Η γιαγιά-Χαγιού κρεμάστηκε στο λαιμό μου και μου είπε:
«Που θα πάτε παιδάκια μου; Εμείς πώς ζούσαμε χρόνια και χρονάκια εδώ στην Τσούκα και στον Ελατιά;»
Ο Γιάννης Κατσάμπης «της Φιλιώς» γεννήθηκε στην Καρίτσα το 1925. Έφυγε από το χωριό στις 6 Δεκεμβρίου 1954, ανήμερα του Άγιου Νικόλαου. Αυτός, ηλικίας 29 χρονών, μαζί με τη γυναίκα του, Χριστίνα, 26, και γιο Δημήτρη, 10 μηνών, ήταν η πρώτη οικογένεια Καριτσιωτών να εγκατασταθεί στην Αδελαΐδα. Σύντομα την ακλούθησαν πολλές άλλες, ενώ και η δική τους οικογένεια μεγάλωσε με τη γέννηση του Μιχάλη το 1955 και της Φιλίτσας το 1956.
Ο «μπάρμπα-Γιάννης ο Κατσάμπης», όπως ήταν ευρύτερα γνωστός στην Αδελαΐδα, έφυγε από τη ζωή, 81 χρονών, το 2006, ενώ η θεια-Χριστίνα τον προαπέθανε, 75 χρονών, το 2003.
Κάμποσα χρόνια πιο πριν, ο μπάρμπα-Γιάννης θέλησε να διηγηθεί στα «Καριτσιώτικα Νέα» με τη δική του πένα τον καιρό λίγο πριν αναχωρήσει από το χωριό και τους πρώτους του μήνες στην Αυστραλία.
|
1956: Ο Γιάννης και η Χριστίνα κρατώντας μωρό-γιο Μιχάλη
δίπλα στην ξαδέρφη Κατερίνα Χαγιά στην παραλία του Γκλενέλγκ στην Αδελαΐδα |
Είμαι ο Ιωάννης του Δημητρίου και της Φιλίας Κατσάμπη από το χωριό Καρίτσα του Δήμου Γερονθρών της Επαρχίας Λακεδαίμονος του Νομού Λακωνίας.
Ο παππούς μου ήτανε ο Ιωάννης Κατσάμπης και η γιαγιά μου η Αικατερίνη, το γένος Κοντογιάννη.
Η μάνα μου ήτανε Χαγιοπούλα, κόρη του Χρήστου Χαγιά και της Αικατερίνης, το γένος Κατσάμπη από το Γεράκι.
Έχω τρία αδέρφια, μια αδερφή την Αναστασία Τούντα του Σοφοκλή, και δυο αδερφούς το Χρήστο και τον Κώστα.
Η οικογένεια των γονιών μας ήτανε 7μελές. Οι δυο γονείς μας και μια αδερφή, η Κατερίνα, έχουνε πεθάνει. Τέσσερα αδέρφια είμαστε στην ζωή. Ο πατέρας μας πέθανε το 1935 και μέσα στην φτώχεια και στο χρέος που άφηκε μείναμε ορφανά, εγώ 10 χρονών, η Κατερίνα 8, η Αναστασία 6, ο Χρήστος 4 και ο Κώστας 2. Δόξα το Θεό δεν πάθαμε τίποτα, ακόμα υπάρχουμε. Η μάνα μας πέθανε το 1985. Εμείς τώρα προχωράμε τη δικιά μας ζωή.
Εγώ παντρεύτηκα το 1952 τη Χριστίνα του Μιχάλη και της Στυλιανής Μαλαβάζου. Στις 28 Ιανουαρίου 1953 αποχτήσαμε το πρώτο μας παιδί, το Δημήτρη. Την ίδια χρονιά μεταναστέψαμε για την Αυστραλία.
Θυμάμαι, λες κι ήτανε χτες, τη μέρα που φύγαμε από το χωριό, στις 6 Δεκεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Νικολάου. Το πρωί πήγαμε να εκκλησιαστούμε στο ξωκλήσι έξω από το χωριό.
- Εκεί μας ευχήθηκε ο Παπαναστάσης, «Καλό ταξίδι!»
- Μετά μας είπε, «Που θα πάτε βρε παιδιά;»
Έβλεπε ότι το εκκλησίασμά του άδειαζε σαν το μαντρί του τσοπάνη με τα γίδια.
