Ο καιρός στο χωριό μας

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2004

Η Καρίτσα: Αφιέρωμα Γιάννη Γαβριήλ στην εφημερίδα «Τα Νέα του Αγίου Δημητρίου και του Δήμου Νιάτων»

Η Καρίτσα είναι ένα γραφικό χωριό χτισμένο σε μια πλαγιά της οροσειράς του Πάρνωνα. Τα σπίτια της είναι πετρόχτιστα με κόκκινα κεραμίδια και πιτσιλιστά ντουβάρια. Τα παλιότερα χρόνια πολλά από τα σπίτια σκεπάζονταν με πλάκες.

Η θέα της είναι καταπληκτική. Από εκεί ψηλά που είναι χτισμένη βλέπει τη γαλάζια θάλασσα που απλώνεται στο βάθος του ορίζοντα, αρκετά βουνά, χωριά και κωμοπόλεις. 

Το κλίμα της Καρίτσας είναι βουνίσιο, σχετικά ξερό. Το καλοκαίρι είναι συνήθως δροσερό, αλλά ο χειμώνας αρκετά ψυχρός. Η αντάρα σκεπάζει την περιοχή αρκετές μέρες κάθε χρόνο. Οι δυνατοί άνεμοι, συνήθως ο βοριάς, είναι συχνοί προπαντός το χειμώνα.

Τα παλιά χρόνια η Καρίτσα αποτελούσε μέρος του συγκροτήματος των λεγόμενων Κουνουποχωρίων. Σήμερα αποτελεί ένα από τα Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Γερόνθρων. Το κτίριο της κοινότητας είναι πλέον κλειστό.

Τα χρόνια της μετανάστευσης πολλοί Καριτσιώτες έφυγαν κυρίως για την Αυστραλία. Το χωριό ερήμωσε από τα νιάτα και παρέμειναν σε αυτό τα γεροντάκια. Έτσι πολλά σπίτια σε λίγο έκλεισαν. 

Οι κάτοικοι ασχολούνται με τα χωράφια, τις ελιές και την κτηνοτροφία. Τα τελευταία χρόνια έχουν επεκταθεί και σε καλλιέργειες σε τοποθεσίες του Γερακίτικου κάμπου, με αγορές νέων χωραφιών.

Το χωριό χωρίζεται σε δύο γειτονιές, την Δώθε Γειτονιά και την Πέρα Γειτονιά. Στη Δώθε Γειτονιά βρίσκεται και η κεντρική βρύση του χωριού κάτω από το Τουνταίικο Ρουμάνι.

Η πλατεία του χωριού, ένα παλιό μικρό αλώνι που μετατράπηκε σε πλατεία, χτισμένη από πέτρες είναι το πρώτο που συναντά κανείς όταν μπαίνει στο χωριό. Από την πλατεία αναβαίνοντας μερικά σκαλιά μπαίνουμε στο προαύλιο της Ευαγγελίστριας. Η Ευαγγελίστρια είναι η κύρια εκκλησία του χωριού χτισμένη πριν από 100 χρόνια περίπου. Η δεύτερη εκκλησία του χωριού είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, δίπλα στο κοιμητήριο.

Σε μια άκρη της πλατείας και λίγο πιο ψηλά, κοντά στο παλιό σχολείο το οποίο αργότερα στέγασε το γραφείο της κοινότητας, είναι τα Σφονταμάκια. Οι χωριανοί κάθονταν στον ίσκιο τους και συζητούσαν ατελείωτα όλα τα νέα του χωριού. Τα Σφονταμάκια ήταν η μικρή βουλή του χωριού.

Προχωρώντας προς το χωριό και σε αρκετή απόσταση πριν φτάσουμε συναντάμε το Κοτρόνι στα δεξιά του δρόμου. Το κοτρόνι είναι ένας μεγάλος βράχος που ξεφυτρώνει από το έδαφος. Το περίεργο είναι ότι στην κορφή αυτού του βράχου υπάρχει μία μυγδαλιά. Άγνωστο αλλά και αξιοθαύμαστο πως αυτή η μυγδαλιά ξεφύτρωσε εκεί ψηλά και πριν από πόσα χρόνια.

