Ο καιρός στο χωριό μας

Κυριακή 13 Αυγούστου 2006

Ο Τσέστερ, ο Τζωρτζ και ο Κάρη: Αυτοί οι επιχειρηματίες είναι καλά κατατοπισμένοι στο παιχνίδι στην παραλία, να μη πούμε και στο ραμί

Chester, George and Cary

These entrepreneurs know their way around the Oceanfront business game, not to mention the game of gin rummy.

Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα The Virginia Pilot που παρουσιάζει ανάμεσα σε άλλα κι ένα κομμάτι από τη ζωή ενός εκ των απογόνων της Καρίτσας που διαπρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για τον επιχειρηματία Γεώργιο Θωμά Προφύρη, γιο της Καριτσιώτας Όλγας Γιωργάκη Τσεμπελή (Φαρμάκη). Ο Προφύρης γεννήθηκε στον Άγιο Αντρέα το 1925 αλλά μεγάλωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Φωτο: 
Ο Προφύρης αριστερά με τον Καρατζώρτζ από το τρίο που συναντιόνται τα πρωινά για καφέ, ραμί και κουβέντα. Οι παλαιότεροι δε συμπαθούν το σημερινό περιβάλλον της παραλίας που ο Προφύρης λέει μοιάζει επίσημο και αποστειρωμένο.
Proferes, left, and Karageorge are part of a trio that meets mornings for coffee, gin rummy and conversation. The old-timers are no fans of the current Oceanfront atmosphere, which Proferes says can feel formal, sterile.

VIRGINIA BEACH - Πρόκειται για το μοναδικό τραπέζι με την επιγραφή «Κρατημένο», με τηλέφωνο και με μια γλάστρα ινδοκαλάμου. Το μοναδικό που ο καφές έρχεται σε ιδιαίτερες κούπες - μεγάλες κούπες με κουκίδες. Πρόκειται για τη μοναδική γωνιά με δύο τράπουλες δίπλα στο σιρόπι σφενδάμνου.

Εδώ, στην πρώτη γωνιά δίπλα στον μπουφέ του πρωινού του Old Country Pancake House (Παραδοσιακό Χωριάτικο Εστιατόριο), θα βρείτε τον Τσέστερ, τον Τζωρτζ και τον Κάρη.

Έρχονται σχεδόν κάθε πρωί μετά τις δέκα. Είναι μια παρέα από τρεις επιχειρηματίες της παραλίας που συναντιόνται μ' αυτόν τον τρόπο εδώ και δεκαετίες. Με σύνολο κάπου 160 χρόνων διαμονής εδώ, έχουν δει τα οικοτροφεία να αντικαθιστούνται από τα ξενοδοχεία, τις παράνομες ρουλέτες να παραδίδουν τη θέση τους στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και την τιμή μιας μεγάλης πίτσας να εκτοξεύεται στα ύψη από το ένα δολάριο στα δεκάξι.

Έχουνε επίσης ανοίξει και κλείσει αρκετές επιχειρήσεις πάνω στη λωρίδα αυτή και έχουν κερδίσει τη συμπάθεια των νέων επιχειρηματιών και των υπαλλήλων του δήμου.

«Όλοι τους έχουν πετύχει,» λέει ο John Atkinson, θησαυροφύλακας του δήμου. «Άνθρωποι με όρεξη για δουλειά, δώδεκα και δεκάξι ώρες την ημέρα, θα βγάλουν περισσότερα χρήματα από κείνους που σταματάνε μετά από οχτώ.»

Η επιτυχία τους δεν είναι κάτι που θέλουν να συζητάνε.

Ο τόπος συνάντησης στο εστιατόριο Oceanfront (Παραλία) είναι εκεί που ο Τσέστερ Λ Ροντίο, ο Τζώρτζ Προφύρης και ο Κάρη Καρατζώρτζ κάνουν κουβέντα για τα παλιά χρόνια τα καλά, κατακρίνουν την ανάπτυξη των παραθαλάσσιων θέρετρων, λογομαχούν για τους πολιτικούς και παίζουν ραμί.

«Χρόνια τώρα, φωνάζουμε αναμεταξύ μας,» λέει ο 84χρονος Τσέστερ του οποίου η κόρη έχει το εστιατόριο. «Ο καθένας χρειάζεται να έχει κάτι να κάνει κάθε μέρα. Πρέπει να έχεις κάποιο λόγο να σηκωθείς, είτε για ένα όμορφο κορίτσι, είτε να πας για ψάρεμα, είτε να κάνεις βαρκάδα ή απλά να πας κάπου να περάσεις την ώρα σου.»