Από εκεί πήγαμε στο σπίτι μας το πατρικό και αρχίσανε να έρχονται ένας-ένας και παρέες-παρέες συγγενείς, γείτονες και χωριανοί. Το σπίτι γέμισε από κόσμο, αλλά ποτίστηκε και με δάκρυα.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την ώρα που κατέβαινα τα τρία σκαλάκια. Μπροστά στην αυλή ήτανε η γιαγιά μου, της μάνας μου η μάνα, η Χαγιού, 95 χρονών.
- Κρεμάστηκε στο λαιμό μου και μου είπε, «Που θα πάτε παιδάκια μου; Εμείς πώς ζούσαμε χρόνια και χρονάκια εδώ στην Τσούκα και στον Ελατιά;»
- Πικροκαρδισμένος κι εγώ, απάντησα με τα λίγα λόγια που βγαίνανε, «Γιαγιά, εγώ φεύγω!»
- Τότε η γιαγιά γύρισε και είπε στον κόσμο όλο γύρω, «Κλαυτέ να κλάψουμε γιατί σήμερα αποκεφαλίζεται το χωριό μας!»
Φεύγοντας απ' την Καρίτσα, και μόλις περνάγαμε τον Αϊ-Νικόλα, μας λέγει η κουνιάδα μου η Μαριγώ, «Γυρίστε τα μάτια σας βρε παιδιά να αποχαιρετήσετε το χωριό!» Εμείς το δρόμο μας. Επήγαμε στην Σπάρτη κι από εκεί στην Αθήνα όπου μας περάσανε από τον κλίβανο, σώματα και ρούχα στον ατμό λες κι ήμασταν άρρωστοι.
Στις 14 του Δεκέμβρη, ώρα 6 προτού σουρουπώσει ήμασταν μέσα στο καράβι «Φέρσαια». Κατά τις 10 η ώρα αναχωρήσαμε από τον Πειραιά. Τρεις φορές, μια μετά την άλλη, χτύπησε η σειρήνα του καραβιού τον αποχαιρετισμό της πατρίδας.
Στο δρόμο περάσαμε Πορτ Σάιντ, Άϊντεν, Κολόμβο, και το Φρημάντλ της Αυστραλίας. Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά κάμαμε μέσα στο καράβι. Στις 10 Ιανουαρίου 1954 ξεμπαρκάραμε στην Μελβούρνη στις 10 η ώρα το πρωί κι αμέσως μπήκαμε στο τρένο που θα μας πήγαινε στην Μπονεγκίλλα, στο κέντρο υποδοχής μεταναστών, διαδρομή 300 τόσων χιλιομέτρων.
Φτάσαμε νύχτα εκεί και πήγαμε στις παράγκες. Το πρωί που πήρε η μέρα βγήκαμε έξω. Μας δώσανε ένα δίσκο και πήγαμε στην σειρά για το πρωινό. Ένας πίσω απ' τον άλλον με το ένα χέρι το δίσκο και με το άλλο χτυπάγαμε τις μύγες που έρχονταν στα μάτια μας. Λέγαμε, «Τι θέλαμε που ήρθαμε εδώ στην ερημιά;»
|
Ο Γιάννης Κατσάμπης στο καφενείο του με νεοφερμένους μετανάστες στην Αδελαΐδα στις αρχές της δεκαετίας του 1960. |
Από εκεί πήγαμε στην Μιλτζούρα, 500 και χιλιόμετρα πιο μακριά, για τον τρύγο στα σταφύλια. Δουλέψαμε λίγες βδομάδες και πίσω στην Μπονεγκίλλα. Τότε μου δώσανε δουλειά στο Μπόρντερταουν της Νότιας Αυστραλίας, περιοχή σιτοκαλλιέργειας περίπου 300 χιλιόμετρα από την Αδελαΐδα. Ξεκινήσαμε με τη γυναίκα και το παιδί, το Δημήτρη. Εγώ θα σταμάταγα στο Μπόρντερταουν κι η Χριστίνα με το παιδί θα πηγαίνανε σ' άλλο κέντρο υποδοχής μεταναστών, στο Γούντσαϊντ, έναν εγκαταλειμμένο στρατώνα έξω από την Αδελαΐδα.
Έτσι ένα καλό πρωί πήραμε το τρένο από το Άλμπουρι, κοντά στην Μπονεγκίλλα. Την ίδια μέρα φτάσαμε στην Μελβούρνη κι από εκεί κατά τις 8 το βράδυ ξεκινήσαμε, πάλι με τρένο, για την Αδελαΐδα. Θα ήτανε μεσάνυχτα όταν φτάσαμε στο Μπόρντερταουν. Από το παράθυρο του τρένου με το φως του φεγγαριού βλέπαμε τους θεόρατους σιτοαναρροφητήρες που κυριαρχούν τη θέα αυτής της αγροτικής κωμόπολης.
