βάψει και γενικά να το κάνει κατοικήσιμο μέσα σε δυο-τρεις εβδομάδες πριν την πρωτοχρονιά όποτε περίμενε με λαχτάρα την αρραβωνιαστικιά.
Σε ηλικία 31 ετών πλέον, ήδη στην Αυστραλία για περισσότερα από δύο χρόνια και με καλή δουλειά, ήταν κάτι παραπάνω από έτοιμος και ανυπομονούσε για το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του, να παντρευτεί, να εγκατασταθεί μόνιμα και να κάνει οικογένεια στην Αδελαΐδα, την Αθήνα του Νότου.
1. Η απώλεια της Αμερικής, κέρδος για την Αυστραλία
2. Πρώτη μέρα στην Αυστραλία του πρώτου Καριτσιώτη
- Πρόσκληση στην αρραβωνιαστικιά, την Κατερίνα
- Ο γάμος του Διαμαντή και της Κατερίνας
- Η οικογένεια μετακομίζει στο Γκίλες Στριτ
- Το πρώτο σπίτι της οικογένειας
- Διαμαντής εργαζόμενος στην Τζένεραλ Μότορς
- Οικογένεια στο μάζεμα φρούτων και λαχανικών
- Διαμαντής εργαζόμενος στη Δημαρχία του Μπέρνσάιντ
- Ο Παναγιώτης Σταυριανός επιτέλουςστην Αυστραλία
- Ο Διαμαντής σώζει τη ζωή αγαπητού φίλου
- Σβήσιμο του αμερικανικού ονείρου
Η απώλεια της Αμερικής, κέρδος για την Αυστραλία
Ο Διαμαντής Χαγιάς, γνωστός και ως «Δασάρχης», πρώτος γιος του Στυλιανού Χαγιά από την Καρίτσα και της Δήμητρας Γραμματικάκη από τον Άγιο Δημήτριο, ήρθε σε τούτο τον κόσμο την Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 1924. Μόλις 38 ημερών μωράκι, από επιπλοκές στη γέννα έχασε τη μητέρα του, το πρόσωπο της οποίας πρωτοείδε 49 χρόνια αργότερα μέσα από μια μοναδική παλιά φωτογραφία που του έδωσε η θεία του η Αλεξάνδρα Γεωργαντώνη στον Άγιο Δημήτριο το 1973. Είναι κάτι που όπως αποδείχτηκε έμελλε να έχει βαθύ αντίκτυπο πάνω του για το υπόλοιπο της ζωής του.
Δέκα μήνες περίπου μετέπειτα, ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και κατά σύμπτωση τραγική πέθανε η πρώτη μητριά μαζί με τη νεογέννητη αδελφούλα κι αυτή πάνω στη γέννα. Πολύ σύντομα κατόπιν, ο πατέρας παντρεύτηκε για τρίτη φορά και με τον καιρό η δεύτερη μητριά έφερε επτά αδέρφια: Γιώργη (1928), Δημήτρη (1930), Ελένη (1932), τα δίδυμα Παναγιώτη και Τούλα (1936), και Θανάση (1941). Ο άτυχος Παναγιώτης σκοτώθηκε σε τραγικό ατύχημα, 10 ετών, το 1946.
Από τα δικά του λόγια, ο Διαμαντής, όπως όλοι οι συνομήλικοί του στο χωριό, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, μπερδεμένη εφηβεία, καθώς και σκοτεινή ενηλικίωση στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου οι συνέπειες των οποίων συνέχισαν καθώς σακάτεψαν και τη δεκαετία του 1950.
Πάντα άνω κάτω με αυτά που του είχε φορτώσει η μοίρα στο χωριό, ήθελε να φύγει από τότε που θυμάται. Όταν λοιπόν του δόθηκε η ευκαιρία, έγινε ο πρώτος Καριτσιώτης που πάτησε στην Αυστραλία όπου μεγάλωσε τη δική του οικογένεια.
Ο Διαμαντής έφυγε από αυτόν τον κόσμο, πλήρης ημερών σε ηλικία 93 ετών, στις 26 Μαΐου 2017, στο σπίτι του στην Αδελαΐδα δίπλα στην ευρύτερη οικογένειά του, τη γυναίκα του Κατερίνα και τους δύο γιους Στέλιο και Αποστόλη.
Για καμιά δεκαριά χρόνια πριν φύγει, κουβεντιάζοντας με τον το Στέλιο τού μίλησε πολλές φορές για τα παθήματά του στην πάλη να τα φέρει βόλτα στη ζωή καθώς και δικές του βαθιά κρυμμένες σκέψεις.
Το αμερικανικό όνειρο που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε
«Απότε γεννήθηκα, ήθελα να φύγω για την Αμερική. Όχι μια φορά, απ’ όταν γεννήθηκα και ένιωσα ότι είμαι άνθρωπος, εκεί ήταν το μυαλό μου, να φύγω. Ήθελα να φύγω, αλλά πού να πάενα; Να πάενα στην Αθήνα; Που ξέρω τί θα γινόμουνα εκεί πέρα; Ήξερα τον εαυτό μου, ήμουνα λίγο "τσανάκι". Γι’ αυτό δεν έφυγα, ούτε σε Αθήνα να πάω, ούτε τίποτα. Έκατσα εκεί, σε ‘κείνο το χωριουδάκι ώσπου να βρω την ώρα να φύγω. Στην Αθήνα πάενα όποτε ήθελα, και τί έγινε στην Αθήνα; Κολοκύθια! Τί; Να βάνεις ντενεκέ στην πλάτη με τσιμέντο και να τ’ ανεβάζεις απάνου στην πολυκατοικία; Είχα τον ξάδερφό μου, το Διαμαντή το μακαρίτη, θεός ‘χωρέσ’ τονε. Εκείνος εδούλευε μες’ τους υπονόμους, διαβόλους, τριβόλους! Εγώ στην Καρίτσα εδούλευα για ψωμάκι, για ξένους, γι’ άλλους. Δεν ήθελα να πάω στην Αθήνα.»Τελικά, γύρω στο καλοκαίρι του 1950, ο Διαμαντής πήγε στην Αθήνα όχι όμως για δουλειά αλλά για να κυνηγήσει αυτό το όνειρο από τα παιδικά του χρόνια να φύγει, να πάει στην Αμερική. Έφερε μαζί του δύο δήθεν υποστηρικτικά έγγραφα, το ένα ναι μεν αυθεντικό αλλά όπως αποδείχθηκε αδύναμο και αναποτελεσματικό, το άλλο απλά πλαστό. Το αυθεντικό, χειρόγραφη επιστολή από τον μπάρμπα-Γιώργη από την Αμερική που εγγυούταν δουλειά με μισθό για τον Διαμαντή στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά τίποτα άλλο. Το πλαστό, υπογεγραμμένη δήλωση από τον πρόεδρο του χωριού, Λεωνίδα Μαλαβάζο, γνωστός και ως «Μουρχούτας», ότι κατά τον Εμφύλιο ο Διαμαντής είχε τάχα τραπεί σε φυγή από την Καρίτσα. Κρυβότανε από χωριό σε χωριό για να μην πέσει στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Αυτή η δήλωση ήταν αναληθής. Ο Διαμαντής δεν είχε στοχοποιηθεί ποτέ από τον ΕΛΑΣ, αν και οι αντάρτες είχαν τις υποψίες τους για αυτόν. Ωστόσο ο χαρακτηρισμός «ανταρτόπληκτος» του επέτρεπε ευκολότερο δρόμο για να μεταναστεύσει από την Ελλάδα. Μερικοί μετανάστες στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές του 1950 είχαν τέτοια χαρτιά, κάποιοι δικαιολογημένα άλλα άλλοι όπως ο Διαμαντής όχι.
Δυστυχώς γι αυτόν, αν και τήρησε τη διαδικασία, αν και έκανε ό,τι μπορούσε, όσο περνούσε ο καιρός οι πιθανότητές του να «κερδίσει» μια βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες όλο και λιγόστευαν. Αλλά αδείλιαστος περισσότερο από ποτέ δεν παράταγε την ελπίδα, παρά το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η μετανάστευση προς στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε περιοριστεί, σχεδόν διακοπεί.
Ωστόσο ήταν ευγνώμων για τη χειρονομία από τον πρόεδρο του χωριού:
«O Λεωνίδας ο καημένος, ό,τι έλεγα το έκανε. Έδωσε πέρασε. Εκείνοι που ήταν εμπρός στα πράγματα το μάθανε αμέσως, εβάλανε αιτήσεις, γιατί ήτανε πολλοί που ήτανε έτσι, που ήτανε πραγματικά, όχι όπως εγώ. Εγώ ήμουνα ψεύτικα, άλλοι ήταν πραγματικά»
Αλλά, ο Διαμαντής δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το τί έκανε ή δεν έκανε ο μπάρμπας από την Αμερική που εκτός από ένα μόνο γράμμα δεν έδειξε άλλο ενδιαφέρον.
«Είχα "τσάντσι" (εννοεί chance = πιθανότητα) να πάω στην Αμερική με τον τρόπο, άμα ο θείος μου ήθελε με αρραβώνιαζε με μια κοπέλα και μ’ έπαιρνε, όπως εφύγανε πολλοί. Αλλά στο τέλος, αφού είδα κι απόειδα, γράφω και ‘γω ένα γράμμα, όποιος θέλει να φιλήσει, ξέρει πού είναι το μάγουλο. Δεν του ξανάγραψα τίποτα, δεν ήξερα να γράψω καθαρεύουσα, αλλά εκείνα που ήθελα να γράψω τα ‘γραφα. Όταν εβγήκα από το σχολείο, δεν ήξερα τίποτα, αλλά εκεί καθόμουνα με ένα καζαμία. Μήπως υπήρχε εφημερίδα; Μήπως υπήρχε τίποτες; Του είχα γράψει: "Δε μπορώ να ζήσω εδώ, είμαι ξυπόλητος, γυμνός, τρισάθλιος". Είχαν έρθει Αμερικάνοι από κει πέρα, γνωστοί του. Πήγα, τους είδα, είδαν τα χάλια μου, του το είπαν, δεν ενδιαφέρθηκε για τίποτα.»
Ο Διαμαντής ακούει για την Αυστραλία
Με το αμερικανικό όνειρο σχεδόν καταγκρεμισμένο γύρω του, ο Διαμαντής έστρεψε το βλέμμα αλλού, συγκεκριμένα αναζητώντας τη «Μεγάλη Νότια Γη», την Αυστραλία, για την οποία άκουσε για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Δημητρίου Μαλαβάζο, πιο γνωστός ως «Ο Μπέης», ευκατάστατος χωριανός που είχε περάσει χρόνια στην Αμερική.«Πρωτοάκουσα το όνομα Αυστραλία από τον "Μπέη". Ήμουνα στο Κοντό Αμπελάκι του γερό-Μπέη. Σκάφταμε, εγώ και ο Γιάννης ο Κατσάμπης "της Φιλιώς", ο Γιώργης "της Μαρούλας", και ο Χρήστος ο Μαλαβάζος "του Γιώργη". Καθίσαμε να φάμε και κουβεντιάζαμε, λέγαμε για την Αμερική και ο Μπέης λέει, "Να είχα ευκαιρία, για άλλο κράτος που είναι μακριά, η Αυστραλία είναι ευκαιρία, να πάει κανείς."»