Συνεχίζοντας φτάνουμε στην εκκλησούλα του Αϊ-Νικόλα και από εκεί ανηφορίζουμε προς το χωριό. Τα παλιά χρόνια μετά τον Αϊ-Νικόλα για να φτάσεις στο χωριό ανέβαινες από τις τρόκλες, ανηφορικό μονοπάτι όλο πέτρες. Σήμερα ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος μέχρι την πλατεία.

Ονομαστό στην περιοχή το πανηγύρι του Αϊ-Γιάννη. Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου. Ανήμερα όλο το χωριό ανηφορίζει για τη λειτουργία στην εκκλησούλα του Αϊ-Γιάννη ψηλά στο βουνό, στον Ελατιά. Το βράδυ γίνεται το πανηγύρι στην πλατεία.

Παλιές φιγούρες και ονομαστοί για τη δύναμή, τη λεβεντιά και τα ανδραγαθήματά τους τα αδέλφια Κωνσταντής και Μιχάλης Μαλαβάζος (Ρουμάνος). Πολλές οι ιστορίες που διηγούνται γι αυτούς. Ο Μιχάλης Ρουμάνος, σε μεγάλη ηλικία πλέον, όταν του έδινες το χέρι για να τον χαιρετήσεις σου το έσφιγγε σαν τανάλια με τη χερούκλα του.

Οι οικογένειες που διατηρούν συνεχιζόμενη παρουσία στο χωριό από τα παλιά χρόνια είναι: Αντωνίου, Κατσάμπη, Κρητικού, Μαλαβάζου, Προφύρη, Ρήγα, Ροζακλή, Τούντα, Τσεμπελή, Χαγιά.

Είναι πολλά αυτά που μπορεί να γράψει κανείς για την Καρίτσα, κυρίως για τα παλιά χρόνια που ήταν και τα ποιο ωραία και που όλα ήταν ποιο γραφικά. Τότε το χωριό είχε ζωή, κίνηση. Τα σπίτια ήταν όλα ανοιχτά, υπήρχε κόσμος. Τα ζώα ανεβοκατέβαιναν φορτωμένα. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει.

Για όποιον έχει πρόσβαση στο internet, θα μπορούσε ένα δει μια πολύ καλή δουλειά η οποία έχει γίνει από δύο πατριώτες που ζουν στην Αυστραλία. Ο πρώτος, ο Δημήτρης Κατσάμπης δημιούργησε τη σελίδα της Καρίτσας στη διεύθυνση http://karitsa.tripod.com. Ο δεύτερος, ο Στέλιος Χαγιάς καταγράφει τα οικογενειακά δέντρα των Καριτσιωτών στη διεύθυνση http://tribalpages.com/tribes/karitsa.

Ο γράφων κατάγεται από την Καρίτσα. Η μητέρα μου, Μαρία Τούντα (Μικρούτση) γεννήθηκε στην Καρίτσα. Η μητέρα της, η γιαγιά μου, Γεωργία Λάμπρος ή Γιωργίτσα ήταν από τον Άγιο Δημήτρη, ήταν η μικρότερη αδελφή του Κωνσταντή (Σκούπα).

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
email: jogabr1945@yahoo.gr
(Από εφημερίδα «Τα Νέα του Αγίου Δημητρίου και του Δήμου Νιάτων», έκδοση Νοέμβρη-Δεκέμβρη 2004)

Αγορά υδροφόρας

.
Δημοπρατήθηκε και αναδείχτηκε ο ανάδοχος για την αγορά υδροφόρας για τη μεταφορά νερού στην Καρίτσα, προϋπολογισμού 74 χιλιάδες ευρώ.