- Σε λίγο κάποιος υπεύθυνος ήρθε και μου λέει, «Κύριε Κατσάμπη εδώ πρέπει να κατέβεις!»
- Του λέω, «Νο αντερστάντ!» (Δεν καταλαβαίνω)
Αν κι ο άνθρωπος εξακολούθησε να μου λέει να κατέβω, εγώ με το δικό μου τρόπο ήθελα να του πω:
- «Δεν κατεβαίνω, θα πάω για την Αδελαΐδα.»
Κι αφού δεν κατέβαινα ο άνθρωπος απελπίστηκε και με παράτησε.
Τα χαράματα φτάσαμε στο Γούντσαϊντ, ένα πανέμορφο χωριουδάκι στις λοφοπλαγιές που περικυκλώνουνε την Αδελαΐδα. Κατέβηκε η Χριστίνα με το παιδί. Κατέβηκα κι εγώ, αλλά στον στρατώνα εκεί είχανε μονάχα γυναικόπαιδα. Αμέσως έμαθα οι άντρες σύζυγοι επιτρέπονταν μόνο τα Σαββατοκύριακα.
Ήταν Τετάρτη κι έτσι δε με αφήνανε να μπω μέσα στο κέντρο υποδοχής. Αλλά καλή μου τύχη ήτανε την στιγμή εκείνη να φεύγει το ταχυδρομικό φορτηγάκι για την Αδελαΐδα. Με πέταξε απάνω και με πήγε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό στο κέντρο της πολιτείας. Εκεί μου βρήκανε διερμηνέα, μου δώσανε δουλειά στις τρενογραμμές και με κανονίσανε με δωμάτιο σε ξενώνα στο Νορθ Τέρας λίγο πιο χαμηλά από το πολυτελέστατο και αριστοκρατικό Χοτέλ Σάουθ Αουστράλια.
Από κει ξεκίνησα σιγά-σιγά. Μόλις κανόνισα τις δουλειές μου προσπάθησα να ξεβγώ δειλά-δειλά πρώτα στο Νορθ Τέρας και μετά στην κεντρική λεωφόρο Κιγκ Γουίλιαμ Στρητ. Περπάταγα το ύψωμα προς το «Χοτέλ», πέρναγα το άγαλμα του καβαλάρη και πήγαινα μέχρι την κεντρική πλατεία, Βικτόρια Σκουέρ, όπου ήτανε το πολυκατάστημα «Μορς». Από εκεί δεν πήγαινα πάρα πέρα. Γύριζα πάλε να μη χαθώ!
Εκείνες τις μέρες δεν τις ξεχνάω γιατί ήμουνα ένα απολωλώ πρόβατο σε ξένη στάνη. Δεν ήτανε μονάχα αυτό, αλλά έβλεπα όλους τους δρόμους στολισμένους κι έλεγα στον εαυτό μου, «Γιατί άραγε να είναι στολισμένη ετούτη η πολιτεία;»
Το βραδάκι που σμίξαμε όλοι στην καντίνα του ξενώνα ήτανε κι άλλοι Έλληνες εκεί και μόλις φάγαμε μου είπανε, «Πάμε στο καφενείο να δούμε κι άλλους πατριώτες;»
Πήγαμε στο καφενείο και διατάξανε αυτοί τους καφέδες. Τους ευχαρίστησα για τη φιλοξενία και τότε τους ρώτησα: «Βρε παιδιά ετούτη η πολιτεία γιατί είναι στολισμένη έτσι;»
Μου λένε όλοι ομόφωνα, «Δεν το ξέρεις, αύριο ή μεθαύριο θα έρθει η βασίλισσα στην Αδελαΐδα!»
Τους είπα κι εγώ, «Βρε παιδιά, πού να το ήξερα εγώ. Μήπως στον ύπνο μου το είδα πως θα έρθει η βασίλισσα γιατί στις 16 του Μάρτη ήρθα εγώ και στις 18 έρχεται αυτή;»
Τις επόμενες μέρες από το πρωί πήγαινα στην δουλειά στις τρενογραμμές και τα απογεύματα έπαιρνα ταξί και έψαχνα για δωμάτιο να μπει η οικογένεια. Να τι γινότανε με όλους τους σπιτονοικοκύρηδες:
Εγώ έλεγα, «Νοικιάζεις δωμάτιο;»
Ο σπιτονοικοκύρης ρώταγε, «Έχεις παιδιά;»
Απάνταγα, «Έχω ένα.»