Φαίνεται ότι από εκείνη τη στιγμή η ιδέα για την Αυστραλία μπήκε στη σκέψη του Διαμαντή. Γύρω στις αρχές του 1953, μαζί με τον καλό του φίλο τον Παναγιώτη Θεοδώρου Σταυριανό πήγαν μαζί στην Τρίπολη για να κάνουν χαρτιά για την Αυστραλία, παρόλο που ο Διαμαντής κάπως ακόμα δίσταζε αφού πάνω απ' όλα περίμενε το γράμμα από την αμερικανική πρεσβεία να πάει στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η αίτηση του Παναγιώτη δεν έγινε δεκτή γιατί ο πατέρας του μέχρι πριν από επτά χρόνια είχε μπλεχτεί με το αντάρτικο.
«Πήγαμε μαζί να μας εξετάσουνε, μας ψαχουλέψανε να βρούνε σε τι λάσπες κυλιόμασταν. Εγώ δεν φοβόμουνα να βρουν ότι ήμουνα αριστερός, αλά στον έρημο τον Παναγιώτη, του λένε, "Δεν είναι αρκετά τα γράμματά σου". Εγώ ήμουνα γραμματισμένος, εκείνος αγράμματος και δεν ήξερε να διαβάσει, λέει αυτός στο γραφείο, ήταν το κόκκινο μελάνι περασμένο. Επήρανε εμένα τον αγράμματο, ενώ εκείνον που είχε πάει κάποια τάξη στο σχολείο, εγώ δεν είχα πάει καθόλου!»
Σύντομα κατόπιν ο Διαμαντής αλλά όχι ο Παναγιώτης έλαβε γράμμα Τον καλούσαν να μεταναστεύσει στην Αυστραλία με πλοίο που αναχωρούσε τον Μάιο του 1953 κάτω από το πρόγραμμα της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Μετανάστευση (ΔΕΜΕ).
«Tον Παναγιώτη τον Σταυριανό τον κόψανε, και εκείνο καθαρό παιδάκι, δεκαοχτώ χρονών, και το κόψανε, λέγανε ότι δεν ήξερε να διαβάσει, και εγώ ήξερα. Κολοκύθια!»
Ο Διαμαντής δεν δέχτηκε αυτήν την προσφορά, να πάει με την πρώτη αποστολή στην Αυστραλία το Μάη, ούτε και τη δεύτερη τον Ιούνιο. Ανυπομονούσε πέρα και πάνω έστω και την τελευταία στιγμή να ακούσει από την Αμερική.
«Δεν έφυγα, γιατί περίμενα Αμερική να έρθει, εκεί με πόναγε το δόντι!»
Αλλά τα πράγματα ήταν σφιχτά καθώς το στρατιωτικό πλησίαζε, οπότε όταν του έγινε η τρίτη, και σίγουρα τελική, προσφορά δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και δέχτηκε.
«Κάπου 15 Ιουνίου το 1953 μου στέλνουν πάλι γράμμα για την Αυστραλία. Έρχεται ο Αύγουστος, τότε με είχανε τσιτώσει, ή να πάω στρατιώτης ή να πληρώσω το στρατιωτικό· εκείνα τα λεφτά που ήθελα να φέρω εδώ στην Αυστραλία θα τα πλήρωνα στον στρατό.»
Τελευταίες μέρες στην πατρίδα
Αφότου αποσύρθηκε από την πρώτη αποστολή να πάει με το πρώτο καράβι στις 14 του Μάη, καθώς και τη δεύτερη στις 14 ή 24 του Ιούνη, κρατώντας ακόμα απελπισμένα την ελπίδα του αμερικανικού ονείρου που τώρα ήταν θρυμματισμένο μια για πάντα, ο Διαμαντής επρόκειτο επιτέλους να μπαρκάρει στις 27 Σεπτεμβρίου 1953 με το υπερωκεάνιο Fairsea με προορισμό τη μεγάλη νότια γη της Αυστραλίας.Αν και τις περισσότερες φορές ο Διαμαντής μιλούσε για τις δύσκολες στιγμές στο χωριό, o αποχαιρετισμός από τον τόπο που γεννήθηκες δεν είναι ποτέ εύκολος, γλυκόπικρα συναισθήματα πλημμυρίζουν το νου και ο επίδοξος νεαρός μετανάστης με δάκρυα στα μάτια, αλλά και ελπίδα στην ψυχή εκδηλώνει μόνο όμορφες σκέψεις για το χωριό του:
«Η ζωή ήταν παράδεισος, η ζωή τότε, ας είχαμε φτώχεια. Άμα μπόραγες και έβγανες κανά μεροκαματάκι, κανά φραγκάκι, κανά δεκαπενταριά δραχμές, και πάενες στο μαγαζάκι, στη ταβερνούλα, και κέρναγες κανά εκατοσταράκι και λίγο μεζεδάκι, ε ρε Παναγιά μου, να είναι και το τραγούδι!»
Έθιμο ήταν στην Καρίτσα από παλιά, ότι όταν κάποιος χωριανός επρόκειτο να πάρει το δρόμο της ξενιτειάς πριν φύγει έκανε το γύρο του χωριού ακόμα και γειτονικά χωριά αποχαιρετώντας συγγενείς, φίλους, και γνωστούς. Το ίδιο και ο Διαμαντής στον οποίο δύο συναντήσεις έμειναν αξέχαστες:
Η πρώτη ήταν με τον Αναστάσιο Θεοδώρου Τούντα, πιο γνωστός ως «Έλιουρας». Ο Διαμαντής τον θεωρούσε πολύ έξυπνο. Του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η γνώση και ικανότητά του να συναρμολογεί ένα πυροβόλο από πολλά κομμάτια. Ίσως αυτό να είχε κάτι να κάνει με το ότι πριν περίπου δέκα χρόνια ο Έλιουρας ήταν ο πρωτεργάτης της επαναστατικής ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) στο χωριό.
«Ο Έλιουρας ήτανε πολύ έξυπνος, πολύ, πολύ, πολύ θυμητικό. Για νάρθω στην Αυστραλία μου περίγραψε την διαδρομή μου, και όπως μου το είπε έτσι ήτανε. Μου είπε τι να κάνω και τι θα συναντήσω, λες και είχε περάσει και τάξερε. Για το ταξίδι μου λέει, "Θα ξυπνήσεις ένα πρωί, θα βαδίζετε και τον ήλιο θα τον έχετε μπροστά σας, και ένα πρωί που θα ξυπνήσεις θα βλέπεις να βγαίνει ο ήλιος από πίσω σας." Μου είπε πολλά πράγματα, που αν τα έκανα θα έβγαινα κερδισμένος.»
Η δε δεύτερη ήταν με τη νόνα του Καλλιόπη Κοντορούπη στη Κουνουπιά που του έδωσε ορισμένες συμβουλές για το τί να κάνει και πού να κάτσει στην Αυστραλία.
«Εκεί που θα πας, να μην καθίσεις μέσα σε πόλη. Θα πας έξω από την πόλη, και θα αγοράσεις ένα χτήμα, γιατί οι Κοντορουπαίοι έτσι κάνανε τα χτήματά τους. Είχανε πάει έξω από πολυκατοικία. Μετά η πολυκατοικία μεγάλωσε και σκέπασε το χτήμα που είχανε με σπίτια και αυτοί γινήκανε μεγάλοι.»
Ο Διαμαντής αποχαιρέτησε κοντά ολόκληρο το χωριό, αλλά έπρεπε να περιμένει μια μέρα παραπάνω για τον πατέρα που είχε πάει στον Κάμπο του Ασωπού να φέρει ξερά σύκα για τον χειμώνα. Την Τρίτη 22 Αυγούστου πρωί πρωί αγκαλιάστηκε με τον πατέρα και τα συγκινημένα του αδέρφια: Γιώργη, 25 ετών, Ελένη, 21, Τούλα, 17, και το Θανάση, 11. Έλλειπε ο Δημήτρης (Τζίμης), 23, που υπηρετούσε στο Στρατό. Και τότε αμέσως ο Διαμαντής με μια βαλίτσα στο χέρι καβάλησε μουλάρι και το έβαλε για το Γεράκι, δρόμο μια ώρα, όπου πήδησε πάνω σε φορτηγό, διαδρομή άλλη μια ώρα, για τη Σπάρτη απ’ όπου έπιασε το λεωφορείο, οκτώ ώρες, για την Αθήνα φτάνοντας εκεί το ίδιο βράδυ.
«Στην Αθήνα, περάσαμε από κλίβανο, από επιτροπές. Κει βρήκα και τον Τάσο τον Πήλιουρα από το Γεράκι, τον ήξερα, ήταν ένα-δύο χρόνια μεγαλύτερος.»
Από τις τελευταίες μέρες στην Αθήνα πριν φύγει ο Διαμαντής θυμάται δύο αξέχαστες στιγμές αποτυπωμένες και οι δύο σε παλιές φωτογραφίες.
Μια είναι με τον μικρότερό του αδερφό το Τζίμη που υπηρετούσε στο στρατόπεδο στην Πεντέλη.
«Με το Tζίμη (αδερφό) έβγαλα τη φωτογραφία και πήγα στο καράβι. Πήρε ρούχα ξένα και φόραγε, απ' τον Αριστείδη τον μακαρίτη (εννοεί τον Αριστείδη Ζερβόπουλο, άντρα της πρώτης ξαδέρφης Αλεξάνδρας Χαγιά, στο σπίτι των οποίων φιλοξενούνταν στην Αθήνα). Πήγα για απάνω, μεσ' στα βουνά, πήγα και τους βρήκα που κάναν ασκήσεις, είχαν κατασκήνωση. Μεσ' στη νύχτα πήγα και τους βρήκα, σαν τσακάλι! Eτούτο το πράγμα και εγώ το θαυμάζουμε πώς το διάβολο πήγα και τους βρήκα μέσα σε ένα χωριό απάνω, σε ένα βουνό εκεί, ψηλά, έξω μακριά από την Αθήνα; Πήγα στην Άγια Παρασκευή, στην Αθήνα ανατολικά, ερώτησα, είπανε είναι στο τάδε μέρος ο λόχος. Με μπας (εννοεί bus = λεωφορείο) επήγα, μου είπαν πάρε το μπας το τάδε, πού και ποιά την τάδε ώρα. Πήρα το μπας, και ως που να πάω είχε νυχτώσει, ερώτησα που είναι ο λόχος τάδες και πήγα και τους εβρήκα. Toν πήρα (τον Τζίμη) και φύγαμε, ήρθαμε στην Αλεξάνδρα. Μου λέει (o λοχίας) εντάξει από μένα, όσες μέρες κάνει είναι δικαιολογημένος, αλλά άμα των πιάσουνε, εγώ δεν έχω τίποτα, «Kάνετε εσείς καλά» λέει, «Eγώ θα πω ήταν λιποτάχτης» Αχ! του κοπανίσαμε εκείνα τα ρούχα του Αριστείδη, εγίνηκε σπόρτης, ποιός το ξέρει μετά από πόσες μέρες ξανά γύρισε πίσω;»
Η άλλη φωτογραφία είναι βγαλμένη την Παρασκευή 25 του Σεπτέμβρη. Δύο μέρες πριν μπαρκάρει, ο Διαμαντής πέρασε από το «Καφενείο Λακωνία» κοντά στην Ομόνοια όπου συναντήθηκε με άλλους κοντοχωριανούς. Η αναμνηστική φωτογραφία απεικονίζει από αριστερά: Αντώνη Καραμίχα, Διαμαντή Χαγιά, Δημήτρη Μουρτζίκο, άγνωστο πρόσωπο, Βαγγέλη Κοντογιάννη, Τάσο Πήλιουρα και Ζαφείρη Μάδη.