(Από εφημερίδα "Το Γεράκι", έκδοση Νοέμβρη-Δεκέμβρη 2004)

Κατασκευή δεξαμενής

.
Δημοπρατήθηκε και αναδείχτηκε ο ανάδοχος για την κατασκευή δεξαμενής και δικτύου ύδρευσης στην Καρίτσα, προϋπολογισμού 570 χιλιάδες ευρώ.
(Από εφημερίδα "Το Γεράκι", έκδοση Νοέμβρη-Δεκέμβρη 2004)

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2004

Καριτσιώτικη Βραδιά στην Αδελαΐδα: Ράχες και ρεματιές που λένε ιστορία

.
«Η ιστορία της Καρίτσας δεν είναι γραμμένη με χαρτί και καλαμάρι!  Είναι χαραγμένη  στο ίδιο το έδαφός της.  Κάθε βουνό και βράχος, κάθε καλύβι και μαντρί, κάθε στεφάνι και ρουμάνι μαρτυράει ένα κομμάτι από την πορεία του χωριού στο πέρασμα των χρόνων.»  Αυτό ήτανε το κεντρικό θέμα που επιδιώξανε να προωθήσουν οι παρουσιαστές της Καριτσιώτικης βραδιάς στο Παλλακωνικό Οικογενειακό Κέντρο της Αδελαΐδας την Παρασκευή 22 του Οκτώβρη.

Με αφηγήσεις, με φωτογραφίες, με μουσική, με τραγούδια και με πολλή φαντασία συνοδέψανε το ακροατήριο σε μια φανταστική βόλτα γύρω στην Καρίτσα.

Το Κέντρο ήταν πλημμυρισμένο με Καριτσιώτες και χαρά.  Αρνιά στη σούβλα χαρίζανε παραδοσιακή γεύση και χρώμα. Οι παρευρισκόμενοι ενθουσιαστήκανε ιδιαίτερα με την απόδοση του τραγουδιού «Είμαστε Καριτσιώτες», που έγραψε ο Τάσος Αντωνίου και που τραγούδησε μαζί με την ξαδέρφη του, την Γεωργία Βλάχου (γένος Νικολάου Αντωνίου).

Ο πρόεδρος της Αδελφότητας Καριτσιωτών, Γιάννης Σταυριανός, ανέφερε οι Καριτσιώτες της Αδελαΐδας ανέρχονται στους 299.  Το στοίχημα είναι πότε θα γίνουν 300;  Άλλοι παρουσιαστές ήτανε ο κύριος ομιλητής, Δημήτρης Κατσάμπης, ο συντονιστής της καταγραφής των οικογενειακών δέντρων Καριτσιωτών, Στέλιος Χαγιάς, και ο Γιάννης Κατσάμπης, πρώτος Καριτσώτης που έφτασε στην Αδελαϊδα πριν 50 τόσα χρόνια.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά πετυχημένη εκδήλωση, μέρος του προγράμματος «Γνωριμία με τα Χωριά μας» του Παλλακωνικού Συλλόγου της Νότιας Αυστραλίας.    
ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΡΙΤΣΙΩΤΕΣ
(Γράφτηκε και πρωτοτραγουδήθηκε από τον Τάσο Αντωνίου στην «Καριτσιώτικη Βραδιά» στις 22 του Οκτώβρη 2004)
Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά στον Πάρνωνα
Εκεί ψηλά στον Πάρνωνα, πίσω απ’ την Ελίτσα
Ειν’ ένα όμορφο χωριό
Που λέγεται Καρίτσα

Εγιαμόλα – εγιαλέσα
Περνάς το κοτρόνι
Κι έρχεσαι μέσα

Ανάμεσα, ανάμεσα σε δυο βουνά
Ανάμεσα σε δυο βουνά, Εκεί ‘ναι το χωριό μας
Χρόνια το νοσταλγήσαμε
Το σπίτι το δικό μας

Είναι κρυφό κι απόμερο
Πολύ μακριά απ’ τ’ άλλα
Έχει λεβέντες μορφονιούς
Κορίτσια σαν το γάλα

Εγιαμόλα – εγιαλέσα
Δε θα χαθείς
Περνάς το Καλημέρι
Και θα το δεις

Μες της Καρίτσας το χωριό
Που το ‘χουμε καμάρι
Εκεί κι εγώ μεγάλωσα
Κι έγινα παλικάρι

Εγιαμόλα – εγιαλέσα
Ανεβαίνεις τις Τρόγκλες
Και μπαίνεις μέσα

Καρίτσα μας, Καρίτσα μας πεντάμορφη
Καρίτσα μας πεντάμορφη, Καρίτσα ζηλεμένη
Για ‘σενα μιλάει ο ντουνιάς
Κι όλη η οικουμένη