Για αυτούς τους τρεις μετράει η κουβέντα και η παρέα.

«Καλημέρα παιδιά!» φωνάζει ο Τσέστερ με σοβαρή φωνή καθώς πλησιάζει τη γωνιά, «Όλα καλά εδώ;»

Η εγγονή του, σερβιτόρα στο εστιατόριο, φθάνει με τον καφέ και το νερό. «Γεια σου αγάπη,» την χαιρετάει με ένα φιλί στο μάγουλο.

Σ’ αυτή ακριβώς τη γωνία, στη συμβολή 14th Street και Atlantic Avenue, το 1949 ο Τσέστερ άνοιξε την πρώτη του επιχείρηση, The Doll House (εστιατόριο - Οίκος Κούκλων). Ακριβώς εκεί, λέει δείχνοντας από μέσα από το τζάμι. Εκεί που σήμερα είναι το κιόσκι που νοικιάζονται τα ποδήλατα, κοντά στην επιγραφή, «Μη βλαστημάτε.»

«Από το Maine στο Miami, από το Frisco στο Philly, δεν μπορείτε να κτυπήσετε το Doll House στα χοτ ντογκ και το τσίλι.»

Κάπως έτσι πήγαινε το παλιό διαφημιστικό σλόγκαν. Ο Τσέστερ ίσως χρειαστεί να σας ξέρει κάμποσο καιρό προτού σας το πει. Θα το απαγγείλει μόνο μια φορά.

Είναι από την Πενσυλβάνια, μετακόμισε εκεί που σήμερα γνωρίζεται ως Virginia Beach (Παραλία της Βιρτζίνια) μετά από τη θητεία του στο στρατιωτικό κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του λέσχης Peppermint Beach Club, μια από τις λίγες αίθουσες χορού στην παραλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εξήντα.

Τα μουσικά συγκροτήματα Bill Deal and the Rhondels, Sebastian και οι House Rockers, Little Willie και τα Impressions όλα έχουν παίξει στο Peppermint. Οι ντόπιοι μαζεύονταν εκεί μέχρι την ώρα που έκλεινε χορεύοντας το τουίστ, το τζερκ, το κλαμ και το σουίμ.

Καθώς πλησίαζε η δεκαετία του εβδομήντα ο Τσέστερ άνοιξε εστιατόριο στη συμβολή της 16th και της Atlantic, εκεί που ήταν το παλιό παράνομο κουτούκι. Σήμερα, εκεί είναι το εστιατόριο Upper Deck (Πάνω Κατάστρωμα).

Ο Τσέστερ και ο Τζώρτζ γνωριστήκανε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα. Ο Κάρη ήρθε δέκα χρόνια αργότερα. Συναντιόνταν γύρο στην παραλία ή στη λέσχη American Legion στην Laskin Road, όπου πηγαίνανε όταν κλείνανε το μαγαζί στις έντεκα το βράδυ.

Τον καιρό εκείνο, η Atlantic Avenue ήταν ένα κομμάτι με οικοτροφεία, το καθένα με κοινή τραπεζαρία. Δεν υπήρχαν πολλά εστιατόρια και μόνο λίγα ξενοδοχεία.

Ο δρόμος είχε σκορπισμένα καταστήματα ιματισμού, κουρεία, εστιατόρια θαλασσινών και καταστήματα παπουτσιών. Όποτε οι άντρες βγαίνανε έξω τα βράδια φορούσαν σακάκι. Κανείς δεν έκανε βόλτα στο δυτικό μέρος του δρόμου με μαγιό.

Υπήρχαν ακόμα και οι λέσχες όπως το Dunes Club, το 2 O’Clock Club, το O Club και το Latin Quarter. Οι τρεις φίλοι συχνάζαν σ’ όλες αυτές τις λέσχες. Τι παραστάσεις που είχανε αυτά τα κέντρα. Κόμικς, μεγάλα μουσικά συγκροτήματα, χορούς, τζόγο στα πίσω δωμάτια, ακόμα και οινοπνευματώδη ποτά. Κάποιος πληρωνότανε να κάνει στραβά μάτια.

«Ήταν παράνομα, αλλά είχαν διασκέδαση,» λεει ο 81χρονος Τζωρτζ. «Είχαμε περισσότερη διασκέδαση τότε από τι έχουμε σήμερα, κι αυτό είναι κρίμα.»