Για τη φωτογραφία ο Διαμαντής λέει:
«Ο Δρούσιας ήταν στην Αθήνα έτσι, όχι ότι ερχόταν στην Αυστραλία, Γερακίτες ήταν στην Αθήνα, o Πήλιουρας ερχόταν και εγώ.»
Τα ναύλα για την Αυστραλία τα πλήρωσε η ΔΕΜΕ, αλλά πριν αναχωρήσει, ο Διαμαντής πέρασε από κλίβανο, κατόπιν του κάνανε ντους και του δώσανε το διαβατήριο αφού πρώτα πλήρωσε 500 δραχμές φόρο αναχώρησης. Του απομείνανε 1.000 δραχμές στην τσέπη για τα έξοδα πάνω στο πλοίο. Πάνω του θυμάται είχε και τέσσερις αγγλικές λίρες. Το ταξίδι αναμενόταν να διαρκέσει περίπου ένα μήνα.
Πάνω στο πλοίο
Το απόγευμα της Κυριακής, 27 Σεπτεμβρίου 1953, γύρω στη 1:00 μ.μ., στον Πειραιά, ο Διαμαντής ανέβηκε τη γέφυρα για να μπει στο υπερωκεάνιο Fairsea. Με το πρώτο του βήμα πάνω στο κατάστρωμα μονομιάς ένας εντελώς αλλιώτικος κόσμος άνοιγε μπροστά του. Το πλοίο έμοιαζε σαν «πλωτή πόλη» που επρόκειτο να αρμενίσει 15.000 περίπου χιλιόμετρα στις θάλασσες και ωκεανούς ώσπου να φτάσει στην Αυστραλία.Η πόλη αυτή είχε τα καλά και τα κακά της. Πρώτα απ' όλα είχε κανείς να κάνει με κάθε λογής καρύδι. Το πλοίο είχε περίπου 2.000 επιβάτες, 1.500 Γερμανούς και 240 Έλληνες, από τους οποίους περίπου 50 επέστρεφαν στην Αυστραλία μετά από διακοπές στην Ελλάδα. Ανάμεσα στους συνταξιδιώτες ήταν και τέσσερις Λάκωνες με τους οποίους ο Διαμαντής έκανε παρέα: οι κοντοχωριανοί Γιάννης Μήτρης και Τάσος Πηλιούρας από το Γεράκι, καθώς και ο Ηλίας Καρούνος από την Ταϋγέτη και ο Φώτης Μανωλάκος.
Ο Διαμαντής συνάμα ένιωθε τυχερός που είχε στη διάθεσή του ανέσεις που ούτε καν φανταζόταν στο χωριό: φώτα να φέγγουν με το πάτημα ενός κουμπιού, νερό να τρέχει με το γύρισμα μιας κάνουλας, ζεστό ντους στο διπλανό χώρο καθώς και σινεμά στο κατάστρωμα.
Το Fairsea ήταν πολύ μεγάλο καράβι αλλά χωρίς καμπίνες, απλά τεράστιους ανοιχτούς θαλάμους, ξεχωριστούς για άνδρες και γυναίκες στοιβαγμένους και στοιβαγμένες σε σειρές από τριώροφα κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο, τόσο στριμωγμένα που δεν μπορούσες να είσαι όρθιος πάνω σ’ αυτά. Οι τουαλέτες ήταν σε χωριστούς χώρους και όπου κι αν πήγαινες υπήρχε μια δυνατή μυρωδιά χλωρίνης. Μερικοί αρρώσταιναν τόσο από την απαίσια μυρωδιά όσο και από τις μεγάλες τρικυμίες στη θάλασσα.
Όπως και να έχει, στο Fairsea ο Διαμαντής έμαθε για πρώτη φορά τι θα πει ρουτίνα, κανονισμένες ώρες, τόπο και σειρά: πότε να ξυπνά, να κάνει ζεστό ντους, να έχει το καθένα από τα τρία ημερήσια γεύματα σε στρωμένα τραπέζια. Και κάτι άλλο, να είναι «κύριος», ολοένα ντυμένος στα καλύτερά του, να δείχνει τον καλύτερό του εαυτό στους χορούς, τη διασκέδαση, και το σινεμά στο κατάστρωμα.
Το πιο δύσκολο από όλα ήταν να μάθει να ανέχεται και στο τέλος να αποδέχεται τις διάφορες φυλές, πολιτισμούς, κουλτούρες και τρόπο ζωής των άλλων συνανθρώπων.
Έγχρωμους ανθρώπους ο Διαμαντής πρωτοείδε την πρώτη κιόλας βδομάδα, στο πρώτο λιμάνι που περάσανε, το Πορτ Σάιντ στην αιγυπτιακή ακτή. Μαζί με πολλούς άλλους κρεμόταν κι αυτός πάνω από τα κάγκελα του Fairsea κατενθουσιασμένος από τα σκουρόχρωμα παιδάκια που έπαιζαν μέσα στην θάλασσα, κάνανε βουτιές, κόλπα, και τσαλίμια προκειμένου να βρούνε τα κέρματα που τους έριχναν για να διασκεδάσουν οι ταξιδιώτες από το κατάρτι. Συνάμα, οι επιβάτες κάνανε παζάρια να αγοράσουν φθηνά αναμνηστικά από Αιγύπτιους εμπόρους που είχαν μαζευτεί στην προβλήτα. Τύλιγαν χρήματα σε μαντήλια δεμένα σε σχοινί, κατέβαζαν το σχοινί, στο οποίο οι έμποροι έδεναν τα ψώνια και όποια ρέστα, τράβαγαν το σχοινί πάνω και ολοκλήρωναν την αγορά! Οι Αιγύπτιοι στο Πορτ Σάιντ ξέρανε σπασμένα ελληνικά και για όποιο λόγο που ο Διαμαντής βρήκε περίεργο και δεν το καταλάβαινε αποκαλούσαν τους ταξιδιώτες «Σαχλαμπούχα!» Το πλοίο έμεινε στο Πορτ Σάιντ για δύο με τρεις ώρες πριν συνεχίσει για τη Διώρυγα του Σουέζ.
Φεύγοντας από τη Διώρυγα το πλοίο μπήκε στην Ερυθρά Θάλασσα και προχώρησε στο λιμάνι του Άντεν της Αιθιοπίας. Οι επιβάτες αποβιβάστηκαν εκεί και έμειναν για λίγες ώρες για να δουν την πόλη. Εδώ ο Διαμαντής ήρθε για πρώτη φορά σε στενή επαφή με τα διαφορετικά χρώματα του ανθρωπινού δέρματος –το ανοιχτό, το μαύρο και κάθε λογής ενδιάμεσο- καθώς και με την εξαιρετικά διακοσμητική και πολύχρωμη ενδυμασία κοινή σε άλλους πολιτισμούς, σε αυτήν την περίπτωση στην Αιθιοπία, την χώρα με τη μεγαλύτερη ποικιλία, με 90 διαφορετικές εθνοτικές ομάδες που μιλούν περισσότερες από 80 γλώσσες!
«Μες το Άντεν που περάσαμε, κάτι μαύροι, κάτι αρκουδιάδες, με κάτι κουρέλια, με κάτι σκουλαρίκια μέχρι εκεί κάτω, στη μύτη, στα αυτιά, με κάτι σαντάλια, κάτι αλυσίδες μέχρι κάτου στα γόνατα, με φουστάνια, κόσμος εκεί μαλλί!»
Από το Άντεν το πλοίο έπλευσε νοτιοανατολικά για να περάσει τον Ινδικό Ωκεανό. Εδώ, στην απεραντοσύνη του μεγάλου ωκεανού, ο Διαμαντής άρχισε ημερολόγιο να γράφει όσα έβλεπε στο ταξίδι. Και έτσι μαθαίνουμε το ζήλο του για το θαύμα της φύσης, τη μεγάλη του χαρά κάθε φορά που έβλεπε δελφίνια να κολυμπούν και να χοροπηδούν όλα μαζί, ή μεγάλες φάλαινες να ανεβαίνουν στην επιφάνεια του ωκεανού να αναπνέουν και να πλησιάζουν το πλοίο. Την 26η ημέρα αντίκρισαν τη δυτική ακτή της Αυστραλίας, ελλιμένισαν περίπου 10 ώρες στο Φρήμαντλ πριν συνεχίσουν το ταξίδι προς τον τελικό τους προορισμό.
Το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού, αυτό από το Φρήμαντλ μέχρι το λιμάνι της Μελβούρνης, απόσταση περίπου 3.000 χιλιομέτρων, περνάει το Μεγάλο Αυστραλιανό Κόλπο και φάνηκε το πιο δύσκολο αλλά και το πιο συναρπαστικό. Εδώ οι καταιγίδες και οι τρικυμίες δυσκόλεψαν το Fairsea, αλά τα καταπληκτικά θαλάσσια πλάσματα -μεγάλοι λευκοί καρχαρίες, μπλε φάλαινες, θαλάσσια λιοντάρια, αετοί και άλμπατρος να μην αναφέρουμε τα απίστευτα βράχια πάνω στην κακοτράχαλη ακτογραμμή- ποτέ δεν ξεχνιόνται. Ίσως μια πρόγευση ότι αυτή η νησιωτική ήπειρος, η καινούργια τους πατρίδα κάτω από το Σταυρό του Νότου, είναι πράγματι μοναδική και θα είναι τόσο πολύ διαφορετική από ό,τι είχαν βιώσει ή φανταστεί ή ποτέ περίμεναν!
Πρώτη μέρα στην Αυστραλία του πρώτου Καριτσιώτη
Ωστόσο ακόμα δεν ήξερε πού στην απέραντη αυτή χώρα ο άνεμος θα λάχει να τον σκορπίσει; Πού θα εγκατασταθεί; Και, τί ακριβώς τον περίμενε; Κείνη τη στιγμή, κει πάνω στην προβλήτα του λιμανιού κοιτάζοντας με αγωνία το γύρω περιβάλλον δεν ήταν παρά ένας αριθμός σε μια καρτέλα με ένα κίτρινο κουμπάκι καρφιτσωμένο στο πέτο στο σακάκι του. Ίσως το ίδιο ένιωθαν και οι τέσσερις συμπατριώτες Λάκωνες δίπλα του: ο Γιάννης Μήτρης και ο Τάσος Πηλιούρας από το Γεράκι, ο Ηλίας Καρούνος από την Ταϋγέτη και ο Φώτης Μανωλάκος, όλοι με καρτέλες και όμοια κίτρινα κουμπάκια.