Εγιαμόλα – εγιαλέσα
Γεια σου μας Καρίτσα μας
Μπαμπέσα

Σαράντα χρο__, σαράντα χρόνια πέρασαν
Σαράντα χρόνια πέρασαν, που έφυγα μακριά σου
Μέρα-νύχτα λαχταρώ
Να ξανάρθω κοντά σου

Όλοι μαζί, όλοι μαζί θα φύγουμε
όλοι μαζί θα φύγουμε παρέα να βρεθούμε
Στου Μπαρμπαγιάννη το ντεκέ
Να πάμε να τα πιούμε

Καμάρι, ω καμάρι, όλοι το ‘χουμε καμάρι
Όλοι το ‘χουμε, αδέλφια πατριώτες
Και δυνατά φωνάζουμε
Είμαστε Καριτσιώτες

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2004

Ανάδειξη υποτρόφων Ματαλά: Δύο Καριτσιωτοπούλες κάνουν το χωριό περήφανο

Συγχαρητήρια στη Γιαννούλα Χαγιά, κόρη του Παναγιώτη, και στην Κυριακή Αντωνίου, κόρη του Νίκου, οι οποίες κάνανε όλο το χωριό περήφανο κερδίζοντας υποτροφίες Ματαλά για να συνεχίσουν δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες σπουδές αντίστοιχα. 

Ο διαγωνισμός για τη χορήγηση των υποτροφιών Ματαλά γίνεται τον Οκτώβρη κάθε χρόνο στη Σπάρτη όπου οι μαθητές εξετάζονται γραπτά στα μαθήματα Γλώσσας και Αριθμητικής που είχαν διδαχτεί στην τελευταία τάξη του Δημοτικού. Οι επιτυχόντες που διορίζονται υπότροφοι διατηρούν την υποτροφία μέχρι το τέλος των σπουδών (Γυμνάσιο-Λύκειο) εφόσον προάγονται με γενικό βαθμό (12,5) στις τάξεις του Γυμνασίου και βαθμό (13,1) στις τάξεις του Λυκείου. Βλέπετε κατάλογο πρώην υπότροφων από την Καρίτσα στο παρακάτω πίνακα.

ΧΡΟΝΟΣ
ΕΠΩΝΥΜΟ
ΟΝΟΜΑ
ΟΝΟΜΑ ΠΑΤΕΡΑ
1969
ΧΡΟΝΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑΝΤ.
1973
ΡΗΓΑΣ
ΜΙΧΑΗΛ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
1975
ΜΑΛΑΒΑΖΟΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ
1978
ΤΟΥΝΤΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
1981
ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ
1983
ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
1986
ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΚΩΝ/ΝΟΣ
1992
ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ
1995
ΚΑΤΣΑΜΠΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΣΩΤΗΡΙΟΣ

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2004

Ξύλινες Υπενθυμίσεις

Ποίημα του καριτσιώτικης καταγωγής Τζόσεφ Προφύρη, μιγά Ινδοαμερικάνου, που διατυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η φυλή του πιστεύει για τη ζωή και το θάνατο. Ο Τζόσεφ έπαυσε να ζει, 46 χρονών, στις 2 Ιουνίου 2004. Οι δεσμοί του με τα οικογενειακά δέντρα του χωριού παρουσιάζονται στην εξής διεύθυνση:

 http://karitsa.tribalpages.com/tribe/browse?userid=karitsa&view=0&pid=8944&rand=61492070