Αν του πέρναγε του Τζωρτζ η πόλη θα είχε φτιάξει προ πολλού εγκαταστάσεις διασκέδασης στην οδό 17th Street. Αντιθέτως, λέει, μερικές φορές το περιβάλλον φαίνεται επίσημο και αποστειρωμένο.

Οι υπάλληλοι του δήμου προωθούν ένα προσιτό προς την οικογένεια θέρετρο. Η Atlantic Avenue πλημμυρίζει από καταστήματα σουβενίρ, όλα με τα φτηνά αναμνηστικά της παραλίας της Βιρτζίνια. Η υπηρεσία ευγένειας συνεισφέρει στη συγκράτηση όποιας συμπεριφοράς που θεωρείται ακατάλληλη. Πολυκατοικίες εμφανίζονται δω και κει.

«Δεν υπάρχει πολύ νοσταλγία πλέον,» λέει ο Τσέστερ.

Ο Κάρη, που είναι εβδομηντάρης, πιστεύει μερικά πράγματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει καλύτερα προς χάρη του τουρισμού. Να καταργηθούν οι τροχιές των τρόλεϊ. Να καταρτιστεί πρόγραμμα για την ψυχαγωγία όλων των ηλικιών.

Γνωρίζει, ωστόσο, για να παραμείνει επιτυχημένος επιχειρηματίας μερικές φορές χρειάζεται κι αυτός να συμμετέχει στις αλλαγές.

Τους καλοκαιρινούς μήνες ο Κάρη τις περισσότερες μέρες έρχεται στο Old Country χαρούμενος και αναπαυμένος, ντυμένος με σορτς. Αποκαλεί το σημείο συνάντησης «τραπέζι της κουβέντας.»

Ο καθεαυτού Νεοϋρκέζος είναι πρώην ναυτικός. Η πρώτη του επιχείρηση ήταν αίθουσα χορού εκεί που σήμερα υπάρχει η Chesapeake. Μετακόμισε στο Virginia Beach το 1960 και τον ίδιο χρόνο αγόρασε το καφέ «Lee’s Jet Lounge» στην παραλία. Ήταν τόπος συνάντησης των ναυτικών. Απέναντι ήταν το Kitchin’s Kitchen (εστιατόριο). Πολλές γυναίκες, επί το πλείστον δασκάλες, συχνάζανε εκεί.

Οι ναυτικοί και οι δασκάλες πηγαινοέρχονταν από το ένα μαγαζί στο άλλο, θυμάται ο Κάρη. «Αυτό κάπως ταίριαζε,» λέει με ένα πονηρό χαμόγελο.

Ο Κάρη ήταν ιδιοκτήτης των εστιατόριων Lemon Tree Pancake House και Heritage Inn όπως και του μοτέλ Holiday Sands Motel στην παραλία.

Ετούτο το καλοκαίρι, μετά από σαράντα χρόνια, ο Κάρη γκρέμισε το μοτέλ. Στη θέση του χτίζει ξενοδοχείο δεκατεσσάρων οροφών με διαμερίσματα στη κορφή.

Το ξέρει αυτό τον βάζει στην ίδια κατηγορία με τους ανθρώπους που ο ίδιος μερικές φορές κατηγοράει, αλλά μας υπενθυμίζει ότι πρώτα απ’ όλα είναι επιχειρηματίας.

«Δεν έχεις επιλογή, εάν έχεις περιουσία και επενδύσεις και είσαι εδώ,» λέει, «πρέπει να το κάνεις, πρέπει να είσαι μέσα.»

Μια μέρα κανά δυο νεότεροι επιχειρηματίες της παραλίας θα μπούνε κι αυτοί μέσα στη παρέα στη γωνιά.

«Χρειαζόμαστε μερικούς πιο νέους εδώ γύρω για να μας κρατάνε κεφάτους,» ο Τσέστερ λέει.

Κουβεντιάζουν και ανταλλάζουν πειράγματα σαν παίζουν ένα φιλικό ραμί.

Το ραμί, ο Τζώρτζ λέει, είναι ένα παιχνίδι σκεπτόμενου ανθρώπου. Και τούτη την ημέρα ο Τζωρτζ πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει τον νεότερό του αντίπαλο, τον οποίο αποκαλεί «τζούνιορ» (μικρό!).

Ο πιο μικρός μοιράζει κι ο Τζωρτζ παίρνει τα δέκα χαρτιά του. Τα ανοίγει στην παλάμη και τα πειράγματα αρχίζουν.