Ρώταγε πάλι, «Κλαίει;»
Του έλεγα, «Τι να το κάνω, να το πετάξω;»
Μου έλεγε, «Μα δε σου είπα τέτοιο πράγμα!»
Μόλις ήρθε το Σάββατο ανυπομονούσα να πάω στο Γούντσαϊντ να δω τη Χριστίνα και το Δημήτρη, αλλά δεν ήξερα που ήτανε ο σταθμός του λεωφορείου. Ξεκίνησα από το Νορθ Τέρας και κουτσά στραβά ρώταγα όποιον-όποιον, «Μπας Γούντσαϊντ;» (Δηλαδή μήπως μπορείτε να μου πείτε που είναι ο σταθμός για το Γούντσαϊντ σας παρακαλώ;) Ταλαιπωρημένος και πολύ αλαφιασμένος κάπως βρέθηκα στην κεντρική πλατεία, Βικτόρια Σκουέρ, κι εκεί απέναντι ήτανε ο σταθμός! Μετά την οικογενειακή στοργή του Σαββατοκύριακου τη Δευτέρα πρωί-πρωί κατέβαινα πάλι στην Αδελαΐδα, στις τρενογραμμές και στον ξενώνα.
Επιτέλους βρήκα δωμάτιο στο Μόρφετβιλ, προάστιο δίπλα «στις ρέσες» (ιππόδρομο) κανά 7 χιλιόμετρα από το κέντρο της πολιτείας. Όταν πήγα τις βαλίτσες στην καινούργια κατοικία σκόλασα γρηγορότερα μια μέρα και πήρα ταξί κατευθείαν για το Γούντσαϊντ. Θυμάμαι μόλις που προφτάσαμε πριν κλείσει το γραφείο του κέντρου υποδοχής. Έτσι μπήκαμε μέσα με τον ταξιτζή, που μίλαγε Εγγλέζικα, για να πληρώσω αυτά που χρώσταγα. Βλέπεις αφού είχα πιάσει δουλειά έπρεπε να πληρώσω εγώ κι η Χριστίνα.
Με ρωτάει ένας κύριος από τους υπεύθυνους, «Πού βρήκες τα λεφτά για να πληρώσεις το ταξί;»
Του λέω, «Δώσε μου το λογαριασμό να πληρώσω!»
Ο κύριος επέμενε να μάθει που είχα βρει τα λεφτά; Εγώ, όμως, είχα κανονιστεί από την Ελλάδα γιατί δυο βδομάδες πριν φύγω από την Καρίτσα πήγα να αποχαιρετίσω τον Μπάρμπα Παναγιώτη τον Κατσάμπη που είχε κάνει στην Αμερική. Μου είπε, «Να πας στο καλό Γιάννη. Η ξενιτιά δεν είναι καλή, αλλά η φτώχεια δεν περνιέται!»
Συνέχισε και με ρώτησε, «Πήρες λεφτά μαζί σου;»
Του λέω, «Πήρα 20 λίρες.»
Μου λέει, «Δεν είναι αρκετά. Τρέξε στον πεθερό σου να σου βρει λεφτά γιατί εκεί που θα πας πρέπει να έχεις λεφτά. Το ξέρω ότι πας με τη ΔΕΜΕ, αλλά ώσπου να πιάσεις δουλειά να πληρωθείς πρέπει να βρεις σπίτι, να βάλεις την οικογένειά σου μέσα. Πρέπει να έχεις λεφτά.»
Έτσι έτρεξα στον πεθερό κι αμέσως μου έφερε άλλες 30 λίρες και τις έκαμα 50.
Να το δέσετε εσείς οι νέοι γιατί εμείς οι μεγάλοι έχουμε δει πολλά.
Δεν ξεχνάω τη συμβουλή του Μπάρμπα Παναγιώτη. Μου είχανε μείνει 20 λίρες όταν ήρθα στην Αδελαΐδα κι έκαμα τις δουλειές μου χωρίς στενοχώρια.
Έτσι η οικογένειά μας -εγώ, η γυναίκα και το παιδί- ήμασταν έτοιμοι να φτιάξουμε ένα καινούργιο σπιτικό στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας, τόσο και τόσο μακριά από την Καρίτσα στις βουνοπλαγιές του Πάρνωνα.