Χρυσό φως που κυνηγάει τις σκιές, οι εποχές της ιστορίας παλιό παρελθόν,
Βρίσκονται γυμνοί ... τα οστά τους λευκασμένα, επιτέλους πλησιάζουν τον αφανισμό τους·
Σε ολόκληρες πεδιάδες και λιβάδια, και δάση, στεγάζανε
ελπίδες, και αγάπη και θλίψη,
Υποκύπτοντας σε ένα ολοένα αδυσώπητο μέλλον,
Δίνοντας στις καρδιές μια μόνο γρήγορη ματιά από του χτες το αύριο·
Από το γκρίζο ξύλο μελαγχολικών κουφωμάτων, απ’ όπου κάποτε βγαίνανε
κίτρινες λαμπτήρες ευτυχίας και εμπιστοσύνης,
Έξω στις αυλές γιομάτες χαρωπά γελαστά παιδιά,
που τώρα από καιρό έχουν επιστρέψει στη σκόνη·
Εξοστρακίζοντας το θάνατο από τις σκέψεις τους παίζανε χαρούμενα, αισιόδοξα μέσα σε μια ζωή γιομάτη κίνδυνο,
Αν και προσεχτικά, ζούσαν σε μια επικίνδυνη εποχή, και κατοικούσαν
σε ομορφιά τόσο άγρια·
Αφουγκράζοντας από κοντά μπορεί κανείς ακόμα να τα ακούει, σε αρμονία με το βραδινό τερέτισμα των γρύλων ,
Το θρόισμα των φύλλων που πέφτουν ακόμη από τα δέντρα, τον άνεμο που φυσάει μέσα από τη συστάδα που χορεύει
Τραγούδια από μελαγχολική λαχτάρα, για τις ημέρες που τα σκληραγωγημένα κείνα πνεύματα άντεχαν,
Που μοχθούσαν στα σκονισμένα λιβάδια, καθώς για το μέλλον των
απογόνων τους ελπίζαν·
Όλα απ’ αυτά που είναι σκόνη στον άνεμο, οι φωνές τους που γινήκανε
αθόρυβες από το χρόνο,
Αφήνοντας ξύλινες υπενθυμίσεις της ύπαρξής τους, και ήσυχα
να περιμένουν το γλυκοκαμπάνισμα της ανάστασης·
Η γλυκόπικρη νοσταλγία, για το ήλιοξεθωριασμένο ξύλο των
ξεχασμένων ανθρώπων,
Βλέποντας τους ... ακούγοντας τους ... αισθανοντάς τους ... η σιωπηλή
χορωδία από το γκρεμισμένο καμπαναριό·
Σιλουέτες απέναντι στα μοναχικά λιβάδια και στα δάση
όπου στέκανε,
Η εμφάνιση των ελπίδων και ονείρων, κείνες οι έρημες
υπενθυμίσεις του σαπισμένου ξύλου·
Η γοητεία απεγνωσμένων και αποθαρρυμένων σκελετών,
που στηρίζονται πάνω σ’ έναν βαμμένο δυτικό ουρανό,
Αντιμετωπίζοντας το ηλιοβασίλεμα της ύπαρξή τους, δεν έχουν φωνή
να αναρωτηθούν γιατί·
Σε κάποιου τα ταξίδια πάνω στις ζωής τα μονοπάτια, ποτέ μη ξεχνάς
αυτές τις δομές τις παλιές
Το αίμα τους, ο ιδρώτας τους, τα δάκρυά τους:
από αγρότες, ξυλοκόπους,
και χρυσορρίχες·
Οι γάμοι τους, οι κηδείες τους, τα γέλια τους , τα
δάκρυά τους,
Οι ελπίδες τους, η χαρά τους, οι φιλοδοξίες τους, οι φόβοι τους·
Έχουν όλα χαραχθεί πάνω στα ηλικιωμένα ξύλα, στην καρδιά του σπιτιού
γλυκού σπιτιού,
Όπου οι οικογένειες βάλανε ρίζες, αποφασισμένες πλέον να μην περιφέρονται δω και κει·
Κοίτα μέσα στα σκοτεινά παραθύρια, και δες την πλημμύρα
χαρούμενου φως,
Από ψυχές από πολύ παλιά πλέον θαμμένες, ληγμένες από της ζωής την σκληρή πάλη·
Και αφουγκράσου ... αφουγκράσου προσεκτικά για τα παιδιά που
παίζουνε,
Γελαστά και ξεφωνητά με χαρά, κείνη την περασμένη ηλιόλουστη
μέρα·
Και κοίτα τα μοναχικά τους κοιμητήρια, και άκουγε τους αγαπημένους τους να κλαίνε,
Θλιμμένοι να αποχαιρετάνε, όπως προσεύχονται στο Θεό τις ψυχές τους να φροντίζει·
Αντιλαμβάνοντας από τη μαρτυρία τους, τα ξύλινα κείνα μνημεία
διαβρωμένα από τα χρόνια,
Ένα μνημείο πιστής δοκιμασίας, στη γη, όπου
ήταν δεμένοι·
Κρατώντας ζωντανή τη μνήμη τους, στα σπίτια κείνα που είχαν
ορκιστεί,
Που τα ’χαν διατηρήσει με καμάρι, ώσπου απ’ τη ζωή είχαν
αποσχιστεί·
Και όπως το λουλούδι έχει να μαραθεί, μια μικρή ανάσα,
κατόπιν ο θάνατος είναι βέβαιος
Παλεύοντας τόσο ελαχιστότατα, και μετά επιστροφή στην σκόνη·
Ο πατέρας, η μητέρα, ο γιος και η κόρη, ξαπλώνουν
σε μια γη πολύ πιο φιλότιμη,
Και αφήνουν πίσω για το μέλλον:

τις βασανιστικές κείνες έρημες,
ξύλινες υπενθυμίσεις.
Κοίτα ... βλέπε το χρυσό φως που βγαίνει από τα παραθύρια τους...
δεν τους βλέπεις;
Άκουε ... άκουε τα βήματα ... τα γέλια ... τα
κλάματα ... δεν τους ακούς; Δεν τους αισθάνεσαι;
©Joseph Lee Proferes
Μετάφραση Δημήτρη Κατσάμπη
Wooden Reminders
Golden light chasing shadows, the seasons of history long past,
They stand bare... their bones bleached, nearing their demise at last;
Across plains, and prairies, and woodlands, they housed
hopes, and love, and sorrow,
Yielding to an ever relentless future, giving hearts the briefest glimpse of yesterday’s tomorrow;
From the grey wood of dismal window frames, once splashed
yellow lamp lights of happiness and trust,
Out into yards full of frolicking, laughing children,
themselves now long returned to dust;
Banishing death from their thoughts they had happily played, optimism amidst a life of peril,
Though cautiously living in a dangerous time, and dwelling in
a beauty so feral;
Listening closely one can still hear them, in harmony with the night chirps of crickets,
The rustling of leaves still falling from trees, the wind breezing through the dancing thickets;
Songs of melancholy longing, for the days those hardy
souls coped,
Who toiled in dusty fields, and for the future of their
progeny hoped;
All of whom are dust in the wind, their voices made
silent by time,
Leaving wooden reminders of their existence, and quietly
awaiting the resurrection chime;
The bittersweet nostalgia, for the sun bleached wood of
forgotten people,
Seeing them... hearing them... feeling them... the silent
choir from the toppled steeple;
Silhouetted against lonely prairies, and in the forests
where they had stood,
The manifestations of hopes and dreams, those lonesome
reminders of rotting wood;
The charm of forlorn and dejected skeletal frames,
leaning against a painted western sky,
Looking into the sunset of their existence, having no voice
to wonder why;
In one’s travels through byways of life, never forget
those structures of old,

Their blood, their sweat, their tears: from farmers, loggers,
and diggers of gold;
Their weddings, their funerals, their laughter, their
tears,
Their hopes, their joy, their ambitions, their fears;
Are all etched upon the aged lumber, the heart of home
sweet home,
Where families planted roots, determined to no longer roam;
Look in through darkened windows, and see the flood of
cheerful light,
Of souls long since buried, expired from lives hard fight;
And listen... listen carefully for the children as they
play,
Laughing and squealing with delight, on that bygone sunny
day;
And see their lonely cemeteries, and hear their loved ones weep,
Sadly bidding farewell, as they prayed for God their souls to keep;
Realizing of their testimony, those monuments of wood
time weathered,
A memorial of faithful hardship, to the land where they’d
been tethered;
Keeping their memory alive, those homes of which they’d
sworn,
Had kept them up with pride, till from life they had been
torn;
And like the flower that has to wither, a short breath,
then death a must,
Struggling ever so briefly, then returning to the dust;
The father, the mother, the son, and the daughter, lie
down in an earth much kinder,
And left behind for a future time, those hauntingly lonesome,
wooden reminders.
Look... see the golden light pouring from their windows...
can’t you see them?
Listen... hear the footsteps... the laughter... the
weeping... can’t you hear them? Can’t you feel them? 
©Joseph Lee Proferes