Οι τέσσερις αναρωτιόνταν γιατί σε άλλους συνεπιβάτες είχαν δοθεί άλλα κουμπάκια: μπλε, ροζ, μοβ, λευκά καθώς και τα κίτρινα τους; Είχε κάποια σημασία αυτό;
Κάποια στιγμή ένας από τους γραβατωμένους υπεύθυνους κατεύθυνε τους τέσσερις, μαζί με όλους τους άλλους με κίτρινα κουμπάκια, σε ένα από τα πολλά λεωφορεία που μετέφεραν τους νεοφερμένους σε διάφορους ξενώνες στην πόλη της Μελβούρνης.
Έμειναν κει μόνο μια βραδιά, αλλά περνώντας μέσα από την άγνωστη πολιτεία οι τέσσερις σχολιάζανε και θαυμάζανε αναμεταξύ τους το πράσινο όλο γύρω, τα πάρκα, τους κήπους, τα καλοδιατηρημένα νεοκλασικά δημόσια κτίρια, καθώς και τα τόσα και τόσα τραμ που διέσχιζαν την πόλη και τα προάστια. Τότε ο πληθυσμός της Μελβούρνης ήταν περίπου ενάμισι εκατομμύριο και η ελληνική κοινότητα δυο-τρεις χιλιάδες το πολύ. Ξεφεύγουμε σε παρένθεση να πούμε ότι σήμερα ο πληθυσμός της πόλης είναι γύρω στα πέντε εκατομμύρια ενώ το ελληνικό στοιχείο ξεπερνά τις πεντακόσιες χιλιάδες. Γι’ αυτό και οι σημερινοί Ελληνοαυστραλοί Μελβουρνιώτες καυχιούνται ότι είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη στον κόσμο, μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Κείνο το βράδυ στον ξενώνα ακουμπώντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι o Διαμαντής είχε κάποιο χρόνο να σκεφτεί. Ναι, ήταν ο πρώτος από το χωριό που έφτασε σε τούτη τη χώρα. Αλλά ένιωθε μαζική φυγή επρόκειτο να εκραγεί ιδίως μετά από τη συμφωνία της Ελλάδας με την Αυστραλία και το άνοιγμα στην Αθήνα το 1952 γραφείου της ΔΕΜΕ με σκοπό τη διευκόλυνση και γρήγορη διαδρομή όσων ήθελαν να μεταναστεύσουν.
Εκ των υστέρων, το προαίσθημα του Διαμαντή, αποδείχτηκε σωστό, ίσως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι κι ο ίδιος φανταζόταν. Ποιος θα μπορούσε να το προβλέψει, ποιος θα το πίστευε ότι στα επόμενα χρόνια ένας στους τρεις άντρες, γυναίκες και παιδιά θα αποχαιρετούσαν την Καρίτσα για μια καλύτερη ζωή στους αντίποδες της γής!
Η διαμονή του Διαμαντή στη Μελβούρνη ήταν πολύ σύντομη. Είχε κίτρινο κουμπάκι κι έτσι την άλλη μέρα το πρωί μαζί με όλους τους άλλους «κίτρινους» κατευθύνθηκε σε τρένο με προορισμό το Κέντρο Υποδοχής και Εκπαίδευσης Μεταναστών στη Μπονεγκίλα στη βορειοανατολική Βικτώρια, κάπου 260 χιλιόμετρα, περίπου οκτώ ώρες, από τη Μελβούρνη.
Όπως αποδείχθηκε, υπήρχε πράγματι νόημα πίσω από την τρέλα των χρωματιστών κουμπιών. Έδειχναν τον επόμενο προορισμό. Το μπλε σήμαινε ότι δικοί και φίλοι τους περίμεναν, το ροζ ήταν για τη Νότια Αυστραλία, το μωβ για την Τασμανία, οι ελεύθερες γυναίκες είχαν λευκά, ενώ αυτοί με τα κίτρινα ήταν για τη Μπονεγκίλα.
Στη διαδρομή προς τη Μπονεγκίλα ο Διαμαντής ένιωθε αγχωμένος. Τι άραγε να τον περίμενε; Πότε, πού και πώς θα έβρισκε δουλειά, επιτέλους να τακτοποιηθεί και να ξεκινήσει κι αυτός να φτιάχνει τη ζωή του;
Μπονεγίλα: Υποδοχή στη μέση του πουθενά
«Λαμαρινούπολη» με αμέτρητες λότζες |
Σε λίγο, κατεβαίνοντας από το τρένο στην πλατφόρμα του Σταθμού, ο Διαμαντής έμεινε με το στόμα ανοιχτό απ’ το τί ξεχώριζε μπροστά του. Μια «λαμαρινούπολη» περιφραγμένη μέσα σε μια απέραντη, μάλλον ατέλειωτη, μάντρα δίπλα σε μια λίμνη στη μέση του πουθενά. Πιο κοντά βλέπει το φράχτη με συρματοπλέγματα και υπό τη συνεχή παρακολούθηση ειδικής φρουράς. Και κάτι άλλο, η μάντρα ήταν γιομάτη από αμέτρητες «λότζες» φτιαγμένες από αυλακωτές λαμαρίνες και τοποθετημένες κατά μήκος λωρίδων και μικρών σοκακιών.
Αυτό λοιπόν ήταν το Κέντρο Υποδοχής και Εκπαίδευσης Μεταναστών «Μπονεγκίλα». Το περίεργο όνομα λένε το πήρε από λέξη των ντόπιων Ιθαγενών που σημαίνει «βαθιά τρύπα νερού», προφανώς η λίμνη.
Μεταναστόπουλα παίζουν μπάλα σε κάποιο από τα σοκάκια |
Κυριότερος σκοπός του κέντρου ήταν τάχα να παρέχει μαθήματα αγγλικών και να εκπαιδεύει τους νεοφερμένους στις αυστραλιανές αξίες και τρόπο ζωής ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν πιο άνετα στην ευρύτερη καινούργια κοινωνία. Πιο ρεαλιστικά, όμως, έτσι εύκολα γρήγορα και απλά, να προσφέρει προσωρινή στέγαση μέχρι να τους βάλουν σε δουλειές όπου υπήρχε έλλειψη, δηλαδή στα μεγάλα εργοστάσια στη βαριά βιομηχανία και στις αγροτικές περιοχές που δεν καταδέχονταν οι ντόπιοι ούτε, πρέπει να πούμε, και οι νεοφερμένοι βρετανικής καταγωγής.
Οι υπεύθυνοι αξιολογούσαν τους μετανάστες και τους έστελναν σε κενές θέσεις εργασίας όπου διαπίστωναν ανάγκη σ' ολόκληρη τη χώρα, στην αχανή αυτή νησιωτική ήπειρο. Ο Διαμαντής πέρασε δεκαπέντε μέρες στη Μπονεγκίλα περιμένοντας τους υπεύθυνους να του βρουν δουλειά. Πρώτα του πρότειναν να πάει να μαζεύει σπαράγγια στο Κουίνσλαντ και κατόπιν να κλαδεύει ζαχαροκάλαμο ξανά στο Κουίνσλαντ. Δεν πήρε ούτε τη μία ούτε την άλλη, δεν ήθελε να πάει τόσο μακριά προς τον τροπικό βορρά.
Του άρεσε και δέχτηκε την τρίτη πρόταση να εργαστεί σε μεγάλη φάρμα με άλογα, βόδια και πρόβατα στα περίχωρα μιας μικρής πόλης με το όνομα Κάστερτον στη δυτική Βικτώρια όπου το κλίμα έμοιαζε περισσότερο μ' αυτό της Ελλάδας. Έτσι λοιπόν γύρω στις 13 του Νοέμβρη 1953 η διαμονή του στη Μπονεγκίλα έφτασε στο τέλος. Ο Διαμαντής πήρε τη βαλίτσα με όλα τα υπάρχοντά του και το έβαλε με έναν άλλο συμπατριώτη, το Θοδωρή από την Ήπειρο, για το Κάστερτον, κάπου 600 χιλιόμετρα μακριά. Πήραν πρώτα το τρένο ίσαμε με τη Μελβούρνη κι από κει λεωφορείο ως το Κάστερτον. Δεν το ήξερε τότε, το έμαθε κατοπινά ότι στους επόμενους μήνες κι άλλοι χωριανοί από την Καρίτσα θα τύχει να φιλοξενηθούν στην Μπονεγκίλα και κάποτε κάπου στο μέλλον ο ίδιος θα έχει κάτι να κάνει με τον καθένα απ’ αυτούς.
- Ο Γιάννης Κατσάμπης «της Φιλιώς» με τη γυναίκα του τη Χριστίνα, κι οι δυο 26 χρονών, μαζί το μωρό τους γιο Δημήτρη, 11 μηνών, πέρασαν από τη Μπονεγκίλα στα μέσα του Γενάρη το 1954. Ήρθαν στην Αυστραλία με το Fairsea, ένα ταξίδι μετά απ' τον Διαμαντή.
- Ο Αργύρης Κατσάμπης «Βατσούρας», 40 χρονών, με τη γυναίκα του την Καλλιόπη, 28, και τα μωρά Γιάννη, 2½ χρονών, και Σαράντο, 13 μηνών, βρέθηκαν κει τον Απρίλη.
- Ο Θανάσης Αντώνης «Λοχίας», 31 χρονών, με τη γυναίκα του τη Μαργαρίτα, 30, και τα μωρά Παναγιώτη, 16 μηνών, και Κώστα, 6 μηνών, έφτασαν τον Ιούνη.
- Ο Διαμαντής Μαλαβάζος «Ρουμάνος», 30 ετών εργένης, πέρασε κι αυτός από τη Μπονεγκίλα στα μέσα το Νοέμβρη το 1954.
Αυτοί οι τέσσερις μαζί με τον Διαμαντή Χαγιά απότελούν τους πρώτους κρίκους της «μεταναστευτικής αλυσίδας» που μέσα σε 15 χρόνια έμμελε να αδειάσει τη γενέτειρά τους την Καρίτσα από το ένα τρίτο του πληθυσμού της: άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά όχι γέροντες και γερόντισσες!
Ο Διαμαντής δεν ήταν αρνητικός για τη διαμονή του στη Μπονεγκίλα, αλλά ούτε φανέρωσε ποτέ νοσταλγία ή πεθυμία να ξαναεπισκεφτεί τον τόπο. Παρόλα αυτά, μερικά επίμονα ερωτήματα παραμένουν:
- Γιατί η Μπονεγκίλα, το μεγαλύτερο κέντρο «υποδοχής και εκπαίδευσης μεταναστών», ήταν αποκλειστικά για νεοφερμένους από μη αγγλόφωνες χώρες; Γιατί τους βρετανικής καταγωγής μετανάστες θέλησαν να τους φιλοξενούν ξεχωριστά αλλού;
- Γιατί αυτό το κέντρο, σε αντίθεση με τ' άλλα, βρισκόταν σε τόσο απομακρυσμένο τόπο της χώρας;
- Γιατί ήταν απαραίτητο να επιβλέπεται από φρουρούς, ώρες ώρες οπλισμένους;
- Γιατί τα συρματοπλέγματα;
Κάστερτον: Προβατάδες, βοδάδες, ακόμα και αλογάδες
Είχε νυχτώσει και έβρεχε όταν οι δυο νεοφερμένοι Έλληνες εργάτες απεσταλμένοι από την Μπονεγκίλα κατέβηκαν από το λεωφορείο στο κέντρο του χωριού. Καλή τους τύχη όλα πήγαν καλά, εκεί μέσα στο υγρό σκοτάδι τους περίμενε ο γιος του αφεντικού να τους πάει στη φάρμα 18 χλμ έξω στα περίχωρα.