«Τώρα λέμε, θα σου δείξω τι θα κάνω,» λέει, περιμένοντας τη σειρά του να παίξει το χαρτί και να αβγατίσει τους πόντους του. Είναι μπροστά 147 με 41, άλλους τρεις πόντους για τη νίκη.

«Έχεις ποτέ χάσει τόσο άσχημα;» τον ρωτάει.

Μερικά καλά παιξίματα του αντιπάλου του κι ο Τζωρτζ παριστάνει τον φοβισμένο. «Μου κάνεις τέτοια, παλιοτόμαρο,» φωνάζει. Αν κερδίσεις το παιχνίδι, ξέρεις πού είναι η προβλήτα της θάλασσας; Θα πάω κει να πηδήσω.»

Δεν είναι ανάγκη.

Του Τζωρτζ του αρέσουν τα χαρτιά. Αγαπάει τα καζίνα. Έχει πάει σε πολλά γύρω στον κόσμο. Κάνα δυο φορές κάθε χρόνο, αυτός με την παρέα του, καταφθάνουν στο Λας Βάγκας όπως και στο Ατλάντικ Σίτυ.

Με χαρά μοιράζει ιστορίες από τα ταξίδια του. Δείχνει φωτογραφίες των παιδιών του και των εγγόνων του από το πορτοφόλι. Έχει και μια πολύ όμορφη ασπρόμαυρη δικιά του απ’ όταν ήταν νέος.

Γεννημένος στην Ελλάδα, ο Τζωρτζ μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Ακούγεται ακόμα η προφορά του. Μετά από το ναυτικό πέρασε από το Πόρτσμουθ να δει την αδερφή του. Αποφάσισε να μείνει και άνοιξε εκεί εστιατόριο «The Normady» το 1946.

Στην παραλία οι επιχειρήσεις του περιέλαβαν το ξενοδοχείο Atlantic, και το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης Act III. Ο Τζωρτζ με τους συνεταίρους αγοράσανε το κατάστημα εστίασης Pocahontas Pancake House στην Atlantic Avenue στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Είναι επίσης ο επιχειρηματίας πίσω από την αλυσίδα Waffletown USA που στη δεκαετία του '80 άνοιξε εστιατόρια στη Σιγκαπούρη και στην Ταϊβάν.

Πούλησε το τελευταίο του παράρτημα πριν πάνω από δέκα χρόνια, άλλα έχει ακόμα ενδιαφέρον ως σύμβουλος και μεσίτης. Ένα πρωί κάτω από το τραπέζι σιγά-σιγά τραβάει από το πορτοφόλι του μια διαφήμιση από εφημερίδα.

Κοίτα δω, ψιθυρίζει. Ψάχνει για αγοραστή αλυσίδας μεξικάνικων εστιατόριων.

Ο Τζωρτζ αστειεύεται ότι η παλιά του μνήμη σήμερα είναι καλύτερη απ’ την πρόσφατη αφού ανακατεύει το καφέ του με το μοναδικό κοινό κουτάλι στο τραπέζι και πρόθυμα πλάθει ανέκδοτα για τη γωνιά αυτή.

Μερικές φορές κοιτάει έξω από το παράθυρο του Old Country Pancake House. Νεαρές με μπικίνι τρέχουν δω και κει γύρω από το παγωτάδικο κει κοντά. Οικογένειες τριγυρίζουν να βρουν στάθμευση ποδηλάτου με τέσσερες ρόδες. Ο Τζωρτζ ακόμα θυμάται πώς ήτανε κάποτε τούτη η μεριά. «Η αλλαγή είναι αναπόφευκτη,» λέει. Είναι κάτι που η παρέα το δέχεται, αλλά αγαπάνε οτιδήποτε παραμένει ανάλλαχτο. Μια κούπα καφέ. Κουβέντα για τα χρόνια τα παλιά. Τράπουλα. Ο Τσέστερ, ο Τζωρτζ και ο Κάρη.

VIRGINIA BEACH – It’s the only table with a “Reserved” sign, a telephone and a lucky bamboo plant. The only one where coffee arrives in special mugs – big and polka-dotted. The only spot with two decks of cards next to the maple syrup.

And it’s here, at the first booth in front of the breakfast buffet in the Old Country Pancake House, that you’ll find Chester, George and Cary.

They arrive nearly every morning after 10. A trio of Oceanfront entrepreneurs, they’ve been meeting up like this for decades now. With some 160 years here collectively, they’ve witnessed boarding houses replaced by hotels, seen back-room roulette tables give way to video games and watched the price of a large pizza skyrocket from $1 to $16.