Οι Ψηλοί Άνεμοι
Ποίημα του Ινδοαμερικάνου Τζακ Ρ. Ουΐλλιαμς, στενός φίλος της οικογένειας του Τζόσεφ Προφύρη, με θέμα πάλι αντιλήψεις για τη ζωή και το θάνατο.


Τα πνεύματα των Πουέμπλο, των Χόγκαν, των Τιπί, και των Λογκ Χάους,
των Ουΐγκουαμ και των Ουΐκιαπ επιστρέφουν όταν
είμαι μόνος με τη Μητέρα Γη.

Μελετάνε το βουβάλι και το ελάφι· το λύκο και την αρκούδα·
την άλκη και το κογιότ· την αλεπού και τον ασβό· τα άλογα και
τα σκυλιά να δείξουν την αξία τους.

Το παρελθόν είναι για πάντα, όπως είναι το σήμερα. Αρμενίζω πάνω στους υψηλούς άνεμους στη
γραμμή του αετού και όλων των άλλων φτερωτών είναι τα
Πνεύματα των παππούδων και των γιαγιάδων να ανακουφίσουν την
ψυχή.

Όπως ο παλμός από τα τύμπανα ταιριάζει με το καρδιοχτύπι μου. Έτσι
τα τραγούδια που κάνουν το χορό χαρά και οι υπέροχες φορεσιές
που ενισχύουν τον κύκλο της ζωής - οι Υψηλοί Άνεμοι των εποχών
συνθέτουν το σύνολο.

Από την ευχάριστη μυρωδιά της φασκομηλιάς και του σουΐτγκρας
και τον καπνό του κίνικινικ και της δενδροφλούδας του κέδρου
λέγεται η ιστορία μου.

Ενώ πάνω από την κορυφογραμμή περιμένει το Μεγάλο Μυστήριο 
©Jack R Williams
Μετάφραση Δημήτρη Κατσάμπη.

The High Winds


Spirits of the Pueblo, the Hogan, the Tipi, the Long House,
the Wigwam and the Wickiup return when I am alone with Mother Earth.

They tell of the buffalo and the deer; the wolf and the bear;
the elk and the coyote; the fox and the badger; the horses and
the dogs to point out their worth.

The past is forever as is today. Riding on the High Winds in
the paho of the eagle and all the other winged ones are the
Spirits of the Grandfathers and Grandmothers to soothe the
soul.

Like the throb of the drums that match my heartbeat. Like
the songs that make the dance a joy and the lovely costumes
that enhance the Circle of Life - the High Winds of the seasons
make up the whole.

From the pleasant smell of the sage and sweetgrass and the
smoke of the kinnikinick and cedar bark tells of my history.

While over the ridge awaits the Great Mystery
©Jack R Williams

Τρίτη 1 Ιουνίου 2004

Κατασκευή δεξαμενής δικτύου ύδρευσης - Αγορά βυτίου και υδροφόρας

.
Αφού αγοράσθηκε ανοξείδωτο βυτίο δέκα τόνων για μεταφορά νερού στην Καρίτσα, ο Δήμος κινείται και προς την αγορά υδροφόρας.  Εντάχθηκε στο ενιαίο πρόγραμμα προμηθειών η αγορά υδροφόρας για την μεταφορά νερού στην Καρίτσα δαπάνης ύψους 80 χιλιάδων Ευρώ και συντάσσεται η μελέτη  από την Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΥΔΚ) προκειμένου να ζητηθεί  η άδεια δημοπράτησης από την περιφέρεια δεδομένου ότι ένα μέρος των χρημάτων προέρχεται από το Ειδικό Πρόγραμμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΕΠΤΑ).

Στο μεταξύ ολοκληρώθηκε ο φάκελος του «Δικτύου Ύδρευσης και Κατασκευής Δεξαμενής» και εντός των ημερών αιτείται η άδεια δημοπράτησης από την περιφέρεια Πελοποννήσου.  Ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στο ύψος των 700 χιλιάδων Ευρώ.

(Από εφημερίδα "Το Γεράκι", έκδοση Ιούλη-Αυγούστου 2004)

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2004

Προμήθεια βυτίου

 .
Έγινε παραγγελία βυτίου οχτώ τόνων για τις ανάγκες μεταφοράς νερού στην Καρίτσα.
(Από εφημερίδα "Το Γεράκι", έκδοση Μάρτη-Απρίλη 2004)

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2004

Αγκαλιάσματα, φιλιά και χειραψίες: Καλοκαιριάτικη εκδρομή των Καριτσιωτών της Αδελαΐδας

.
Εκατοντάδες Καριτσιώτες από τα προάστια της Αδελαΐδας και την ευρύτερη επαρχία της Νότιας Αυστραλίας, με τραπεζάκια, καρέκλες και κουβέρτες, συγκεντρωθήκανε κάτω από τον δροσερό ίσκιο των γιγαντιαίων ευκαλύπτων στο πάρκο του Γκούντγουντ της Αδελαΐδας μια όμορφη μέρα το καλοκαίρι για να περάσουνε ένα ευχάριστο απόγευμα παρέα με συγχωριανούς, δικούς και φίλους.

Τα αγκαλιάσματα, τα φιλιά, οι χειραψίες, το γέλιο και το κουβεντολόι μεταξύ της κοσμοσυρροής των απογόνων της Καρίτσας στην Αυστραλία στο θεαματικό αυτό πάρκο το απόγευμα της Κυριακής, 18 του Γενάρη, θύμιζε στους παλιούς τις πρωτομαγιάτικες εκδρομές στα Καριτσιώτικα Καναλάκια στις βουνοπλαγιές του Πάρνωνα  προτού σαράντα ή πενήντα χρόνια.

Στην Αδελαΐδα, πρωτεύουσα της Νότιας Αυστραλίας, κατοικεί μια δεύτερη Καρίτσα, αρκετά μεγαλύτερη από την πρώτη, με το δικό της συνδετικό σώμα, την Αδελφότητα Καριτσιωτών, που δένει μαζί όλους τους συγχωριανούς και τα παιδιά τους. Σύμφωνα με τον Γιάννη Σταυριανό, πρόεδρο της Αδελφότητας, ενώ οι κάτοικοι στο χωριό είναι περίπου 220 οι Καριτσιώτες της Αδελαΐδας ξεπερνάνε τους 300 και περιλαμβάνονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αλά παρ' όλο τον αλληλοσεβασμό και την εκτίμηση αναμεταξύ τους το βρίσκουνε δύσκολο να σμίγουν συχνά όλοι μαζί.

Γιαυτό ένας από τους σκοπούς της Αδελφότητας, που ιδρύθηκε εδώ και 18 χρόνια, είναι να διοργανώνει δυο-τρις τέτοιες συναντήσεις όλων των Καριτσιωτών κάθε χρόνο. Μια βέβαια είναι, όπως στο χωριό, η γιορτή του Αϊ-Γιαννιού κάθε Αύγουστο. Κι άλλη είναι η εκδρομή το καλοκαίρι, το Δεκέμβρη ή το Γενάρη, που συμπίπτει με τον καιρό των διακοπών στην Αυστραλία.

Παρέες-παρέες κάθονται γύρω στα τραπεζάκια ή πάνω στις κουβέρτες και απολαμβάνουν τους νόστιμους μεζέδες από την Αδελφότητα ενώ πολλοί τριγυρίζουνε από μια παρέα στην άλλη να ξαναθυμίζουνε ο ένας τον άλλον εμπειρίες και ανέκδοτα από τις παλιές καλές μέρες στο χωριό.

Όλοι συμφωνάνε η Αδελφότητα είναι ο συνδετικός κρίκος των Καριτσιωτών της Αδελαΐδας.

(Από "Παλλακωνικό Δελτίο", έκδοση Φλεβάρη 2004)