Φανερά κατακουρασμένοι και νυσταγμένοι, όταν έφτασαν στην φάρμα τους έκανε νόημα και μετά τους έδειξε το χώρο των εργατών, όπου θα έμεναν όσο δουλεύανε εκεί. Ο ένας πίσω από τον άλλον με βαλίτσες στο χέρι, ένα βήμα μέσα από την πόρτα μπροστά τους απλωνόταν ένας μεγάλος χώρος, κοντά πενήντα δωμάτια, πολλά κρεβάτια και τέσσερις πλήρως εξοπλισμένες κουζίνες. Άδεια όλα, εκτός από τους ίδιους ούτε ψυχή, διάλεξε και ξάπλωσε! Ήταν εκτός εποχής, η κούρα των προβάτων, η εποχή κάθε χρόνο με την πιο πολύ δουλειά, είχε κιόλας τελειώσει εδώ και τρεις-τέσσερις εβδομάδες, οι κουρευτές είχαν φύγει και τα δωμάτια αδειάσει. Αργότερα μάθανε ότι αυτή η μονάδα και το σύμπλεγμα δωματίων ήταν μέρος του «οίκου δημοπρασιών» στη φάρμα, ο κύριος τρόπος με τον οποίο οι περισσότεροι Αυστραλοί παραγωγοί μαλλιού τότε πούλαγαν και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να πουλάνε το μαλλί. Όταν δεν γίνονταν οι πλειστηριασμοί, τα είχαν για τους κουρευτές και άλλους εργάτες. Τα χρόνια εκείνα το μαλλί ήταν η κύρια εξαγωγή της Αυστραλίας και το μαλλί μερινό, ειδικότερα, το θεωρούσαν το καλύτερο στον κόσμο.
Την άλλη μέρα ο Διαμαντής και ο Θοδωρής γνώρισαν τον φαρμαδόρο, το μεγάλο μπόση (εννοεί big boss = μεγάλο αφεντικό ) που τον λέγανε Ντόκτορ Κρόσλι. Ο Ντόκτορ Κρόσλι ήταν κάθε άλλο παρά ο συνηθισμένος αγρότης που θα περίμενε κανείς. Αξιοπρεπής, ευγενικός, σιγομίλητος και πολύ κατανοητός ήταν γιατρός στο επάγγελμα αλλά είχε πρόσφατα αποσυρθεί από την ιατρική προκειμένου να διαχειρίζεται αυτή την πολύ μεγάλη φάρμα που κληρονόμησε από τα πεθερικά του.
Όλα όλα μαζί, ο Ντόκτορ Κρόσλι είχε δώδεκα ίσαμε δεκατρείς χιλιάδες πρόβατα, βόδια και πολλά άλογα, μέσα σε μια φάρμα τόσο μεγάλη που την έκτασή της ο Διαμαντής σε όλο το διάστημα που δούλεψε εκεί ποτέ δεν μπόρεσε να υπολογίσει, ούτε την περισσότερη να περπατήσει, ούτε καν το τέλος της να αντικρίσει. Όταν ο Θοδωρής είδε τόσα πολλά πρόβατα στη φάρμα τα μάτια του φωτίστηκαν, αντίδραση για την οποια ο Διαμαντής έλεγε:
«Ένας άλλος τσοπάνης εκεί, προβατάς, μόλις είδε πρόβατα, άνοιξε η καρδιά του. Έτρωγε σαν σκύλος, κρέας κάθε μέρα».
Ο Ντόκτορ Κρόσλι ξήγησε στους νέους του εργάτες ο εβδομαδιαίος τους μισθός θα είναι 11 λίρες και ότι θα τους δίνει το φάκελο με την πληρωμή ανά δεκαπενθήμερο: 20 λίρες και 17 σελίνια στην τσέπη, ενώ 1 λίρα και 3 σελίνια θα τα στέλνει ως φόρο εισοδήματος στην Αυστραλιανή Φορολογική Υπηρεσία.
Σαν αντάλλαγμα ζητούσε απ’ τους δυο να δουλεύουν ως προβατάδες, βοδάδες και αλογάδες οκτώ ώρες κάθε μέρα, πέντε μέρες την εβδομάδα, Δευτέρα έως Παρασκευή καθώς και τέσσερες ώρες κάθε Σάββατο πρωί. Τα εργασιακά τους καθήκοντα πολύ απλά: να κάνουν ό,τι τους έλεγε ο ίδιος, nα ταΐζουν τα σφαχτά και να τα πηγαίνουν από το ένα λιβάδι στο άλλο, να συντηρούν τους φράκτες μέσα και γύρω απ' τη φάρμα, και να κρατάνε τα μαντριά και τους στάβλους καθαρούς.
Το εβδομαδιαίο ωράριο για τους δύο νεοφερμένους τους παρείχε 1½ μέρα ξεκούρασης, το λεγόμενο «γουικέντ», δηλαδή το απόγευμα του Σαββάτου και όλη μέρα κάθε Κυριακή. Το πρώτο Σάββατο απόγευμα, 21 του Νοέμβρη, το αφεντικό κανόνισε ο γιος του να τους πάει με αμάξι στο κέντρο του Κάστερτον. Τα δεντρόφυτα δρομάκια του χωριού, τα όμορφα παλιά κτίρια, και τα χαρούμενα πρόσωπα των περαστικών τους έκαναν άμεση και ευχάριστη εντύπωση. Μα αυτό που έκανε την πρώτη τους βόλτα στο χωριό αξέχαστη ήταν όταν τους πήγε σε ένα μαγαζί να τους συστήσει στον ιδιοκτήτη. Ήταν Έλληνας! Τους χαιρέτησε Ελληνικά!
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπορούσαν να κρύψουν την τεράστια έκπληξη αλλά και τη χαρά που ένιωσαν συναντώντας συμπατριώτη και ακούγοντας την μητρική τους γλώσσα την Ελληνική έτσι τυχαία κι εκεί που δεν το περίμεναν σ’ αυτό το μικρό αγροτικό χωριό στην επαρχιακή Αυστραλία. Πείτε το σύμπτωση, πείτε το μοίρα, πείτε το όπως θέλετε ο συμπατριώτης έτυχε να 'ναι συντοπίτης του Θοδωρή από την Ήπειρο.
Τον ηλικιωμένο συμπατριώτη μαγαζάτορα, γύρω στα εξήντα του, ο γιος του Ντόκτορ Κρόσλι τους τον σύστησε απλά ως «Θωμά», αλλά από σεβασμό ο Διαμαντής και ο Θοδωρής τον λέγανε «μπάρμπα-Θωμά». Ήταν ο μόνος Έλληνας κάτοικος του Κάστερτον και είχε το Ελληνικό Καφέ. Σχεδόν κάθε χωριό σ' αυτά τα μέρη στην επαρχία στις δεκαετίες του 1930, του 1940 και του 1950 είχε κι ένα ελληνικό καφέ. Το καφέ του μπάρμπα-Θωμά ήταν ανοιχτό από τις 7 το πρωί έως τα μεσάνυχτα επτά ημέρες την εβδομάδα. Τα φαγητά φτηνά, όχι μεγάλης ποικιλίας αλλά από κείνα που προτιμούσαν οι ντόπιοι: μπριζόλα με αυγά, μιξ γκριλ, πατάτες τηγανιτές με ψάρι. Ο μπάρμπα-Θωμάς είχε εγκατασταθεί εκεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 αλλά μόλις πριν πέντε χρόνια είχε φέρει στην Αυστραλία τη γυναίκα του, την κόρη τους, καθώς και την αδελφή του. Φιλικός και ζεστός, από την πρώτη στιγμή ένιωσαν και οι δυο μια αίσθηση ασφάλειας, σιγουριάς και προστασίας απέναντι του καθώς ο συμπατριώτης πήρε τους δύο νεοφερμένους υπό την προστασία του. Το ίδιο απόγευμα άφησε τη γυναίκα και την κόρη στο μαγαζί και πετάχτηκε μια βόλτα με τους νέους γύρω στο κέντρο του χωριού να τους δείξει πού και πως να ψωνίσουν τα τρόφιμα που θέλανε για την βδομάδα μπροστά τους.
Όταν τελείωσαν τα ψώνια κι όλα αυτά που θέλαν να κάνουν, τους πήγε στην πιάτσα των ταξί για να ξαναγυρίσουν στη φάρμα. Πριν φύγουν όμως, τους είπε το άλλο Σάββατο να σταματήσουν δουλειά το μεσημέρι και να τους φέρει ο γιος του Ντόκτορ Κρόσλι πάλι στο μαγαζί του για να τους φιλοξενήσει.
Τριάντα τόσα χρόνια στην Αυστραλία, ο μπαμπά-Θωμάς είχε αφομοιωθεί άνετα πλέον με τον αυστραλιανό τρόπο ζωής. Από τον μπάρμπα-Θωμά το επόμενο Σαββατοκύριακο έμαθαν το 1ο τους μάθημα σχετικά με τους εδώ τρόπους: οι Αυστραλοί δεν είναι ψηλομύτες όπως οι Άγγλοι, ούτε καυχησιάρηδες όπως οι Αμερικάνοι, είναι απλά λαός που του αρέσει να πίνει και το νέκταρ των Θεών δω κάτω δεν είναι κοκκινέλι από τη Γράμμουσα ούτε κείνο από τη Μονεμβασιά, είναι μπύρα, πολλή μπύρα κρύα και παγωμένη. Κι αυτό ακριβώς συνέβη. Από τη στιγμή που ο γιος του Ντόκτορ Κρόσλι τους άφησε στο μαγαζί, οι τρεις τους, ο Διαμαντής, ο Θοδωρής, και ο μπάρμπα-Θωμάς συνέχισαν να πίνουν μέχρι τα ξημερώματα τη Δευτέρα όποτε ο μπάρμπα-Θωμάς τους φόρτωσε σε ένα ταξί, προπλήρωσε το αγώι ο ίδιος και τους έστειλε πίσω στη φάρμα.
Βδομάδα με βδομάδα, χωρίς να το καταλάβουνε, τους έγινε συνήθειο να περνάνε τα Σαββατοκύριακα στο Κάστερτον στο μαγαζί και σπίτι του μπάρμπα-Θωμά απ’ όπου δημιούργησαν τις πρώτες τους γνωριμίες και φιλίες στη νέα χώρα. Πράγματι η πρώτη ουσιαστική φιλία του Διαμαντή ήταν ο μπαρμπά-Θωμάς, ο πρώτος κρίκος του νέου κοινωνικού του δικτύου που θα αναπτύξει σε αυτή τη χώρα, και που θα τον οδηγήσει στις επικείμενες μελλοντικές του κατευθύνσεις. Σεβόταν και πάντα εκτιμούσε το χέρι βοηθείας που του είχε απλώσει ο μπάρμπα-Θωμάς τόσο πιο πολύ όταν πράγματι το χρειαζόταν περισσότερο, στην αρχή. Όλη του τη ζωή στην Αυστραλία, ο Διαμαντής είχε σχέσεις κυρίως με Έλληνες και κάποιους άλλους μετανάστες, δεν είχε πολλές επαφές με Αγγλοαυστραλούς και καθόλου με τους Ιθαγενείς.