They’ve also opened and closed businesses up and down the strip and endeared themselves to budding entrepreneurs and city employees.

“They’ve all been successful,” says City Treasurer John Atkinson. “People willing to work 12 to 16 hours a day are going to make more money than someone who cuts off at 8.”
Their success isn’t what they like to discuss.

The gathering spot at the Oceanfront restaurant is where Chester L. Rodio, George Proferes and Cary Karageorge muse about the old days, bemoan resort development, argue about politicians and throw down a few games of gin rummy.

 “We’ve been hollering at each other for years now,” says Chester, 84, whose daughter owns the restaurant. “Everybody has to have something to do every day. You have to have a reason to get up, if it’s for a pretty girl, to go fishing, go boat riding or just go hang out on a corner.”

For these three, it’s the conversation and camaraderie.

“Morning, guys!” Chester calls out in a gravely voice as he approaches the booth. “Everything good over here?”

His granddaughter, a server at the restaurant, arrives with coffee and water. “Hi, sweetheart,” he says, kissing her cheek.

It was on this very corner, at 14th Street and Atlantic Avenue, that in 1949 Chester opened his first business, The Doll House. Right over there, he’ll tell you, pointing through the window. Right where the bike rental kiosk now sits, near the no-cursing sign
.
 “From Maine to Miami, from ’Frisco to Philly, you can’t beat The Doll House for hot dogs and chili.”

That’s how the old slogan went. Chester might have to know you a while before he tells you. And he’ll recite it only once.

He’s from Pennsylvania; he moved to what is now Virginia Beach after serving in the Army during World War II. He was one of the guys behind the original Peppermint Beach Club. It was one of a handful of public dance halls at the beach during the 1960s.

Bill Deal and the Rhondels. Sebastian and his House Rockers. Little Willie and the Impressions. They all jammed at the Peppermint. Locals would pack the place till closing time, doing the twist, the jerk, the clam and the swim.

As the 1970s drew near, Chester opened a restaurant at 16th and Atlantic, where an old speakeasy used to be. Today, it’s the location of his Upper Deck Restaurant. 

Chester and George met in the early ’50s. Cary came on the scene a decade later. The guys used to bump into each other around the beach or at the American Legion on Laskin Road, where they would go after closing up shop at 11 p.m.
At the time, Atlantic Avenue was a strip of boarding houses, each with a communal dining room. There weren’t many restaurants. Just a few hotels.

The place was dotted with clothing stores, barber shops, crab shacks, shoe stores. Men wore jackets to go out at night. No one walked on the west side of the strip in a bathing suit.
And there were joints like the Dunes Club, 2 O’Clock Club, O Club and Latin Quarter. The guys frequented them all. Oh, the shows those places used to have. Comics, big bands, dancing. Blackjack and craps tables in back rooms. Liquor, too. Someone got paid off to turn a blind eye.

“It was against the law, but it was entertainment,” says George, 81. “We had more entertainment at that time than today, and that’s a shame.”

 If it were up to George, the city would have created an entertainment district on 17th Street years ago. Instead, he says, the atmosphere sometimes feels formal, sterile.

City officials sell a “family-friendly” resort. Atlantic Avenue spills over with souvenir shops, all with the same Virginia Beach-branded tchotchkes. A Courtesy Patrol helps curb behavior deemed inappropriate. Condos are popping up.

“There’s not much nostalgia left,” Chester says.
Cary, who is in his 70s, thinks some things could have been done better for the sake of tourism. Get rid of the trolley lanes. Design entertainment adequate for all ages.

Even so, he realizes that to remain a successful businessman, sometimes you have to be part of the changes.

In these summer months, Cary arrives most days at Old Country looking relaxed, in shorts. He calls the gathering spot “a conversation table.”

The native New Yorker is a former Navy man. His first business was a dance hall in what is now Chesapeake. He moved to Virginia Beach in 1960 and bought Lee’s Jet Lounge at the Oceanfront the same year. It was a meeting place for Navy pilots. Across the street was Kitchin’s Kitchen. A lot of women went there, mostly teachers. 

The pilots and teachers would cross between each place, Cary remembers. “And that kinda works,” he chuckles.

Cary used to own the Lemon Tree Pancake House and Heritage Inn restaurants and the Holiday Sands Motel at the Oceanfront.

This summer, after 40 years, Cary had the motel torn down. In its place, he is building a 14-story hotel, with condos on top.

He knows that puts him in the same category as the people he sometimes criticizes, but he reminds that he’s a businessman first.