Το 2ο πολύ χρήσιμο μάθημα που τους έκανε ο μπάρμπα-Θωμάς ήταν πώς να κάνουν «χιτς χάικ» (εννοεί hitchhike = ώτοστοπ) αρκετά συνηθισμένο και αποδεκτό στην επαρχιακή Αυστραλία όταν κάποιος θέλει να πάει από το ένα χωριό στο άλλο και δεν έχει όχημα. Κι έτσι τα απογεύματα του Σαββάτου ο Διαμαντής και ο Θοδωρής συχνά τραβούσαν με τα πόδια μέχρι τη δημοσιά, όπου έστηναν καρτέρι και σήκωναν το χέρι ψηλά μπας και λάχει να σταματήσει κανάς Χριστιανός να τους πάει στο Κάστερτον.
Στου μπάρμπα-Θωμά γινήκανε στενοί με έναν Χριστιανό Ορθόδοξο από τη Συρία. Μάλιστα τους έκανε τραπέζι στο σπίτι με την οικογένειά του. Ήταν ένα συναισθηματικό γεύμα για το Διαμαντή, νόστιμο φαγητό της κατσαρόλας σχεδόν όπως στην Καρίτσα που τόσο ήδη είχε πιθυμήσει.
Κάποια Κυριακή στα μέσα του Φλεβάρη 1954, άλλος φίλος εργένης πήρε όλη την παρέα σε μια, όπως απεδείχθη, αλησμόνητη ημερήσια εκδρομή στο Πορτ Μακντόνελ στα νοτιοανατολικά της Νότιας Αυστραλίας. Εκείνη τη μέρα έκαναν εξαίρεση και δεν άνοιξαν το μαγαζί. Έτσι έξι νοματαίοι, ο οδηγός, ο μπάρμπα-Θωμάς με τη γυναίκα του και την κόρη τους, ο Θοδωρής κι ο Διαμαντής όλοι στριμωγμένοι αλλά γεμάτοι χαρά μέσα στο αμάξι κάνανε καμιά 200 χιλιόμετρα πέρα δώθε, πολύ ευχάριστα και άξιζε τον κόπο. Το Πορτ Μακντόνελ ήταν ένα μικρό ψαροχώρι 280 κατοίκων, μικρότερο από την Καρίτσα, αλλά με ένα μαγευτικό λιμανάκι που την ημέρα κείνη έσφυζε από ζωή και εμπορική κίνηση καθώς είχε μπει για τα καλά στην εποχή της αλιείας και πώλησης αστακών, ο θησαυρός του χωριού.
Στον γυρισμό ο μπάρμπα-Θωμάς ήθελε να κάνουν μια μικρή λοξοδρόμηση και να περάσουν από το μαγαζί των συμπεθέρων του στο Μάουντ Γκάμπιερ για καφέ, 30 χλμ. από το Πορτ Μακντόνελ και 70 χλμ. από το Κάστερτον
Κείνο το βράδυ ο Διαμαντής ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μέσα στις σχεδόν άδειες αίθουσες των δημοπρασιών πίσω στη φάρμα, βρισκόταν σε δίλημμα. Του άρεσε το Πορτ Μακντόνελ αλλά ο καφές και η κουβέντα στο Μάουντ Γκάμπιερ του κέντρισε έντονο ενδιαφέρον. Απ’ αυτά που άκουσε εκεί, το Μάουντ Γκάμπιερ ήταν πολύ κατάλληλο για την επόμενη μετακίνησή του. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι είχε φτάσει η ώρα αλλά έπρεπε να λάβει υπόψη του και να ζυγίσει όλα. Από τη μια του άρεσε η δουλειά στη φάρμα, είχε καλό αφεντικό και είχε ήδη αναπτύξει γνωριμίες και φιλίες στο Κάστερτον. Ο μπάρμπα-Θωμάς φρόντιζε να τον κρατήσει. Από την άλλη, όσο καλός κι αν ήταν ο Ντόκτορ Κρόσλι, οι 11 λίρες που κέρδιζε κάθε βδομάδα ισοδυναμούσαν με τον κατώτατο μισθό για έναν ανειδίκευτο εργάτη, ούτε μια δεκάρα παραπάνω. Αν ήξερε να οδηγάει φορτηγάκι και τρακτέρ, ο Ντόκτορ Κρόσλη του είχε προσφέρει δουλειά με περισσότερα χρήματα να πηγαίνει να φτιάνει τους φράκτες και άλλες υποδομές γύρω στη φάρμα. Το αγροτόπαιδο από την Καρίτσα όμως δεν ήταν έτοιμο γι αυτά. Αγωνιούσε ωστόσο να αυγατήσει τις αποταμιεύσεις του στην τράπεζα. Τελικά αυτό και μόνο αυτό τον έκανε να φύγει από τη φάρμα και αναζητήσει περισσότερες ευκαιρίες εργασίας και μεγαλύτερα κέρδη αλλού.
Μάουντ Γκάμπιερ: Σκαφτιάς, πριονάς, ακόμα και πιατάς
Ο Διαμαντής, τρίτος από αριστερά, με το προσωπικό του Australia Café το 1954 |
Μάουντ Γκάμπιερ από ψηλά |
Ο Διαμαντής έφτασε στο Μάουντ Γκάμπιερ γύρω στα μέσα του Φλεβάρη το 1954, ντάλα καλοκαίρι, με πρώτο του στόχο αμέσως να βρει κάπου να μείνει και κατόπιν κάπου να δουλέψει.
Πρώτα πέρασε από το Australia Café, ένα πολύχρωμο στολισμένο μαγαζί στο κέντρο της πόλης που για να είναι αρεστό στους ντόπιους ήταν διακοσμημένο με βρετανικά βασιλικά μοτίβα: πορτρέτο της βασίλισσας Ελισάβετ, σημαιάκια από τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, καθώς και ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο γύρω στο τοίχο με το βασιλικό εθνόσημο και το σύνθημα «Ο Θεός σώζει τη Βασίλισσα!» Η στήριξη της βασιλείας στο Μάουντ Γκάμπιερ κείνο τον καιρό ήταν στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, πιο πολύ ύστερα από τη στέψη της νεαρής βασίλισσας περίπου έξι μήνες νωρίτερα και ακόμα περισσότερο με την επίσκεψη της βασιλικής της υψηλότητας στη μικρή επαρχιακή πόλη κανά δέκα μέρες μετά το Διαμαντή. Το μαγαζί ήταν της οικογένειας Κυπραίου, συμπέθεροι του μπάρμπα-Θωμά, που τους είχε συστήσει στο Διαμαντή μόλις μια-μιάμιση βδομάδα πριν. Ήταν μια μεγάλη, όμορφη, πολύ φιλόξενη προσφυγική οικογένεια που αν και το όνομά τους το υποδηλώνει έντονα, δεν ήταν κυπριακής καταγωγής, ήταν όντως Μικρασιάτες πρόσφυγες που μετά από τους διωγμούς και τα βάσανα που υπέστησαν στη Δυτική Μικρά Ασία είχαν βρει καταφύγιο στη Ρόδο πριν αναζητήσουν την τύχη τους κι αυτοί στη μακρινή τούτη Αυστραλία. Το μαγαζί ήταν οικογενειακή επιχείρηση που αφορούσε όλη την ευρύτερη φαμίλια του μπάρμπα-Γιάννη Κυπραίου. Ο μπάρμπα-Γιάννης και η θεια-Μαριγώ είχαν φτάσει πρόσφατα στην Αυστραλία, αλλά τα παιδιά τους είχαν έρθει εδώ και αρκετό καιρό. Ο πρώτος που ήρθε ήταν ο Παράσχος το 1947, τον ακολούθησε ο Μιχάλης το 1949, και η Δέσποινα το 1950. Φαίνεται ότι όλα τους τα παιδιά βρήκαν τις αδελφές τους ψυχές γρήγορα και παντρεύτηκαν το ένα μετά το άλλο πριν φτάσουν οι γονείς. Πρώτα ο Παράσχος παντρεύτηκε την Ελένη, την αδερφή του μπάρμπα-Θωμά. Έπειτα ο Μιχάλης έφερε την Δίκαια, την αγαπητικιά του από τη Ρόδο, και τελικά η Δέσποινα παντρεύτηκε τον Νίκο Πάκνικ.
Αν και όλοι οι οκτώ νοματαίοι της οικογένειας του μπάρμπα-Γιάννη και της θεια-Μαριγώς, τα τρία νεαρά ανδρόγυνα, καθώς και τα ίδια τα γεροντάκια, δούλευαν στο μαγαζί, ο Παράσχος, ο μεγαλύτερος γιος και ανεπίσημος διευθυντής του μαγαζιού, βρήκε τρόπο να προσλάβει το Διαμαντή ως «πιατά» αλλά για μόνο δύο ώρες κάθε βράδυ όταν έπεφτε πολύ δουλειά. Ως «πιατάς», δουλειά του ήταν σε ένα πίσω δωμάτιο του μαγαζιού να τρίβει, να πλένει και να ξεπλένει πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, τεντζέρια, ταψιά, τηγάνια, «διαβόλους και τριβόλους», όλα σε τρεις νεροχύτες στη σειρά, τον έναν μετά το άλλον, γεμάτους με πολύ καυτό νερό, τα πάντα σβέλτα-σβέλτα προπαντός όταν βιάζονταν οι μάγειρες και οι σερβιτόροι στην κουζίνα. Ο Διαμαντής ωστόσο τους χιλιοευχαριστούσε και τους ξαναευχαριστούσε γι' αυτό, ειδικά όταν τον σύστησαν να κάνει το ίδιο και στο άλλο ελληνικό καφέ στην πόλη, το "Victory Cafe" του Βαγγέλη Νίτη που είχε έρθει από το Σύδνεϋ αλλά ήταν καστελοριζικής καταγωγής. Και τα δύο καφέ ήταν συνήθως γεμάτα κάθε βράδυ. Κυρίως σέρβιραν ψητά ψάρια, μπριζόλες και πατατάκια μαγειρεμένα σε ξυλόσομπες. Από τις πέντε έως τις εννιά κάθε βράδυ ο Διαμαντής βρισκόταν όλος μούσκεμα, από την κορυφή ως τα νύχια, μπροστά στους νεροχύτες είτε στο ένα είτε στο άλλο από τα δύο μαγαζιά. Οι δουλειές του «πιατά», όσο ταπεινωτικές και αν ακούγονται, βόλευαν τότε τον Διαμαντή γιατί του παρείχαν δωρεάν και καλά γεύματα κάθε βράδυ καθώς και κας μάνι (εννοεί cash money = αφορολόγητα μετρητά στο χέρι) να πληρώνει μερικό από το ενοίκιο, έτσι ώστε το φακελάκι από την ημερήσια δουλειά να πήγαινε σχεδόν ολόκληρο στην τράπεζα.
Δεν άργησε δε, ο Διαμαντής να βρει στη νέα του πόλη μόνιμη δουλειά με σταθερό οχτάωρο και ταχτικό ημερομίσθιο, αν και φορολογητέο. Τον πήραν ως ανειδίκευτο εργάτη πλήρους απασχόλησης στην κρατική εταιρία σιδηροδρόμων. Η δουλειά του ήταν μαζί με μια στρατιά κι από άλλους σκαφτιάδες να φαρδύνουνε όλη τη σιδηροδρομική γραμμή από το Μάουντ Γκάμπιερ μέχρι τα εργοστάσια χαρτοπολτού στο γειτονικό Μίλισεντ, μήκος 50 περίπου χιλιόμετρα. Βλέπετε για 60 και χρόνια, από το 1887, οι δύο πόλεις συνδέονταν με γραμμή αλλά στενού φάρδους αφού τα σοφά κεφάλια κείνη την εποχή έστρωναν σιδηρογραμμές δω και κει αλλά ανόμοιες, μερικές στενές κι άλλες φαρδύτερες. Δεν έκοβε στους πολυσπουδασμένους πολιτικούς μηχανικούς τον καιρό εκείνον με ένα σωρό από πτυχία πανεπιστημίου ότι έφτιαχναν ένα κουτό αλαλούμ κι ότι τελικά κάπως, κάπου, κάποτε θα ερχόταν η μέρα του απολογισμού. Να που η μέρα αυτή έφτασε και το χωριατόπαιδο από την Καρίτσα που έλεγε, «εγώ στο σχολείο κάθε Χριστού Λαμπρή πήγαινα» κλήθηκε να είναι ανάμεσα σ’ εκείνους που θα το διορθώσουν! Στις 8:00 κάθε πρωί, Δευτέρα έως Παρασκευή, ο Διαμαντής έδινε το «παρών» του στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Απ' εκεί τους εργάτες, οπλισμένους με τα εργαλεία της δουλειάς, τους πήγαιναν να συνεχίσουν το έργο τους εκεί που το είχαν αφήσει την προηγούμενη μέρα. Στο τέλος της βάρδιας, μετά από ολόκληρη μέρα με τους κασμάδες, τα φτυάρια, και τους λοστούς, τους ξαναφέρνανε πίσω στο σταθμό απ' όπου ο Διαμαντής έτρεχε πρώτα στο ένα μαγαζί και μετά στο άλλο να πλένει πιάτα από τις πέντε μέχρι τις εννιά το βράδυ!
Το να βρει κανείς δουλειά δεν ήταν καθόλου δύσκολο στο Μάουντ Γκάμπιερ, υπήρχε έλλειψη ιδιαίτερα ανειδίκευτων εργατών με χαμηλή γουέτζα (εννοεί wage = ημερομίσθιο). Το πρόβλημα ήταν να βρει κανείς δουλειά με καλά λεφτά. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα κάπου να μείνει, τα δωμάτια για νοίκιασμα ήταν λίγα και τα ενοίκια αρκετά τσουχτερά στη τσέπη. Αντίθετα από τη φάρμα πίσω στο Κάστερτον, η στέγαση εδώ δεν ήταν ούτε τζάμπα ούτε τόσο ευρύχωρη. Ωστόσο ο Παράσχος βοήθησε το Διαμαντή να βρει επιπλωμένο δωμάτιο σε σπίτι ντόπιων Αυστραλών με καθημερινό φαγητό για το οποίο πλήρωσε 5 λίρες για τρεις εβδομάδες. Αυτή δεν ήταν σε καμία περίπτωση η πιο ευχάριστη απ’ τις εμπειρίες του. Χώρια από τη γλώσσα, τα αυστραλιανά φαγητά, απλά, ανάρτυτα, και ανάλατα, τόσο διαφορετικά όσο η μέρα με τη νύχτα από την καπνισμένη κατσαρόλα και τα άγρια χόρτα του χωριού. Το χειρότερο απ’ όλα, οι σπιτονοικοκυραίοι τόσο αθεόφοβοι που δεν ήταν να τους έχεις εμπιστοσύνη. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του Διαμαντή ήταν όταν χάθηκαν από το δωμάτιό του δέκα λίρες, όπως ο ίδιος το ένιωθε τίμια λεφτά από τέσσερα δουλεμένα μεροκάματα ποτισμένα με ιδρώτα. Εκεί και τότε, άρπαξε τη βαλίτσα του και το έβαλε στα πόδια αναζητώντας απάγκιο αλλού, οπουδήποτε αλλού.
Αναστατωμένος και ταραγμένος, ο Διαμαντής ένιωθε χάλια, μόνος και απομονωμένος σαν χαμένο αρνάκι σε άγνωστο ρουμάνι. Αλλά κάπως, δόξα τω Θεώ, τα κατάφερε. Βρήκε έναν ξενώνα όπου έμεινε μια-δυο βδομάδες. Μπορεί να ήταν πανάκριβα, αλλά τουλάχιστον είχε μια στέγη πάνω από το κεφάλι του, ένα κρεβάτι για το ταλαιπωρημένο του κουφάρι και ένα μαξιλάρι να ηρεμίσει το μυαλό και το νου του. Τελικά, με βοήθεια από έναν από τα αφεντικά του, μπόρεσε να βρει σπίτι να νοικιάσει μαζί με δυο άλλους εργένηδες μετανάστες, έναν Ιταλό και έναν άλλον Έλληνα. Κει έμεινε το υπόλοιπο της διαμονής του στο Μάουντ Γκάμπιερ, 12 περίπου μήνες.
Όλο τον καιρό εκεί, ο Διαμαντής ανά πάσα εβδομάδα κράταγε τρεις διαφορετικές δουλειές: δύο βραδινές ως πιατάς στα ελληνικά καφέ καθώς και μια με κανονικό οχτάωρο· στις αρχές με φτυάρι και κασμά στο σιδηρόδρομο και αργότερα με πριόνι στα ξυλάδικα. Ωστόσο, το καθημερινό πλύσιμο των πιάτων μέσα στα σαπούνια και το πολύ καυτό νερό είχαν σαν αποτέλεσμα ο Διαμαντής να υποφέρει από δερματίτιδα: πρησμένα χέρια, σκασμένη επιδερμίδα, πόνο, φουσκάλες και φαγούρα που έκανε τη δουλειά με το φτυάρι και το κασμά βασανιστική, επίπονη και πολύ δύσκολη.
Έτσι μετά από μερικούς μήνες στους σιδηροδρόμους, αναζητώντας πιο εύκολη εργασία και καλύτερη γουέτζα ο Διαμαντής έπιασε δουλειά πρώτα σε ένα ξυλάδικο και μετά σ' άλλο όπου χρησιμοποιούσε μεγάλα ηλεκτροκίνητα πριόνια για να κόβει κορμούς σε μικρότερα κομμάτια και κατόπιν σε σανίδες, μερικές παχιές, άλλες λεπτές και άλλες ενδιάμεσες. Δούλευε μόνος του και του άρεσε γιατί είχε κάνει παρόμοιες δουλειές στην Ελλάδα. Θυμάται μετά την κατοχή, το 1945, έσκιζε έλατα στον Πάρνωνα με συνεταίρους τον Αναστάση Αντωνίου, το Γιάννη Κατσάμπη «της Φιλιώς» και το Γιώργη Κατσάμπη «Νταβέλη». Στα μεταπολεμικά χρόνια, το 1952, είχε πάει στον Άγιο Αντρέα να μάθει μαραγκός από το Γιώργη τον Προφύρη.
«Είχα καλή δουλειά, αλλά ο διάολος ήμουνα σε κορδέλα, μονάχος, έσκιζα μικρά ξύλα. Ήταν διαφορετική η δουλειά εκείνη (στην Ελλάδα), εδώ ήτανε με τη μηχανή και εκεί ήταν με τα χέρια.»
Τα δυο ξυλάδικα ήταν στα περίχωρα της πόλης, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να βρει κάπως να πηγαινοέρχεται κάθε μέρα και στην ώρα του. Να φτάνεις στη δουλειά στην ώρα σου είναι αυστηρός, ξεκάθαρος, απαραβίαστος όρος σχεδόν σε κάθε χώρο εργασίας στην Αυστραλία. Καθυστέρηση, έστω και για ένα λεπτό, αποδοκιμάζεται τόσο από τα αφεντικά όσο και από τους συναδέλφους επειδή όλοι είναι αλληλεξαρτώμενοι, η δουλειά του ενός επηρεάζει τη δουλειά του άλλου. Οι περισσότεροι εργάτες έκαναν ποδήλατο, άλλοι είχαν μηχανάκια και κάποιοι αυτοκίνητα. Τα αφεντικά κάνανε επίδειξη με τα τελευταία αυστραλιανής κατασκευής αμάξια. Της μόδας τότε ήταν τα “FJ-Holden”, αλλά σε τιμή 1.023 λιρών, που ισοδυναμούσε με μισθό 70 εβδομάδων, αυτό ήταν πέρα και από την πιο τρελή φαντασία του Διαμαντή ή οποιουδήποτε αλλουνού στα παπούτσια του!
Πιο κατορθωτό όνειρο γι’ αυτόν, όπως για πολλούς εργάτες, ήταν ένα απλό ποδήλατο, κι αυτό από παλιατζίδικο για περίπου τρεις λίρες. Προς ευχάριστη έκπληξή του, έμαθε να το οδηγεί πολύ εύκολα, τόσο εύκολα που του μπήκε ο πειρασμός και τελικά αγόρασε μοτόρα (εννοεί motorbike = μοτοσικλέτα), ναι μεν φτηνή αλλά που λίγο έλειψε νάχει και μοιραία επακόλουθα για τον ίδιον.
«Πήγαινα και μακριά στη Μάουντ Γκάμπιερ (με ποδήλατο), σε ένα εργοστάσιο (ξυλάδικo), τελευταία που ήμουνα. Και μοτόρα έκανα λίγο, ήταν ένας και είχε μια μοτόρα, και ήθελε να την πουλήσει. Με έβαλε πάνω, μου 'δειξε τα κόλπα, πως γίνεται, αφού ήξερα ποδήλατο, έτσι ήταν και η μοτόρα. Την πήρα 'κει, έκοψα κάπου δύο μέρες-τρείς, κάτι βόλτες. Μια μέρα ξέχασα, δεν τα πρόσεξα, έψαχνα να 'βρω τα κολοκύθια (ταχύτητες), και πέρασα μεσ' στα φώτα κόκκινα… ο μακαρίτης ο μπάρμπα-Γιάννης "Όχι παιδί μου μοτόρα, πάρε αυτοκίνητο, όχι μοτόρα. No!" μου λέει. "Ναι ρε μπάρμπα-Γιάννη" του λέω, ήταν καλό ανθρωπάκι.»