“You don’t have any choice, if you own property and have investments and you’re here,” he says. “You just gotta do it. You gotta get in.”
Some days, a couple of younger Oceanfront entrepreneurs will join the guys at the booth.
 “You’ve gotta have some young ones around to keep everybody perky,” Chester says.

They chat and trade barbs as they play a friendly game of gin.

Gin, George will tell you, is a thinking man’s game. And on this day, George thinks he can beat his younger opponent, whom he calls “junior.”

The younger man deals and George collects his 10 cards. He fans them out across his palm and the taunts begin.

 “Now lemme show you what I’m gonna do,” he says, taking his turn playing cards and running up the score. He’s winning at 147 to 41; three points more for victory.

“You ever lost this game so bad?” he asks.

A few good plays by his opponent and George feigns fear. “You did that to me! Scoundrel!” he calls out. “If you win this game – you know where that pier is? – I’m gonna go out there and jump.”

No need.

George enjoys a good card game. Loves the casinos. Has been to many of them around the world. A couple of times a year, he and the guys hit Las Vegas shows and Atlantic City, too. 
He gladly shares stories of his travels. Shows you the pictures of his kids and grandkids in his wallet. There’s a handsome black-and-white of him as a young man, too.

Originally from Greece, George grew up in New York. You can still hear his accent. After the Marines, he passed through Portsmouth to visit his sister. He decided to stay, and opened his first restaurant there, the Normandy. It was 1946.

At the Oceanfront, his businesses included the Atlantic Hotel and Act III, an entertainment and late-night dining spot. With his partners, George brought the Pocahontas Pancake House to Atlantic Avenue in the mid-’70s. And he’s the guy behind the Waffletown USA franchise, which, in the 1980s, opened restaurants in Singapore and Taiwan.

He sold his last franchise more than a decade ago, but he’s still in the game as a consultant and broker. One morning, under the table, he quietly pulls from his wallet a newspaper advertisement.

Check it out, he says under his breath. He’s looking for a buyer for a Mexican restaurant franchise.

George jokes that his longterm memory trumps his short these days. At the booth, stirring his coffee with the table’s communal spoon, he’ll gladly spin stories of this place back when. 
Sometimes he looks outside the window of the Old Country Pancake House. Teenagers in bikinis scurry around the ice cream place nearby. Families circle to park a rented fourseater bike. George can still see what once was. “Change is inevitable,” he says. It’s something the guys accept. But they cherish the things that remain the same. A hot mug of coffee. A chat about the old days. A card game. Chester, George and Cary.

BY GILLIAN GAYNAIR
News researcher Kimberly R. Kent
• THE VIRGINIAN-PILOT
13 August 2006








Οι επιχειρήσεις του Τζωρτζ Προφύρη στην παραλία περιλαμβάνουν το ξενοδοχείο Atlantic και το κέντρο Act ΙΙΙ. Είναι επίσης πίσω από την αλυσίδα Waffletown USA. 



Ο Κάρη Καρατζώρτζ, αριστερά, πρώην ιδιοκτήτης του εστιατόριου Lemon Tree Pancake House όπως και του μοτέλ Holiday Sands.  Ο Τσέστερ Ροντίο, δεξιά, άνοιξε τα εστιατόρια The Doll House και Upper Deck.  Ήταν επίσης ένας από τους ιδρυτές του λέσχης Peppermint Beach Club.  



Από αριστερά Τσέστερ Λ Ροντίο, Τζώρτζ Προφύρης και Κάρη Καρατζώρτζ φεύγοντας από το Old Country Pancake House, ο καθένας χωριστά τραβάει το δρόμο του. Οι επιχειρηματίες της παραλίας άρχισαν αυτές τις συναντήσεις στις αρχές της δεκαετίας του '70. 
 From left, Chester L. Rodio, George Proferes and Cary Karageorge head their separate ways after leaving the Old Country Pancake House. The Oceanfront entrepreneurs began meeting in the early 1970s
 

Δευτέρα 1 Μαΐου 2006

Χτίστηκε ο τοίχος αντιστήριξης

.
 

Ολοκληρώθηκε η διάνοιξη, τσιμεντόστρωση και κατασκευή τοίχου αντιστήριξης του δρόμου από την κεντρική βρύση του χωριού μέχρι το σπίτι του Γιάννη Κρητικού, μήκους περίπου 200 μέτρων. 
(Από εφημερίδα "Το Γεράκι", έκδοση Μάη-Ιούνη 2006)