Διαμαντής «Ρουμάνος» Μαλαβάζος |
Οι δύο Διαμαντήδες είχαν τόσες πολλές ομο ιότητες που για να τους διακρίνουν οι χωριανοί τους φώναζαν με διακριτά παρατσούκλια, τον έναν «Ρουμάνο» κληρονομημένο από τον πατέρα και τον παππού του, τον άλλο «Δασάρχη» από τη θητεία του ως αγροφύλακας της Καρίτσας. Στον «Δασάρχη» είχαν κολλήσει κι άλλα όπως «Γκιοτσαλίτη» και «Μπαγαπόντη», αλλά όλα αυτά είναι άλλη ιστορία διότι τη στιγμή εκείνη σαν θαύμα μπροστά του στέκεται ο αδελφικός «Ρουμάνος»: συνονόματος, συνομήλικος, συμμαθητής, συγχωριανός, απ’ την μητέρα του οποίου, τη θεια-Στυλιανή, είχε και θηλαστεί αφού από νεογέννητο μωράκι είχε μείνει ορφανός. Το συναισθηματικό τους αγκάλιασμα και τα δάκρυα χαράς από κει και τότε έμειναν αξέχαστη ξεχωριστή τους ανάμνηση μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Από τη στιγμή που είχε φύγει, λίγους μήνες νωρίτερα, ο Δασάρχης δεν είχε καμία επαφή με το χωριό. Δεν είχε ιδέα αν κάποιος είχε φύγει και πάει αλλού. Σίγουρα δεν περίμενε ότι περπατώντας στο δρόμο σε αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη αυτής της αχανής νότιας ηπείρου, τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα από την πλατεία της Καρίτσας, θα συναντούσε κατά απίστευτη σπάνια σύμπτωση έναν τόσο στενό λες και κόβανε βόλτες στο αλώνι του χωριού. Όπως τα είχε φέρει η μοίρα, ο Ρουμάνος είχε μεταναστεύσει κι αυτός με το Fairsea, ένα χρόνο μετά από το Δασάρχη. Είχε περάσει κι αυτός από το λιμάνι της Μελβούρνης και το άλλο πρωί μεταφερθεί με τρένο στη Μπονεγκίλα από όπου μετά από μικρό διάστημα είχε διοριστεί και σταλεί να εργαστεί στο Μάουντ Γκάμπιερ ως πυροσβέστης στο δάσος Μιούρα Φόρεστ. Ο Ρουμάνος έμενε σε μια καλύβα μέσα στο δάσος, δεν πλήρωνε ενοίκιο αλλά ομολόγησε εμπιστευτικά στον Δασάρχη ότι πρόθεσή του ήταν να δουλέψει εκεί λίγο ακόμα, να κονομήσει ένα ποσό και μετά να πάει στην Αδελαΐδα να είναι με την αδερφή του τη Χριστίνα και το γαμπρό του το Γιάννη τον Κατσάμπη «της Φιλιώς» που είχαν ήδη εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Νότιας Αυστραλίας. Ο Γιάννης και η Χριστίνα με το παιδί τους το Δημήτρη, 11 μηνών, είχαν φτάσει στην Αυστραλία με το Fairsea το Γενάρη το 1954, ένα ταξίδι μετά απ' το Δασάρχη.
Έχοντας περάσει ένα ολόκληρο χρόνο, το φθινόπωρο, το χειμώνα, την άνοιξη και το περισσότερο καλοκαίρι, με πρησμένα τα χέρια να πλένει πιάτα, να φαρδαίνει σιδηρογραμμές, και να κόβει σανίδες στο Μάουντ Γκάμπιερ, ο Δασάρχης είχε γίνει πάλε ανήσυχος. Αναζητούσε άλλες ευκαιρίες, πιο καλοπληρωμένες, και είχε ακούσει ότι το μάζεμα βερίκοκων και ο τρύγος που έμελλε να ξεκινήσει σε μια-δυο βδομάδες στην περιοχή «Ρίβερλαντ», περίπου 400 χιλιόμετρα βόρεια από το Μάουντ Γκάμπιερ, βόλευε για να κάμει κανείς πολλά και γρήγορα λεφτά.
Την Παρασκευή 11του Φλεβάρη, ο Διαμαντής έκανε το «γύρο του αποχαιρετισμού» για να πει αντίο σε όλους τους φίλους και γνωστούς στο Μάουντ Γκάμπιερ: το Μικρασιάτη πρόσφυγα μπάρμπα-Γιάννη Κυπραίου κι όλο το ασκέρι του που είχαν το Australia Café, το Βαγγέλη Νίτη από το Καστελόριζο που είχε to Victory Café, καθώς και το μπάρμπα-Γιάννη Σκουρή, γεροντοπαλίκαρο από την Αιτωλοακαρνανία που έκανε το διερμηνέα. Έτσι λοιπόν, άλλο ένα κεφάλαιο έκλεινε για κείνον, γεμάτο ευχάριστες αναμνήσεις παρά τις δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει ώρες ώρες στην επαρχιακή αυτή πόλη. Θα του πάρει πάνω από 25 χρόνια, συγκεκριμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για να ξαναπεράσει από κει, πλέον πενηνταπεντάρης οικογενειάρχης να αναπολήσει και να μοιραστεί με τη γυναίκα του και τον μεγαλύτερό τους γιο τα πρώτα κείνα χρόνια. Πέρα από τις νοσταλγικές αναμνήσεις θα χαρεί να δει ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν η ελληνική κοινότητα, από τα δυο-τρία σπιτικά που άφησε το Φλεβάρη το 1955, είχαν αυγατίσει σε καμιά σαρανταπενταρία οικογένειες με το δικό τους αντιπροσωπευτικό σωματείο, επίσημα γνωστό ως «Ελληνορθόδοξη Κοινότητα του Μάουντ Γκάμπιερ & Νοτιανατολικής Νότιας Αυστραλίας», ακόμα και ποδοσφαιρικό σύλλογο, τον «Απόλλωνα» να τιμά τα γαλανόλευκα ελληνικά μας χρώματα στα γήπεδα της περιοχής.
Στρέφοντας το νου του ξανά πιο πίσω, συγκεκριμένα την ημέρα Σάββατο 12 του Φλεβάρη 1955, ο Διαμαντής είχε πλέον απομακρυνθεί από το Μάουντ Γκάμπιερ. Βρισκόταν μέσα σε αμάξι, παρέα με τρεις εργάτες συνάδελφους, έναν άλλον Έλληνα, έναν Σκωτσέζο και έναν Πολωνό, καθώς τα χιλιόμετρα κυλούσαν γρήγορα αν και με μεγάλη αγωνία στο δρόμο προς το «Ρίβερλαντ», τη λεγόμενη χώρα του ποταμού.
Όαση στις όχθες του ποταμού |
Μέχρι που να βραδιάσει είχαν φτάσει στον προορισμό τους, στο Ρίβερλαντ, πανέμορφος τόπος που βρίσκεται στα παραδοσιακά εδάφη των ιθαγενών φυλών Γκαιγουάγκ, Γκαγουάιτ και Εραγίραγκ γύρω από τις όχθες του δοξασμένου ποταμού Μάρι, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο ποτάμιο σύστημα της χώρας. Πράγματι, αν δεν υπήρχε το ποτάμι, η γη θα ήταν σχεδόν ίδια και χειρότερη απ’ τη Μάλι Λαντς. Χάρη στον ποταμό όμως, η περιοχή στοργικά αποκαλείται η «Φρουτιέρα της Νότιας Αυστραλίας» με στολίδια τα περίφημα ποταμοχώρια -Λόξτον, Μπέρι, Ρένμαρκ, Μπάρμερα και Γουάκερι- που όλα απέχουν όχι περισσότερο από μισή ώρα οδικώς το ένα από το άλλο.
Κατοικία τύπου «Νίσεν Χάτ» |
Διασχίζοντας τον ποταμό στο Μπέρι |
Το όνομα Μπέρι προέρχεται από τη λέξη «μπέριμπερι» των ντόπιων Ιθαγενών που σημαίνει «μεγάλη στροφή στο ποτάμι», επειδή εκεί ακριβώς βρίσκεται το χωριό. Η μεγάλη στροφή προσφέρει απίστευτη θέα στο ποταμό καθώς και στην τεράστια ποικιλία από υδρόβια πουλιά. Αλλά το μονό που οι τέσσερις κατόρθωσαν ήταν να κόβουν βόλτες πάνω κάτω μέσα στο χωριό. Δεν βρήκαν φαρμαδόρο να τους πάρει για δουλειά και μετά από κανά δυο ώρες απελπίστηκαν, μπήκαν στο αμάξι, έστριψαν δεξιά και σε λιγότερο από 20 λεπτά ήταν στο Ρένμαρκ, το μεγαλύτερο κέντρο του Ρίβερλαντ. Ελπίδα τους εκεί να έχουν καλύτερη τύχη!
Το Ρένμαρκ που βρίσκεται σε μια άλλη πιο σαρωτική στροφή στο ποταμό είναι η μεγαλύτερη πόλη του Ρίβερλαντ και η πρώτη που άρχισε να ποτίζεται από τα νερά του μεγάλου ποταμού. Εκεί υπήρχαν πολλές δουλειές για εποχιακούς εργάτες στον τρύγο αλλά τα αφεντικά πρόσφεραν μόνο μεροκάματα και όχι πληρωμή ανά τον τόνο ή το καλάθι που ήθελαν όλοι της παρέας προκειμένου να δουλέψουνε σκληρά και να βγάλουν γρήγορα και πολλά λεφτά. Έτσι, μετά από δύο ημέρες έφυγαν από το Ρένμαρκ να πάνε στη Μπάρμερα.
Η Μπάρμερα είναι όμορφο χωριό πάνω στις όχθες της λίμνης Μπόνι. Η λίμνη είναι γλυκού νερού και τροφοδοτείται από τον ποταμό μέσω ενός διπλανού υγροτόπου. Στη Μπάρμερα, όπως και στο Ρένμαρκ, δεν τους προσφέρθηκε να εργαστούν ανά καλάθι αλλά τους υποσχέθηκαν επιπλέον ώρες. Έτσι πλέον έτοιμοι, πρόθυμοι, και ικανοί όμως απελπισμένοι δέχτηκαν να παραμείνουν με την προϋπόθεση ότι θα ξεκινούσαν το τρύγο πρωί πρωί την άλλη μέρα.
Κάποιες φορές κάποια πράγματα δεν είναι γραφτό να γίνουν! Κείνη τη νύχτα στο βαθύ σκοτάδι άνοιξαν οι ουρανοί και έριξε βροχή, έριξε μπόρα, έριξε καρεκλοπόδαρα. Τα αφεντικά ανέβαλαν τον τρύγο για εφτά μέρες. Αυτό σίγουρα ήταν σημάδι στο Διαμαντή και στους φίλους του να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους, να πάρουν ό,τι είχαν και δεν είχαν, και να φύγουν για αλλού.
Η παρέα είχε έρθει στη χώρα του ποταμού με μεγάλες προσδοκίες για γρήγορα και καλά λέφτα αλλά έφευγε χωρίς δουλειά και με άδειες τσέπες. ο Διαμαντής ήταν απελπιστικά απογοητευμένος, αλλά, αν είχε κάποια μαγική σφαίρα για να δει το μέλλον, η χώρα του ποταμού και τα ποταμοχώρια, κυρίως το Λόξτον, στα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν σπουδαίο κομμάτι από τη ζωή του ίδιου και της οικογένειάς του. Επιπλέον, από σχεδόν καθόλου ελληνική παρουσία το 1955, μια ακμάζουσα ελληνική κοινότητα θα ανθίσει μέσα στην πλούσια αυτή όαση στην επαρχία της Αυστραλίας με τα δικά της απογευματινά σχολεία, εκκλησίες, κινηματογράφους, σωματεία, ακόμα και ποδοσφαιρικούς συλλόγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου